HomeNewsroomΑμαρτία εξομολογουμένη

Αμαρτία εξομολογουμένη

Αμαρτία εξομολογουμένη
ουκ έστι αμαρτία, λένε.

Μια αμαρτία θέλω να
εξομολογηθώ κι εγώ αλλά όχι για να την
αποποιηθώ. Αντιθέτως, για να αναλάβω κι
εγώ το μερίδιο της ευθύνης που μου
ανήκει. Κάπως έτσι εξιλεώνεται ο άνθρωπος.
Μέσα από έναν πόνο σαν αυτόν που προκάλεσε
η πράξη του.

Έκλεισα το τηλέφωνο
βιαστικά για να προλάβω να ντυθώ. Δεν
ήθελα να αργήσω στο ραντεβού μου. Ένας
απλός απογευματινός καφές στο κέντρο
της Θεσσαλονίκης. Θέμα ρουτίνας. Στην
Ζεύξιδος μάλλον αν και τελευταία έχω
αρχίσει να προτιμώ τις καφετέριες της
γειτονιάς μου. Νιώθω πιο άνετα με μια
ζεστή σοκολάτα με μία δόση espresso κάπου
στην Ολύμπου.

Άνοιξα τα φύλλα της
ντουλάπας μου, έβγαλα δύο παντελόνια
τα οποία πέταξα πάνω στην καρέκλα του
γραφείου μου, δοκίμασα πάνω μου μερικές
μπλούζες και εκνευρίστηκα στιγμιαία
που δεν έβρισκα το μπουκάλι της κολώνιας
μου. Έβαλα ένα ζευγάρι Puma τα οποία όμως
άλλαξα γρήγορα με τα δερμάτινα Prada
μποτάκια μου, έκλεισα με δύναμη την
πόρτα, κλείδωσα 2 φορές και κατέβηκα
βιαστικά τα σκαλοπάτια.

Περίμενα λίγο στην άκρη
της Αγίου Δημητρίου και μετά πέρασα
απέναντι. Ούτε 100 μέτρα παρακάτω ήταν
ένας τύπος με ποδήλατο. Ανάμεσα από τα
παρκαρισμένα αυτοκίνητα, με ρούχα φθηνά
αλλά όχι βρώμικα, έναν μεγάλο σκούφο,
ξεχειλωμένο, παλιό και με μια κούραση
στην έκφραση. Αυτήν την κούραση που έχω
δει πολλές φορές, σε συμμαθητές μου όταν
πήγαινα σχολείο, και σε περίεργους
τύπους που περίμεναν έξω από την αυλή,
σε κάτι άλλους που ήταν πεσμένοι στα
σκαλοπάτια της εκκλησίας των 12 Αποστόλων
κι ο κόσμος τους προσπερνούσε πηδώντας
από πάνω τους.

“Συγνώμη” μου είπε.
Δεν το φώναξε, ήταν μάλλον τρομαγμένο.
Σταμάτησα μπροστά του. “Θα μπορούσες
να μου πάρεις κάτι να φάω?” με ρώτησε.
Δεν ασχολήθηκα καθόλου με την ερώτησή
του, δεν της έδωσα σημασία. Σημασία είχε
ότι θα αργούσα στο ραντεβού μου. Γύρισα
το κεφάλι μου και κοίταξα το γυράδικο
που ήταν πίσω μου. “Δεν μπορώ φιλαράκι”
είπα και άρχισα πάλι να προχωράω γρήγορα.
Δεν χρειάστηκαν ούτε 10 βήματα για να
σκεφτώ ότι δεν μου ζήτησε λεφτά, δεν
προσπάθησε να με κλέψει, δεν ήταν αναιδής
κι ότι εγώ μπορούσα να του προσφέρω αυτό
που μου ζήτησε χωρίς να μου λείψει. Πόσο
βλακωδώς φέρθηκα εκείνη την στιγμή.
Σκέφτηκα την μητέρα μου, που αν ήμουν
πιο μικρός κι έκανα κάτι τέτοιο, θα μου
έβαζε τις φωνές και την γιαγιά μου που
θα με έπαιρνε αγκαλιά και θα μου εξηγούσε
το λάθος μου. Ντράπηκα.

Γύρισα απότομα για να
τον δω πάλι, να βοηθήσω. Είχε κιόλας
απομακρυνθεί πολύ. Στάθηκα εκεί κι
ένιωσα τόσο άσχημα όσο είχα πολύ καιρό
να νιώσω. Δεν διόρθωνε κάτι αυτό όμως.
Τον είχα όλη μέρα στο μυαλό μου. Δεν
μπορούσα να καταλάβω πώς φέρθηκα τόσο
απερίσκεπτα.

Μια ουγγρική παροιμία
λέει ότι η φτώχεια υποφέρεται πιο εύκολα
από τις τύψεις της συνειδήσεως. Το ελπίζω
ζητώντας μέσα από τις τύψεις μου, την
εξιλέωσή μου.  

Related stories

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...

Μίμης Δομάζος: Πέθανε στα 83 του ένας θρύλος του Ελληνικού ποδοσφαίρου

Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής, ένας από τους καλύτερους όλων των...

Η Φλώρινα του Αγγελόπουλου – Τότε και τώρα

κείμενο/φωτογραφίες Αλέξανδρος Βοζινίδης Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (Αθήνα, 27 Απριλίου 1935 - 24 Ιανουαρίου...