–
Πόσος καιρός;
–
Δυο χρόνια και κάτι.
–
Τελικά σχέσεις ή σχέσεις-συμφωνίες;
–
Ή σχέσεις ή συμφωνίες. Η συμφωνία δεν είναι
σχέση, έχει όρια και όρους συνεπώς στερείται ελευθερίας.
–
Τι σου 'χει λείψει πιο πολύ;
–
Ασήμαντα πράγματα. Ο τρόπος που κάπνιζες, που με
κοιτούσες, που άραζες δίπλα στη θάλασσα.
–
Μετάνιωσες;
–
Για τίποτα και για όλα. Για την ευκολία με την
οποία παραιτήθηκα. Για το ότι σου μίλησε το υποσυνείδητό μου και δεν μπορούσα
να ελέγξω όσα έλεγε. Τους φοβάμαι πλέον τους μεγάλους έρωτες. Όσο πιο μεγάλοι
είναι, τόσο περισσότερο θόρυβο κάνουν όταν σκάσουν.
–
Οι έρωτες είναι σαν τις αυτοκρατορίες: μόλις
εξαφανίζεται η ιδέα πάνω στην οποία χτίστηκαν, εξαφανίζονται και αυτοί μαζί της†.
–
Σ' αγαπούσα, μα δεν υπήρξα Τερέζα…
–
Ο δικός μας δεν έσκασε, εσύ έκανες πίσω.
–
Έκανα πίσω γιατί δεν αποφάσιζες.
–
Έκανες πίσω γιατί ήθελες να ζήσεις κι άλλα
πράγματα. Αυτά ακριβώς τα άλλα πράγματα σε διαμόρφωσαν. Και εξακολουθούν.
–
Ωραία. Έκανα πίσω κι εσύ μπροστά. Βέβαια πήρες
τόση φόρα, που οι επιλογές σου ξεπέρασαν κάθε φαντασία. Δε φταίς, ούτε κι εγώ
φταίω. Βλέπεις ότι ακόμη και τώρα δε μπορώ να αποφασίσω το “σωστό”, σ' έχω στο
μυαλό μου πάντα σα μια σύγκρουση, σαν δυο κόσμους που δεν θα χωρέσουν ποτέ στον
ίδιο τόπο, στον ίδιο χρόνο. Όμως ό,τι κι αν έγινε, χωρίς να το καταλάβεις μου
ψιθύρισες μια πορεία. Όλα βρέθηκαν σε μια ισορροπία μέσα μου, καρδιές,
στομάχια, ξέρεις.
–
Θα άλλαζες κάτι;
–
Όσα έπρεπε να υποστώ μετά. Τα όνειρά μου, ό,τι
ξεδιπλώνεται άθελά μου, το ασυνείδητο, τη μνήμη, τη διαίσθησή μου. Το ένστικτο
που όταν σε αισθάνομαι γύρω μου, εμφανίζεσαι σύντομα. Παλιότερα ήταν πιο
έντονο. Άλλοτε πάλι έβλεπα το ίδιο όνειρο ξανά και ξανά. Εγώ, εσύ και στη μέση
ένα γυαλί που δε μας άφηνε να πλησιάσουμε, ώσπου ξαφνικά έσπαγε, τα θρύψαλα
πετάγονταν στον αέρα, αντανακλούσαν το φως, έμοιαζαν με αστέρια και κάποιος με
άρπαζε απότομα μακριά. Δεν υπήρχαν χρώματα ούτε ήχοι… Το έβλεπα τόσο συχνά
που έπειτα από καιρό έπαψα να ξυπνάω και προσπαθούσα να παρατηρήσω όσο γίνεται
πιο ενδελεχώς τη σκηνή. Κι ένιωθα το βάρος του σώματός σου στο στήθος μου σαν
να κοιμόσουν επάνω μου μέχρι το προηγούμενο δευτερόλεπτο. Παράνοια.
–
Τι έμεινε απ' όλο αυτό;
–
Ένα κομμάτι σου σε μένα κι ένα μεγάλο δικό μου
κομμάτι που έχεις εσύ και μου λείπει.
–
Ναι, αλλά έχεις το δικό μου.
–
Ναι, αλλά άλλο το δικό
μου και άλλο το δικό σου!
–
Αν μπορούσα θα σου το
έδινα πίσω με αντάλλαγμα τις κακές μνήμες. Σου 'ναι εύκολο πλέον να μιλάς για
τότε.
–
Τώρα δεν πρωταγωνιστώ,
είμαι θεατής. Μπορώ να περιγράφω με λεπτομέριες που δεν αγγίζουν ευαίσθητες
χορδές. Η αποστολή τους είναι άλλη. Βγαίνουν στην επιφάνεια, γίνονται γράμματα,
εικόνες, πνοές σε πανιά, σύννεφα πάνω απ' την πόλη, αποκτούν κι άλλους θεατές.
–
Τι δε θα άλλαζες ποτέ;
–
Να σου πω; Συνέντευξη
μου παίρνεις; Έχεις καταλάβει τι ρωτάς τόση ώρα;
–
Έλα λέγε!
–
Τη Θεσσαλονίκη το
χειμώνα. Είναι η πόλη χωρίς ορίζοντα. Σε όσους δε την ξέρουν καλά προκαλεί
πνιγερά αισθήματα, εμένα πάλι αυτή η ατμόσφαιρα μου μοιάζει με αιωνιότητα. Τα
πάντα ρέουν και μπλέκονται μεταξύ τους, ο ουρανός και η θάλασσα, το καλό και το
κακό, η πραγματικότητα και το όνειρο, οι ζωές των ανθρώπων της μεταξύ τους.
–
Πάλι στο ίδιο αδιέξοδο
καταλήγουμε, τη Θεσσαλονίκη σου.
–
Πότε θα κόψεις αυτή
την κακή συνήθεια; Την επιστροφή εννοώ.
–
Δε μπορώ.
–
Μπορείς, απλώς τρέμεις
στην ιδέα πως θα ξεχαστείς.
–
Σειρά σου για
ερωτήσεις.
–
Δεν υπάρχουν. Και
χαίρομαι που έχω πιά ξεμείνει από ερωτηματικά…
† Απόσπασμα από το βιβλίο “Η αβάσταχτη
ελαφρότητα του είναι” του Μίλαν Κούντερα