φώτο: Ιωάννα Χατζηανδρέου
Μεσημέρι καλοκαιριού, μεσημέρι στη Δήλο, στη Νάξο, στην Ύδρα, τη Μήλο
και την Αμοργό, κοιτάζεις τη θάλασσα, μισοκλείνεις τα μάτια, χίλιοι
καθρέφτες που αντανακλούν το φως στο νωχελικό λίκνισμα των κυμάτων, τα
κύματα της θάλασσας η αισθητική του μέλλοντος καιρού, λουτρό από γαλάζιο
και λευκό φως (πώς να είναι ο παράδεισος στα καλοκαίρια του;), το δέρμα
που τραβάει από την αρμύρα, το δέρμα στα καύματα και την ιστορία του,
τα ταξίδια πάνω στο δέρμα και κάτω από αυτό, τα μικρά παιδιά στην
παραλία, τα φτυαράκια, τα κουβαδάκια, τα «έλα έξω» και τα «μη», ο ήλιος
που σε ζαλίζει, το χέρι της πάνω στην πλάτη σου και έπειτα ένα αρνητικό
παλάμης πάνω στο σώμα – το χέρι της – ο ύπνος που σε παίρνει εκεί, κάτω
από το φως που σημάδεψε τα ενδότερα των έσω μιας ψυχής, ονειρεύεσαι
φωνές παιδιών και παιδιά που παίζουν τσιλίκι στο δρόμο, το ψωμοτύρι στο
χέρι και η σκόνη του καλοκαιριού, το πότισμα στα χωράφια μέχρι αργά το
βράδυ, οι ελιές, τα αυλάκια, η πίεση, οι σπασμένες σωλήνες, οι πίδακες
του νερού, το βράδυ που πέφτει ήμερο και εύθραυστο σα γιασεμί, η δροσιά
της νύχτας στα πεζούλια με τα αγιοκλήματα, τα φούλια και τους
βασιλικούς, οι κουβέντες μέχρι αργά και τα παιδιά που παίζαν κρυφτό, η
Άρκτος, η Κασσιόπη, οι Πλειάδες, και ευχές που δεν προλάβαιναν ποτέ να
ολοκληρωθούν με τα πεφταστέρια, ονειρεύεσαι ένα καλοκαίρι
που δεν τελειώνει, με καλοκαιρινά πρωινά γεμάτα από φωνές πλανόδιων και
χαλασμένα μεγάφωνα, «ψάρια» – το φως μέσα από τις γρίλιες είναι η αγάπη,
μάνα, «πιπεριές» – τόσοι άνθρωποι κάτω από το φως είναι η ζωή, μάνα
«καρπούζια», – θα ματώσουμε ναι, με γλύκα στα χείλη, και στη βαρκούλα
του ψαρά χώρεσαν τόσο λίγοι, πατέρα απόγευμα καλοκαιριού,
στην παραλία παίξαμε μπάλα με όλες τις φυλές του κόσμου, λιώσαμε στον
ιδρώτα η άμμος κόλλησε στο διάφανο πια δέρμα – η λάσπη της ωραίας ζωής –
η βουτιά στο ηδονικό νερό πριν σκάσεις από τη ζέστα, οι κόκκοι της
άμμου ύστερα στα σεντόνια, οι συμφιλιωμένες αναπνοές και τα κλειστά
μάτια, η αγάπη, η αγάπη, η αγάπη – τι θυμάσαι από όλα αυτά τώρα που
μεγάλωσες; κι αν το να μεγαλώνεις σημαίνει ότι δεν θα ‘χεις πια να
θυμάσαι, γιατί μεγαλώνεις;
Βραδινά καλοκαιριού ωραία μέσα
στα mojitos, τα άσπρα φορέματα και τα λινά πουκάμισα, οι περατζάδες στα
πλακόστρωτα και τα καλντερίμια, ξεχασμένες τζαζιές, λάουντζ μονοτονίες,
ας κλείσει κάποιος τα ηχητικά, γιατί το beat είναι πίσω από τους
τοίχους, το βράδυ γυρνούσαμε αργά με λαϊκά στο ράδιο ή με μουσικές στις
οποίες δε μιλούσε κανείς.
Μεσημέρι καλοκαιριού στην
Άνδρο, την Πάτμο, τη Θήρα, τη Ζάκυνθο, τα Αιγαιοπελαγίτικα, την ώρα αυτή
καταλαβαίνεις τη χώρα αυτή, κοιτάζοντας στον ουρανό και βλέποντας το
μαύρο φως, το φως της που σε τυφλώνει, που συσκοτίζει την όραση, που
φτιάχνει τυφλούς, ανθρώπους που πέρασαν το μέτρο και τώρα ήρθε η ώρα της
πληρωμής, τόσα χρόνια με τις μύξες, τα ψέματα και την εκ του ασφαλούς
μαγκιά, ας γίνει κι έτσι όλα αυτά λίγο πρόχειρα για την
αποκατάσταση των πραγμάτων, τώρα που αυτή η χώρα έχει γίνει ένα «πεδίο
βολής φτηνό, που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι» γιατί,
τι να πουν οι ατάλαντοι της ύπαρξης και οι λειψοί της οντολογίας, μια
ζωή πατάτες τηγανητές, σαλάτες που δε μυρίζουν ούτε ελαιόλαδο, ούτε
ντομάτα, ούτε ρίγανη ή κάπαρη, μια ζωή πέδιλα με αθλητικές άσπρες
κάλτσες και κουστούμια με πέδιλα, ω έχω ράματα πολλά, πολλά απεριόριστα
για τη γούνα μας, αλλά τώρα πάει πολύ να μιλούν τα μηχανοκίνητα των 7 με
5 ωράριο εργασίας, ύπνος στις εννιά και τηλεόραση με γυμνόστηθες
νοικοκυρές, κάθε φορά που θα με βρίζετε BILD θα σας λέω, BILD
είναι η ζωή σας και French Fries, BILD είναι το μυαλό σας και τώρα
ήρθατε να πάρετε τη ρεβάνς από τόσα χρόνια πολιτισμικής απόγνωσης για
όλους αυτούς που μετέτρεψαν το καλοκαίρι σε γονιδιακό χαρακτηριστικό,
όλους αυτούς που έδειχναν πως θα έπρεπε να είναι η ζωή και πώς την
καταντήσατε.
Εσείς και οι όμοιοί σας, που μετατρέψατε τον καραβανά που έχετε στο κεφάλι σας σε γονιδιακή πολιτισμική νόσο.