Είτε το θέλουμε, είτε όχι, το χρώμα που κυριαρχεί στον ανθρώπινο ψυχισμό δεν είναι το άσπρο ή το μαύρο. Δεν είναι το φως και το σκοτάδι. Είναι οι διάφορες, απειλητικά μονότονες αποχρώσεις του ίδιου γκρίζου. Του σχεδόν μονοχρωματικού κόσμου που σίγουρα είναι παράξενα οικείος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να βιώνεται εφιαλτικά. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο μπορείς σίγουρα να αναγνωρίσεις κομμάτια του εαυτού σου. Σου είναι εύκολο να αισθανθείς πώς είναι να νιώθεις μόνος, ακατανόητος, χαμένος σε ένα σύμπαν ξένων. Ένα κατασκεύασμα που μπορεί να έχει τις ρίζες του βαθιά μέσα σου, αλλά προβάλλεται ολόγυρα, μετατρέποντας τη ζωή σου σε μια αιώνια αίθουσα αναμονής. Ακόμη και οι όποιες μικρές στιγμές ευτυχίας, λάμψεις διαφορετικότητας, καταποντίζονται μέσα στην υπόκωφα ανυπόφορη πραγματικότητα. Η μαζικοποίηση της συμπεριφοράς εκμηδενίζει το προσωπικό (και το πρόσωπο) και η συλλογικότητα μετατρέπεται σε κοπάδιασμα. Ένα ακόμη επαγγελματικό ταξίδι μέσα στη μίζερη ζωή του Μάικλ Στόουν καταλήγει σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αναζήτησης τη νοήματος της ζωής, μέσα από πανομοιότυπες ανθρώπινες μάσκες που αρχίζουν σιγά σιγά να αποσυναρμολογούνται, από ανθρώπους που ακούγονται το ίδιο, από προβολές της ίδιας της συναισθηματικής του ισοπέδωσης. Όπως, και η ζωή του κεντρικού χαρακτήρα, έτσι και η ίδια η ταινία δεν επιχειρεί να εκτονώσει την κατάσταση, να αποσπάσει τη σκέψη προς άλλη κατεύθυνση. Χτυπά το συναίσθημα από παντού, χωρίς να δίνει ελαφρυντικά και χωρίς να εξιλεώνεται σχεδόν ποτέ. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι όλα αυτά τα τόσο ανθρώπινα θα μπορούσαν να ειπωθούν γύρω από μια ταινία με κούκλες;
Επτά χρόνια μετά τη Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης, ίσως ο πιο αντισυμβατικός σεναριογράφος της Αμερικής (Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς, Η αιωνία λιακάδα ενός καθαρού μυαλού) Τσάρλι Κάουφμαν επανήλθε στη σκηνοθεσία και με τη βοήθεια του Ντιούκ Τζόνσον δημιουργούν ένα πρωτοποριακό stop-motion animation, τόσο στη φόρμα όσο και στην ουσία. Τολμηροί και ξεκάθαροι ως προς το στιλ και το ύφος, παρουσιάζουν μια πολύπλοκη σπουδή γύρω από την αποξένωση, την κατάκτηση της σεξουαλικής κορυφής και τις επιθυμίες που φαντάζουν το σημαντικότερο κομμάτι της ύπαρξης μέχρι να εκπληρωθούν και να γεννηθούν οι επόμενες. Η τεχνική επιμέλεια είναι εμφανέστατη (τρία χρόνια χρειάστηκαν μέχρι να κατασκευαστούν τα σκηνικά και οι χαρακτήρες) και η εξαιρετική προσοχή στη λεπτομέρεια εναρμονίζεται πλήρως με την ιδιοσυγκρασιακή οπτική γωνία του εγχειρήματος. Η πλοκή μπορεί να φαντάζει απλοϊκή, ίσως και ξεπερασμένη. Κι όμως, το φιλμ μοιάζει να απευθύνεται έμμεσα στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά ταυτόχρονα προς κάθε κατεύθυνση, προσπαθώντας να θέσει ερωτήματα στα οποία ο κινηματογράφος από καταβολής αποπειράται να απαντήσει. Όπως αναρωτιέται και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής (μέσα από το θαυμάσιο voice acting του Ντέιβιντ Θιούλις) πώς είναι να πονάς;.
O Κάουφμαν για ακόμη μια φορά κάνει το θαύμα του, σκηνοθετώντας μια ανθρώπινη και γεμάτη πάθη ταινία που θαρρείς και προέρχεται από τα πιο σκοτεινά και ερμητικά κλειστά δωμάτια του υποσυνειδήτου. Βαθιές ανάγκες επικοινωνίας και συναισθηματικής συσχέτισης έρχονται αντιμέτωπες με την κατάθλιψη και το σεξ και εξωτερικεύονται με σχεδόν φροϋδικό τρόπο μέσα από εντελώς παράλογες εικόνες και ενέργειες. Οι αναστεναγμοί και οι εκφράσεις των χειροποίητων καρτούν (σε αλληλουχίες που ίσως να μην έχουμε ξαναδεί και σίγουρα πολύ δύσκολα θα ξαναδούμε) επιβεβαιώνουν το πανανθρώπινο χαρακτήρα που αυτή η πολύ σημαντική ταινία αναδίδει στην προσπάθειά της να ερευνήσει τη μικρή βλάβη του ενθουσιασμού μέσα σε μια απαράλλαχτη, θαρρείς κοπιαρισμένη καθημερινότητα.
Το φιλμ είναι συνυποψήφιο με το εξίσου ευφυές Τα μυαλά που κουβαλάς στην κατηγορία animation των επερχόμενων βραβείων Όσκαρ. Κατά έναν περίεργο τρόπο, οι δύο ταινίες αντιπροσωπεύουν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το ένα μιλά στην καρδία για την αξία των συναισθημάτων, ενώ το άλλο θρηνεί στα χαλάσματα της απουσίας τους. Κρατώντας βαθιά στην καρδία την πιο εκκεντρική και συνάμα πιο τρυφερή σκηνή σεξ που έχεις δει τελευταία, διαισθάνεσαι σχεδόν βιωματικά την ερώτηση που απορρέει από το Ή ευτυχία είναι πραγματική μόνο όταν την μοιράζεσαι που επίσης αυθόρμητα και ειρωνικά έρχεται στο νου. Αν δεν υπάρχει κάνεις για να την μοιραστείς; ή ακόμη καλύτερα, αν δεν ξέρεις τι σημαίνει ευτυχία; Ίσως η τέχνη που πυροδοτεί τόσα συναισθήματα -όσα και αυτό το υπέροχο φιλμ- να μπορεί να απαντήσει γι αυτή την ανωμαλία που εκπέμπει η αγάπη.