Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Παίζουν: Αγγελική Παπούλια, Άρης Σερβετάλης, Αριάν Λαμπέντ, Τζόνι Βεκρής
Τετραμελής ομάδα παρέχει υπηρεσίες σε συγγενείς και φίλους πρόσφατα αποθανόντων. Υποδύεται για κάποιο χρονικό διάστημα τους νεκρούς, ώστε ο πόνος όσων έμειναν πίσω να απαλύνεται.
Οι “Άλπεις” κλείνουν μια άτυπη τριλογία (μετά την “Κινέττα” και τον “Κυνόδοντα”) στην οποία ο Λάνθιμος έχει ως επίκεντρο την αναπαράσταση του κόσμου και την αποτυχία αυτής. Θα μπορούσε κανείς να μελετήσει τις ταινίες του από μια θεοκρατική αντίληψη, ότι δηλαδή όσα έφτιαξε ο Δημιουργός δε μπόρεσε ποτέ να αντικαταστήσει κανείς δημιουργός, όμως ποτέ δε φαίνεται να εντάσσεται αυτή η αντίληψη στην προβληματική του Λάνθιμου, που μοιάζει να δημιουργεί αυτές τις τεχνητές σχέσεις, ασχολούμενος κυρίως με το ίδιο το μέσο που υπηρετεί. Το σινεμά του (όπως κάνει το σινεμά γενικότερα) αντικαθιστά την πραγματικότητα και ως αντικαταστάτης πειραματίζεται με το τι τελικά μπορεί να αλλάξει και αν μπορούν να υπάρξουν όρια σε μια τέτοια πράξη.
Το θεμελιώδες κοινό σημείο στις αναπαραστάσεις του Έλληνα σκηνοθέτη είναι ο αυστηρός αρχηγός, αυτός που τις επιμελείται και προσέχει ευλαβικά σχεδόν τα πάντα πάνω στο δημιούργημα του, σαν μια παρομοίωση με την ευρωπαϊκή ιδέα για τον σκηνοθέτη, τον άρχοντα των πάντων σε μια παραγωγή, που φροντίζει να επιβάλλεται ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μοιάζει με το αρχικό του όραμα – και είναι σχεδόν ειρωνικό το ότι βάζει σε κάθε ταινία του έναν τέτοιο χαρακτήρα, ένας σκηνοθέτης που δουλεύει με τη λογική της κολεκτίβας συνεργατών. Η κατάληξη των ταινιών του δείχνει άλλωστε και την αντίθεση του με την παρουσία τέτοιων αρχηγικών προσωπικοτήτων που το μόνο που καταφέρνουν είναι να δημιουργούν ασφυξία και τάσεις δραπέτευσης – και φυσικά μεγάλη απόκλιση από τον αρχικό στόχο.
Ο ίδιος πάντως εξακολουθεί να μην αγαπά τους ήρωες του. Πέφτουν και πάλι στην ταινία σαν εξωγήινοι (δεν αναφέρομαι στον τρόπο που μιλούν, άλλο ένα ευφυές αφηγηματικό παιχνίδι του Λάνθιμου), δεν γνωρίζουμε ποτέ κάτι για το παρελθόν τους, την προσωπικότητα τους και κατ' επέκταση τον λόγο των πράξεων τους. Όπως μένει μυστήριο γιατί ο αστυνομικός της “Κινέττας” αναπαριστά τους φόνους ή γιατί ο πατέρας αποφασίζει να κλείσει τα παιδιά σε έναν μικρόκοσμο, έτσι και ο εδώ ο αρχηγός – τραυματιοφορέας συστήνει αυτή την ομάδα για άγνωστους λόγους. Η κοινή λογική πάντως με την “Κινέττα” (ταινία που της μοιάζει και αισθητικά περισσότερο, ξεχάστε τα αυστηρά κάδρα του “Κυνόδοντα”) έγκειται στην εθελοντική παρουσία των μελών, που βοηθά στην αναζήτηση των αναγκών τους για κάτι τέτοιο και άρα στην περαιτέρω μελέτη τους. Αυτό άλλωστε επιχειρούν σε ορισμένες σκηνές τους οι “Άλπεις”, φροντίζοντας όμως να αφήνουν πάντα αμφιβολίες.
Περισσότερο πάντως από τον αν αρέσει σε κάποιον ή όχι το νέο φιλμ του Λάνθιμου, είναι εντυπωσιακή η απήχηση που έχει σε διάσπαρτα φεστιβάλ του κόσμου – πρόκειται ουσιαστικά για τον πρώτο Έλληνα σκηνοθέτη μετά τον Αγγελόπουλο που δημιουργεί δικό του κοινό (θεατών και κριτικών) σε όλον τον κόσμο. Μια επιτυχία που στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται σχεδόν σουρεαλιστικά, με ξεσκόνισμα όλης της ιστορίας της τέχνης ώστε να αποδείξει ο καθένας από που διάολο αντιγράφει.