Τι γίνεται όταν ξημερώνει η μέρα των γενεθλίων του πιο δικού σου ανθρώπου, του φίλου σου, της κοπέλας σου, της αδερφής σου και ο καιρός φυσά, το καλοκαίρι πέρασε κι εσείς αγωνιάτε να σκεφτείτε τι καινούριο να κάνετε πια για να το γιορτάσετε μετά από τόσα χρόνια; Πόσα χρόνια τουρτάκια και κοκτέιλ σε ταράτσες; Δείπνα καλοντυμένα και τελευταίο μπανάκι αν το επιτρέπει ο καιρός;
Πολλά χρόνια είναι η απάντηση. Πολλά χρόνια τα ίδια και τα ίδια και μία μέρα που θα μπορούσε να 'ναι οποιαδήποτε άλλη αν οι άνθρωποι δεν είχαν εφεύρει τα ημερολόγια. Άραγε οι πρωτόγονοι, ή οι αρχαίοι λαοί γιορτάζανε γενέθλια; Να το ψάξω.
Βολτάροντας στην παραλία, μπαρκάρεις σ' ένα καραβάκι και ξεκινάς την μέρα την αλλιώτικη απ' τις άλλες, την μέρα του χαβαλέ και του βαθύ υπαρξισμού, τη μέρα που αναρωτιέσαι ποιος έφτιαξε το σύμπαν, γιατί δεν σου κολλάνε ένσημα και μήπως σε πλήγωσε εκείνο το αγόρι στο γυμνάσιο τόσο πολύ κι ακόμη δεν έχεις νοικοκυρευτεί. Παραγγέλνεις τον καφέ σου, ανοίγεις τον
Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ της Highsmith, νιώθεις τον ήλιο του ηλιοβασιλέματος να σε καίει λίγο πριν δύσει και λες ναι, είμαι στη Νάπολι, τώρα θα πεταχτεί από κάπου η Γκουίνεθ με τον Τζουντ απ' την ταινία. Τελικά, συμβαίνει κάτι ακόμα καλύτερο. Ακολουθείς τους γλάρους με το μάτι σου και σ' οδηγούν στους γερανούς του λιμανιού – ζωή απούσα, υπάρχουν δεν υπάρχουν ποιος ξέρει – και πίσω πάλι. Στο μεταξύ ο εορτάζων έχει λάβει την πιο ξεχωριστή καρτούλα από βότσαλα. Δεν λέω πώς την φτιάχνω, μάντεψε.
Η πόλη τώρα ανοίγεται μπροστά σου στην καλύτερή της ώρα, γύρω στις 8. Στον δρόμο συναντάς τον Χρήστο Σιμαρδάνη, μοιράζει σπόρια και μηλοποτό να προωθήσει το Taratsa Film Festival, είναι κεφάτος, παίρνεις τα σπόρια, τα τελειώνεις στον δρόμο για το ινδικό. Εκεί χαμός, γάτες που τα πρόσωπά τους θυμίζουν σκηνοθέτες, Άγγλοι, Έλληνες, Ινδοί, ο μάγειρας από το Μπαγκλαντές. Εμείς τα γνωστά. Ταντούρι οπωσδήποτε να το βουτάς στη ράιτα, παράθα ασυζητιτί, και λάσι μάνγκο ανυπερθέτως για να διώχνει το κάψιμο. Στο απέναντι τραπέζι ένα ζευγάρι μάλλον στις αρχές του – τρυφερότητες, χαμόγελα, αμηχανία, επισημότητες – δεν ξέρουν τι να παραγγείλουν. Καίγομαι να πεταχτώ μα με κρατάνε. Στο τέλος κάνει το κονέ η σερβιτόρα να ό,τι πήραν τα παιδιά να πάρετε, είναι παλιοί. Στο τέλος μόνο που δεν συνεχίσαμε μαζί το βράδυ, πολύ καλά παιδιά.
Στο μεταξύ βγάλαμε εμείς και το ντόνατ μας με τη σοκολάτα, το bueno και την τρούφα, ανάψαμε και το κεράκι μας και τον σβήσαμε κι αυτόν τον χρόνο. Γίνανε τα γενέθλια και φέτος. Τα γενέθλια είναι μια επιστροφή. Όχι ένας χρόνος πιο κοντά στο τέλος, ένας χρόνος πιο κοντά στη ζωή, ένας κερδισμένος χρόνος που επέζησες.
Ύστερα μπύρες χωρίς αλκοόλ απ'το ψιλικατζίδικο, βόλτα στα κάστρα, πολύς κόσμος, αλλαγή για Νέα Κρήνη, άραγμα στα παγκάκια τα γνωστά δίπλα στα κοσμικά εστιατόρια και μπαρ. Ένα αεροπλάνο μόνο απογειώθηκε, μία βαρκούλα κουνιόνταν πέρα δώθε – δεν καταλήξαμε αν έχει άνθρωπο ή ένα λευκό πανί μονάχα που κουνιόταν. Δίπλα μας ένας παλιός τερματοφύλακας του ΠΑΟΚ έσπαγε πλάκα με τους φίλους του και κάτι λυκειόπαιδα ακούγαν τέρμα τον Παλιόκαιρο. Καψούρες με Τερζή και ρετσίνα στο χέρι. Και πάνω που πίστευες πως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει πια. Ίσως να δούμε και μονόκερους τότε, πάνω που είχα απογοητευτεί.
Στις 12 λύνονται τα μάγια των γενεθλίων. Γυρνάς στην καθημερινότητά σου, βγάζεις την ζακετούλα μόλις μπεις στο σπίτι. Ανάβεις τα φώτα, βάζεις κάνα τραγούδι, κοιτιέσαι στον καθρέφτη, λες καλύτερα που δεν γιόρταζα εγώ, πιο ωραία πέρασα.
υγ. α) προτεινόμενα τραγούδια για ένα τέτοιο βράδυ: αν είσαι μερακλής θα πω
Rakim των Dead Can Dance. Αν είσαι δικιά μας κι η καρδούλα σου το λέει, τότε θα πω Είμαι από τη Θεσσαλονίκη του Νικολόπουλου. Λίτσα Διαμάντη ή καλύτερα Μαριώ.
β) απ' τα επίθετα που χαρακτηρίζουν τον
Ρίπλεϋ στους τίτλους αρχής της ταινίας, τι είσαι;