Υπάρχουν βράδια που σε
περιμένω και δεν λες να φανείς.
Εκείνα τα βράδια, ανάβω κεριά, σβήνω τα φώτα και
βάζω μουσική. Μουσική, για να μην καταλάβει κανείς τη μοναξιά που έρπει στο
πάτωμα. Για να καλυφθεί η θλίψη, που κάνει εκκωφαντικό θόρυβο. Για να
κουκουλωθεί η αμφιβολία, πως ποτέ δεν με αγάπησες.
Εκείνα τα βράδια, όλα μου λένε ψέματα. Οι μηχανές
των αυτοκινήτων που περνάνε και νομίζω πως είναι το δικό σου, το ασανσέρ που
σταματάει σε άλλο όροφο, το τηλέφωνο που χτυπάει και είναι μία φίλη, ο
καθρέφτης μου. Ειδικά αυτός. Που δείχνει μία φιγούρα ατάραχη, σχεδόν παγωμένη.
Εκείνα τα βράδια, δεν είμαι σίγουρη αν είναι καν
βράδια. Ίσως είναι μεσημέρια κι έχει βραδιάσει απότομα. Δεν ξέρω αν είναι
Σάββατα, γιατί μοιάζουν Κυριακές βράδυ. Άχαρες Κυριακές βράδυ, που τίποτα καλό
δεν έχει η τηλεόραση και τα πάντα μοιάζουν να έχουν κολλήσει σε μία σκηνή. Τα
βιβλία φαίνεται να έχουν όλα μία σελίδα. Τι μία σελίδα…. Μία παράγραφο. Τι
μία παράγραφο…. Μία σειρά.
Εκείνα τα βράδια, ντύνομαι, βάζω το ωραιότερο
κόκκινο κραγιόν μου και βγαίνω έξω. Για να με πείσω ότι η ζωή κυλάει κανονικά,
ότι οι μέρες εναλλάσσονται, ότι οι μήνες περνούν. Για να με φιλήσει κάποιος που
ίσως σου μοιάζει. Ίσως και όχι. Ίσως και να μην έχει καμία σχέση μαζί σου. Αλλά
μπορεί να φοράει το άρωμά σου. Μπορεί να έχει το λακκάκι σου. Μπορεί να
κοιτάζει διάπλατα με έκπληξη, όταν ακούει κάτι που του αρέσει, όπως εσύ.
Μπορεί και να μην φιλήσω κανέναν. Μπορεί απλά να
βγω για να βγω. Για να καταλάβω πως είμαι ικανή να συνυπάρξω με άλλους
ανθρώπους. Πως είμαι ορατή, και όχι φάντασμα.
Έπειτα, ξαναγυρίζω σπίτι. Και είσαι εκεί. Παντού.
Έχεις απλώσει σε όλο το χώρο. Πάντα ήσουν επεκτατικός τύπος. Περνάω μέσα από
την ομίχλη σου, καλύπτομαι από εσένα. Προς στιγμήν, νιώθω τα χέρια σου, την
αγκαλιά σου. Μετά συνειδητοποιώ ότι είσαι απλά αυτό. Μία ομίχλη. Κάποτε ήσουν
σάρκα. Χείλη, μάτια, χέρια.
Ανοίγω το παράθυρο. Ξεγλιστράει σιγά-σιγά η
ομίχλη. Είναι χαράματα. Μια υποψία ήλιου εισβάλλει στο δωμάτιο. Διαλύεσαι.