Ένας πλανήτης, ένα πεντάγραμμο κι όμως τόσοι διαφορετικοί τρόποι για να γραφτεί μουσική, σε τόσους διαφορετικούς χώρους. Από τα D.I.Y στούντιο σε κάποια αποθήκη ή γκαράζ της Αθήνας και του Λιβάνου, μέχρι τα θηριώδη στούντιο του Λος Άνζελες και του Λονδίνου, το 2017 μας επιφύλασσε τόσες συγκινήσεις, τόσες ανακαλύψεις. Ο φετινός προβληματισμός μου δεν ήταν η ψηφιακή εποχή vs vinyl is back. Το 2017 ήταν η χρονιά της ποσότητας vs ποιότητας. Όχι, παράπονο δεν έχω. Άκουσα πολλά και αξιόλογα albums, EPs και singles για να περάσω την ώρα μου ευχάριστα, να χαθώ στις σκέψεις μου, να ανατριχιάσω, να θυμηθώ συγκροτήματα, να συζητήσω με φίλους.
Αυτό που πλέον αρχίζω να πιστεύω ότι θα συμβεί με βεβαιότητα μέσα στην επόμενη δεκαετία, αν δεν συμβαίνει ήδη δηλαδή, είναι η απουσία μουσικής που θα συνδέουμε με συμβάντα της ζωής μας. Αυτή η ολική διαγραφή εμπειριών και βιωμάτων που θα συνδέονται με τη μουσική, με τρομάζει όσο τίποτε άλλο. Η υπερπληθώρα κυκλοφοριών, νομίζω πως δεν επιτρέπει πλέον την αφομοίωση τους από το κοινό. Μέχρι να χωνέψεις έναν δίσκο, μπαίνοντας στα βαθύτερα νοήματα του, έχεις άλλους δέκα να περιμένουν για ακρόαση. Ας μη μιλήσουμε για επανακρόαση, είναι απαγορευτική αν θέλεις να μένεις ενημερωμένος. Το σήμερα τρέχει με τρελές ταχύτητες, δεν το προλαβαίνουμε πια. Μακάρι να συνεχίσουμε να συνδέουμε τις στιγμές μας με μουσικές που θα προλαβαίνουμε να καταλάβουμε και να αγαπήσουμε. Ενάντια στον υπερ-δρομέα χρόνο για πάντα, Καλή Χρονιά !
Παρακάτω, οι 20 προτάσεις δίσκων που ακούσαμε περισσότερο το 2017, με σύντομη ανάλυση για τον καθένα.
20. 5 Billion In Diamonds – 5 Billion In Diamonds
Ο Αμερικανός Butch Vig ή κατά κόσμον Bryan David Vigorson, έπαιζε drums στους Garbage αλλά έκανε και σπουδαίες παραγωγές σε μπάντες όπως οι Nirvana, οι Foo Fighters και Smashing Pumpkins. Ως ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα που είναι λοιπόν, ενώθηκε με τους Βρετανούς James Grillo και Andy Jenks για να σχηματίσουν τους 5 Billion in Diamonds. Κάπου στον Μάιο του 2017 παρουσιάζουν το Gravity Rules, το πρώτο single τους δηλαδή, που ήταν και η προαναγγελία για το LP που θα ακολουθούσε. Εντυπωσιακό ομολογουμένως, με ταξιδιάρικο-filmic ύφος σε άκρως ατμοσφαιρικό ψυχεδελικό groove, το κομμάτι βασίστηκε σε ένα sample από μια Βέλγικη μπάντα ονόματι Les Enfants Terrible. Οι επιρροές τους για το ομώνυμο άλμπουμ του νέου project, ήταν κυρίως αυτές της Linda Perhacs, του John Barry αλλά και η krautrock γενικότερα. Μπλεγμένα με το σήμερα, όντως στα κομμάτια γίνεται χρήση σύγχρονων τεχνικών μαζί με ένα blend από 70's rock, folk και ψυχεδέλεια.
Όπως οι ίδιοι λένε στις συνεντεύξεις τους, η συζήτηση για τη δημιουργία της μπάντας και του δίσκου, είχε θέμα περισσότερο τον soundtrack ήχο της και λιγότερο τα διαδικαστικά τα οποία ρυθμίστηκαν πανεύκολα αφού οι συνεργασίες που κλείστηκαν ήταν σημαντικές και συνεπακόλουθες της ιστορίας και των τριών. Για την ιστορία, στα φωνητικά βρίσκονται oι φωνές της Helen White από τους Alpha, της Sandra Dedrick από τους Free Design και του David Schelzel από τους The Ocean Blue. Ελάχιστα πλέον συγκροτήματα έχουν την ικανότητα να γράφουν καλούς pop δίσκους που θα έχουν μια σχετική αντοχή στον χρόνο. Η παρέα που μαζεύτηκε εδώ για το 5 Billion In Diamonds, χρησιμοποιεί για πρώτη ύλη πετυχημένες συνταγές περασμένων δεκαετιών, θυμίζει συγκροτήματα και ήχους ναι μεν γνωστούς αλλά σε καμία περίπτωση δεν δείχνει νοσταλγική ή σαν να αναπολεί περασμένα μεγαλεία. Στο Travelling για παράδειγμα, ο Butch κάνει επίδειξη δύναμης, κατασκευάζοντας ένα folk τραγούδι που στη διάρκεια του θα περάσει στην ψυχεδέλεια. Κάπως έτσι και στο i'm Becoming You, υπέροχη ενορχήστρωση και κιθάρες με χρήση των ίδιων τεχνικών μίξης. Όλο το άλμπουμ
εδώ.
19. The Cactus Channel – Stay A While
Τρία άλμπουμ μέσα σε πέντε χρόνια για τους Αυστραλούς και μάλιστα και τα τρία αξιολογότατα με σταθερή ηχητική ταυτότητα, αποδεδειγμένα πλέον. Αν αυτό λέγεται καριέρα, τότε θα το πούμε καριέρα. Μια από τις ουσιαστικές αλλαγές που φέρνει το Stay A While, είναι η προσθήκη φωνητικών με τον Lewis Coleman να τραγουδά εκτός από το να παίζει κιθάρα. Η αλλαγή είναι σημαντική αφού το άλμπουμ με τον τρόπο αυτό θα γίνει προσβάσιμο σε περισσότερο κόσμο, παρότι οι τραγουδιστικές ικανότητες του Lewis δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο, δεν είναι όμως και η πλήρης απογοήτευση. Για να πω την αλήθεια, προσωπικά μου είναι σχεδόν αδιάφορη η παρουσία φωνητικών, αφού δεν επηρεάζει δραματικά το συνολικό αποτέλεσμα αν και σε κομμάτια όπως το How People Speak είναι απολύτως ταιριαστά και μάλλον καλώς μπήκαν.
Αποσυνδεδεμένοι από την προηγούμενη ύπαρξη τους, ως instrumental soul και funk μπάντα σε κάτι πιο άγριο, λίγο πιο σκοτεινό και βαρύτερο, το νέο άλμπουμ οδηγεί τους Cactus Channel σε ονειρεμένα soundtrack και περισσότερο διαλογισμό. Πέρα από τα κομμάτια του άλμπουμ που σε άλλες δεκαετίες θα θύμιζαν χαλαρωτικές μουσικές για μπαρ νωρίς το απόγευμα, τα Leech, Stay A While και Look Behind You δίνουν τον groovy ρυθμό που αλλάζει κατηγορία στον δίσκο. Το νέο LP, δικαιολογημένα λόγω παραπλήσιας τεχνοτροπίας, συγκρίθηκε με δουλειές των Καναδών Badbadnotgood. Οι από τα μαθητικά όμως χρόνια συνυπάρχοντες Αυστραλοί, έχουν σίγουρα επίσης δικαιολογία στο να θέλουν και να επιδιώκουν διαρκώς νέες μουσικές εξερευνήσεις. Άλλωστε για να μένουν μαζί από τότε, τους ενώνουν τόσα κοινά ενδιαφέροντα ώστε η σημερινή μετεξέλιξη μέσω της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ τους να είναι τόσο φυσική και επακόλουθη. Μπράβο τους για αυτή την άρτια σε όλους τους τομείς κυκλοφορία. Όλος ο δίσκος
εδώ.
18. Greek Theatre – Broken Circle
Οι Σουηδοί Sven Fröberg and Fredrik Persson, είναι αυτό που λέμε εραστές της τέχνης, οικογενειάρχες άνθρωποι που ζουνε με αγάπη με τους γύρω τους και εκφράζονται γράφοντας μουσική. Δείχνει τόση αρμονία αυτή η αφoσίωση στην οικογένεια τους, πράγμα που φαίνεται και στον τρόπο γραφής τους, στο νέο τους άλμπουμ Broken Circle που παίρνει θέση στη φετινή εικοσάδα τέσσερα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους το 2013. Το άλμπουμ μοιάζει περισσότερο με μια προσπάθεια συλλογής στιγμών της ζωής μιας παρέας φίλων και για αυτόν ακριβώς τον λόγο γίνεται ειλικρινές και άρα συγκινητικό. Πάντα με τραβούσαν οι αληθινές ιστορίες ανθρώπων.
Τι ήταν άλλωστε η folk rock στο ξεκίνημα της; Η παραδοσιακή μουσική των περιοχών από όπου ξεκίνησε (Αμερική-Βρετανία) μέσα από την οποία οι άνθρωποι μιλούσαν για τις ζωές τους. Αργότερα μετασχηματίστηκε στην psych rock που σήμερα, παρότι ανερχόμενη σε πολλά κράτη του πλανήτη, τείνει να χάσει το νόημα της, τείνει να ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε. Οι Greek Theatre ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη πορεία, επιστρέφοντας στις ρίζες και ηχητικά και νοηματικά. Από τα μεσαιωνικά φλάουτα που ακούγονται στο ξεκίνημα του με το Fat Apple, τα 60's χορωδιακά φωνητικά του Broken Circle κάπου στη μέση του, μέχρι και το Now is The Time που μοιάζει με Οδύσσεια, το Broken Circle θα περάσει από psychedelic rock, 60's, acid folk και τόσα άλλα ακούσματα, για να γίνει ένα αυτόνομο ταξίδι στον μουσικό χρόνο. Το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου τα λέει όλα με ένα στίχο,
Let's go together through the chaos all around. And though the road is rough and rocky rest assured it'll lead us home. Όλος ο δίσκος εδώ.
17. Lawrence Rothman – The Book of Law
Πέρα από το ότι από το 2013 θαυμάζω τη φωνή του και τον παρακολουθώ ανελλιπώς μετά το πρώτο του single
Montauk Fling, με την φετινή επίσημη κυκλοφορία του απέκτησα κι άλλους σημαντικότερους λόγους για συνεχίσω να το κάνω. Ο Αμερικανός από το Los Angeles, θέτει επιμόνως μια και μοναδική ερώτηση μέσα από την τέχνη του: Γιατί θα πρέπει να υπάρχουν δύο ταυτότητες φύλλου, θηλυκό και αρσενικό; Έχοντας ζήσει αρκετά μέσα στην ντροπή όπως λέει και στους στίχους του Jordan (I've lived long enough long enough in shame) θέλει πλέον στα 35 του χρόνια να συζητήσει ανοικτά αυτά τα ζητήματα που η κοινωνία κρύβει ή διστάζει να φέρει στο προσκήνιο δημοσίως. Και το θαυμάζω αυτό του το θάρρος. Γιατί χρειάζεται πολύ κουράγιο για να σηκωθεί κανείς από την παραίτηση στην οποία ο κόσμος σε ωθεί μια ολόκληρη ζωή και να μιλήσεις με 12 τραγούδια για όλη αυτή την καταπίεση εαυτού. Ο Rothman έπειτα από αναζητήσεις ακόμη και στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, ανακάλυψε πως η ανδρόγυνη φύση υφίσταται και υπήρχαν κι άλλοι που ένιωθαν όπως εκείνος.
Ο καλλιτέχνης σε συνεντεύξεις του θυμάται τις απόπειρες αυτοκτονίας, το πέρασμα από το νοσοκομείο και την καταθλιπτική ζωή που είχε για πολύ καιρό, όταν ήταν απορριπτέος κοινωνικά επειδή δεν ένιωθε να ανήκει μόνο σε ένα από τα δύο φύλλα. Έτσι, μεταξύ 2016-17 ηχογραφεί το The Book of Law που είναι το ανοιχτό ημερολόγιο των εμπειριών του, θέλοντας να βοηθήσει ανθρώπους με τις ίδιες ανησυχίες, να εντοπίσουν το δυνατόν συντομότερα το πρόβλημα. Στο άλμπουμ συμμετέχουν μεγάλες προσωπικότητες όπως ο διάσημος Justin Raisen (Charli XCX, Sky Ferreira, Angel Olsen), η σκηνοθέτιδα του Bowie Floria Sigismondi που επιμελήθηκε τα video clip, o Kim Gordon, η Angel Olsen και η Marissa Nadler. Το μουσικό αποτέλεσμα ; Ίσως μετά από αυτή την τόσο σκληρή ιστορία του Lawrence να μην έχει και τόση σημασία. Ας διαπιστώσει κανείς λοιπόν από μόνος του τη σημαντικότητα ενός από τα πιο ιδιαίτερα pop άλμπουμ της χρονιάς, με τον Rothman να αλλάζει κοστούμια, μεταμφιέσεις και να παραμένει σκοτεινός, βαρύτονος και πάντα ένα κομψό και εντυπωσιακό σημείο καλλιτεχνικής διαφορετικότητας. Όλο το άλμπουμ
εδώ.
16. The Horrors – V
Θα ξεκινήσω με το Machine, τρίτο κατά σειρά κομμάτι του δίσκου, που είναι όσο industrial ακούγεται. Σίγουρα δεν είναι ο γνώριμος ήχος των Horrors αυτός, με τις μακρόσυρτες ψυχεδελικές κιθάρες. Είναι μάλλον μαζί με το Something To Remember Me By που θα κλείσει τον δίσκο, τα δύο τραγούδια που δείχνουν την πορεία αλλαγής ή την ανάγκη της μπάντας για εξερεύνηση. Το μεν με μπάσο και vibe που δεν συναντάμε στο παρελθόν, το δε σε ρυθμική pop στην οποίο επίσης δεν μας είχαν συνηθίσει. Αν πάμε για λίγο πίσω στο Luminous, εκτός από έναν τελείως άλλο και σχετικά αδιάφορο ήχο, θα ακούσουμε και ένα συγκρότημα σχεδόν κουρασμένο και υπό πνευματική παραίτηση. Δε μπορώ να ξέρω γιατί είχαν φτάσει σε αυτό το άσχημο σημείο. Θα υποθέσω πως μετά από τόσα χρόνια ψαξίματος ανάμεσα σε gothic punk, krautrock, νεο-ψυχεδέλεια ακόμη και shoegaze, το 2014 ήταν η πιο μπερδεμένη τους χρονιά, κυκλοφορώντας έναν δίσκο που δεν έμελλε να αφήσει όχι μέτριες αλλά ούτε καν μνήμες σε κανέναν μας.
Τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, οι Βρετανοί αλλάζουν παραγωγό και στη θέση του Craig Silvey τοποθετείται ο άνθρωπος των London Grammar, της Florence and The Machine και της Adele, ο Paul Epworth. Υπήρχε σαφές πρόβλημα προσδιορισμού και ταυτότητας ήχου. Επιτέλους, στη νέα τους δουλειά κάπου πηγαίνουν. To περίεργο είναι πως έχουν δείξει ότι μπορούν και τα είχαν καταφέρει πολύ καλά και με το Strange House αλλά και με το Primary Colours. Ευτυχώς, το Gathering σε psych pop ύφος και το απρόβλεπτα καλό World Below, είναι τα κομμάτια που δείχνουν ότι η καρδιά των επιτυχιών τους δεν έχει πάψει να χτυπά. Το V είναι σίγουρα πιο ξεκάθαρο στυλιστικά από τον προκάτοχο του και με βεβαιότητα το άλμπουμ που τους έδωσε την καθορισμένη ταυτότητα που αναζητούσαν καιρό τώρα. Όλο το άλμπουμ
εδώ.
15. The Luxembourg Signal – Blue Field
Πάμπολλοι shoegaze και dream pop δίσκοι μέσα στο 2017, πράγμα που δείχνει αν μη τι άλλο πως αυτή η σκηνή δεν έχει πεθάνει, παρόλο που ο «θάνατος» μιας μουσικής κατηγορίας δεν εξαρτάται μόνο από την ποσότητα των άλμπουμ που κυκλοφορούν. Για την ιστορία, στις αρχές της δεκαετίας του 90' οι Αμερικανοί Aberdeen μέλη της αγγλικής ανεξάρτητης ετικέτας της Sarah Records, έφεραν σε κυκλοφορία τρία singles μεταξύ 1994 και 1995. Η επιστροφή τους και η στενή σχέση με τον Robert Wratten (Field Mice, Trembling Blue Stars) κράτησε για λίγο ζωντανή την προσοχή του ανεξάρτητου ακροατηρίου μέχρι την τελική διάλυση τους το 2005. Τρία πρώην μέλη των Aberdeen οι Brian Espinosa, Johnny Joyner και Beth Arzy, με τη βοήθεια των Betsy Moyer και Ginny Pitchford, δημιούργησαν τους Luxembourg Signal δίνοντας και ένα άλμπουμ 2014. Τρία χρόνια λοιπόν μετά το ντεμπούτο της, η μπάντα επιστρέφει με ήχο που έχει βάση το twee-pop, τη shoegaze και την dream-pop. Το Blue Field όχι μόνο επιβεβαίωσε τις καλές εντυπώσεις του πρώτου άλμπουμ αλλά ενσωμάτωσε και μια σειρά τραγουδιών γεμάτα προσωπικότητα.
Τα μουσικά στοιχεία μπορεί να είναι και πάλι τα ίδια, όμως οι δύο γυναικείες φωνές της Beth Arzy και της Betsy Moyer, οι ονειρικές κιθάρες και τα πλήκτρα, κρατούν μια σταθερή ρυθμική ζωντάνια. Το κομμάτι που αποκαλύπτεται πρώτο από τα συνολικά δέκα του δίσκου, είναι το καταπληκτικό και σίγουρα εμβληματικό για αυτούς, Laura Palmer. Η όλη ατμόσφαιρα με τη συνεχόμενα πατημένη νότα στα πλήκτρα, τις σκληρές κιθάρες που προς το τέλος του κομματιού θα σπάσουν τα πάντα και οι φωνές των δύο κοριτσιών, θυμίζουν κάτι από συνάντηση των Roxy Music με τους Ultravox. Οι Garbage κάπου στο τέλος του κομματιού ίσως παίρνουν τη σκυτάλη για να κάνουν το κομμάτι τους κι αυτοί. Χρησιμοποιούμε πολλή φαντασία για την περιγραφή ενός κολληματικού τραγουδιού και αυτό που λέμε classic του είδους. Ολόκληρο το Blue Fields περικλείει μια πανέξυπνη ισορροπία μεταξύ αυτής της σαγηνευτικής μελαγχολίας και εκείνης της επικής στόφας που πάντα ξεχώριζε τις καλύτερες δημιουργίες στην indie-pop. Ο δίσκος θα κλείσει με το μαγικό ambient What You're Asking For και είναι όλος
εδώ.
14. 3615 Nuits Blanches – About Last Night
Για την γαλλική ηλεκτρονική μουσική σκηνή νομίζω πως όσα και να γράψει κανείς, θα είναι λίγα για να καλύψουν το αντικείμενο. Καλλιτέχνες όπως οι Jean-Michel Jarre, Cerrone, Daft Punk, ή ακόμη και πιο σύγχρονοι όπως οι Air, Kid Loco, St Germain και M83, κρατούν επάξια τα σκήπτρα των καλύτερων και πιο εμπνευσμένων δημιουργών του είδους. Ένα είδος που απλώνεται από τη Disco και την IDM έως την Synth Pop και την Electronica του σήμερα. Tο 2017 έχει εκπροσώπους της γαλλικής σκηνής που δεν θέτουν απλά τον πήχη ψηλότερα, είναι και υπεύθυνοι για τη δημιουργία πολλών νέων ήχων που σε λίγο καιρό θα αποτελούν νέες μουσικές κατηγορίες. Οι 3515 Nuits Blanches είναι ένα από τα πρωτοεμφανιζόμενα αυτά συγκροτήματα που μάλιστα ήδη διαθέτει τη δική του φιλοσοφία. Το 3615 θα μπορούσε να είναι απλά ένας αριθμός εντυπωσιασμού, όμως δεν είναι. Το 3615Ulla λοιπόν, ήταν μια διαδικτυακή υπηρεσία ερωτικής φύσεως chatroom στα τέλη της δεκαετίας του 80΄ και ο Arnault και η Antonine σκέφτηκαν να το χρησιμοποιήσουν κυρίως ως μια ανάμνηση αλλά και ως συμβολισμό της αγάπης και της νοσταλγίας τους για τη νυχτερινή και ιντερνετική ζωή της Γαλλίας των περασμένων δεκαετιών.
Το δίδυμο από το Παρίσι κατάφερε μέσα σε δυο μόλις μήνες να δημιουργήσει ένα άλμπουμ υπνωτιστικό, αισθησιακό και με τις κατάλληλες δόσεις μελαγχολίας, που η φιλοσοφημένη ηλεκτρονική μουσική πρέπει να περιέχει για να μπορεί να αγγίζει καρδιές. Σίγουρα αυτό το καταφέρνει με κομμάτια όπως το Turn of The Light, το Be Mine και το Last Night. Κι αν κανείς νομίζει πως το About Last Night μένει στις φιλοσοφίες και στα λόγια, ετοιμαστείτε να κουνήσετε ποδαράκι με τραγούδια όπως τα Silent Delight, Don't Wanna Dance και Sexophonia που όντως μας πηγαίνουν στις disco εποχές των 80's.
Η Antonine μικρή άκουγε Bowie, Jethro Tull, King Crimson αν και αργότερα μεταπήδησε σε Kate Bush και περισσότερο κλασικά ακούσματα. Ο Arnault, άκουγε περισσότερη ηλεκτρονική μουσική ακόμη και French House. Το synthwave αποτέλεσμα του About Last Night που μόλις κυκλοφόρησαν, έχει μέσα του όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Synthesizers, drum machines και κιθάρες, μας μεταφέρουν στην εποχή της εφηβείας τους, μαζί με τον μοντερνισμό του σήμερα. Αν προσθέσουμε και την μελαγχολική και αισθησιακή φωνή της Antonine, όλα βρίσκουν την εξήγηση τους. Το ντεμπούτο των Γάλλων είναι ένα πολύ προσεγμένο άλμπουμ σε μια κατηγορία που δύσκολα συναντάμε αντίστοιχη ποιότητα παραγωγής. Όλος ο δίσκος
εδώ.
13. Etienne Daho – Blitz
O Etienne Daho φέτος στα 61 του, συμπληρώνει σχεδόν 37 χρόνια στη δισκογραφία και η όρεξη μας για τη νέα του κατασκευή ανοίγει από το εξώφυλλο κιόλας. Σαν άλλος Marlon Brando από την ταινία
Scorpio Rising του Kenneth Anger πίσω στο 1963, φορά δερμάτινο καπέλο ενώ καπνός τσιγάρου βγαίνει από το στόμα. Σαφής και ξεκάθαρη η αναφορά στο τι πρόκειται να περιέχει η νέα του δουλειά, τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία του. Τι κι αν ο Daho αποτελεί ένα από τα pop είδωλα της Γαλλικής μουσικής για περισσότερα από 30 χρόνια ; Φέτος κάνει μια ριζοσπαστική στροφή-έκπληξη για τους οπαδούς του. Με λιγότερη pop και περισσότερη rock, το Blitz είναι γεμάτο από συναρπαστικές ψυχεδελικές μουσικές. Η λατρεία του γαλλικού κοινού προς το πρόσωπο του, είναι παροιμιώδης. Οι επιλογές του καλλιτέχνη γίνονται αποδεκτές γιατί όσοι τον λάτρεψαν προτιμούν να πιστεύουν σε είδωλα παρά σε φαντασμαγορίες και σε ανόητους εντυπωσιασμούς. Και το γνωρίζει πολύ καλά αυτό ο Etienne, γι' αυτό και ήταν πολύ σίγουρος για αυτή την αλλαγή, την πίστευε.
Από τα πιο εντυπωσιακά και κρίσιμα σημεία για την ποίηση του Daho, είναι ο τίτλος του άλμπουμ και ο συνδυασμός του με το Après Le Blitz, προτελευταίο κομμάτι του δίσκου. Το 14ο άλμπουμ του, γράφτηκε στην Αγγλία, ο ίδιος άλλωστε μένει πλέον στο Λονδίνο. Η λέξη blitz λοιπόν, που στα γερμανικά σημαίνει αστραπή, παραπέμπει στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Χρησιμοποιώντας την απαραίτητη φαντασία, ο Daho στους στίχους του Après Le Blitz λέει:
Le danseur en dessous les bombes, Derniers adieux à l'autre monde δηλαδή Ο χορευτής κάτω από τις βόμβες, Τελευταίος αποχαιρετισμός για τον άλλο κόσμο.
Τα Chambre 29, L'étincelle και Hotel des Infideles κρατούν τον αξιοπρεπέστατο αριθμό 3, ανάμεσα στα συνολικά 12 κομμάτια του άλμπουμ, από τα οποία μπορεί κανείς να διαλέξει προς ραδιοφωνική μετάδοση. Θα προσέθετα άλλο ένα αλλά για κλείσιμο εκπομπής, το Nocturne. Εδώ ο Daho κάνει και την τελευταία έκπληξη του, παραφράζοντας στίχους από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, σε ένα μαγικά ηρεμιστικό τραγούδι. Όλος ο δίσκος
εδώ.
12. Poni Hoax – Tropical Suite
Και ποιος δεν έχει ακούσει κάπου κάποτε τα Pretty Tall Girls και Antibodies του Images Of Sigrid ;! Τα πιο γνωστά κομμάτια των Γάλλων που τους έκαναν γνωστούς, ευτυχώς δηλαδή. Το 2017 η πενταμελής παρέα επέστρεψε με την τέταρτη δουλειά τους, κεφάτη και φορτωμένη με εμπειρίες από το ταξίδι στον κόσμο κατά τη διάρκεια του οποίου ηχογράφησαν και το Tropical Suite. Ήλιος, κοκτέιλ και πισίνες ήταν το μότο τους για αυτή τη δουλειά που τελικά ήταν διασκέδαση αλλά τους βγήκε και μάλιστα επιτυχώς. Cape Town, Sao Paulo και Bangkok, οι πόλεις που πέρασαν γράφοντας και παίζοντας live για να ολοκληρώσουν τον concept δίσκο που ουσιαστικά στηρίχθηκε σε
crowdfunding πόρους για το 52λεπτο ντοκιμαντέρ που τον συνοδεύει, με θέμα την ίδια την ηχογράφηση του. Και πράγματι, οι τροπικές περιοχές που επισκέφτηκαν, έκαναν καλά τη δουλειά τους από πλευράς επιρροής στη διάθεση τους.
Και μην ξεγελαστείτε από το All the Girls που το αγαπήσαμε για πολλούς άλλους λόγους, ο δίσκος περιέχει αμέσως μετά πολλή και θετική ενέργεια. Κομμάτια όπως το I Never Knew You Were You ή το Through The Hall of Shimmering Lights θα σας πείσουν για αυτό. Βασίζεται δε σε ιντερλούδια που έχουν σαφή λόγο ύπαρξης, ενισχύουν τα crescendos και τα ρεφρέν με τρόπο όχι απλά διαδικαστικό και φυσικά κάνουν το άλμπουμ αδιαίρετο από την αρχή του μέχρι και το τέλος. Μπορεί ο Nicolas Ker περιέργως να μην έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστός αλλά για όσους παρακολουθούμε το συγκρότημα εδώ και μια δεκαετία, είναι η one of a kind φωνή που θα δίνει ταυτότητα όπου και ό,τι κι αν τραγουδήσει. Οι Γάλλοι ήταν και είναι πάντα διαφορετικοί από ό,τι παίζει γύρω μας στην disco pop rock μουσική indie κάστα. Επέστρεψαν μετά από πέντε χρόνια για να θυμίσουν πως η pop δεν είναι μόνο φανταχτερές κορδέλες, beat για clubbers. Μπορεί να είναι και new wave μελαγχολία όπως αυτή στα The Wild, Everything Is Real και Belladonna. Συντασσόμεθα. Όλος ο δίσκος
εδώ.
11. Black Swan Lane – Under My Fallen Sky
Για όσους δεν τους ξέρουν και δεν ενδιαφέρονται για μακρές αναλύσεις δίσκων, με τρεις λέξεις: Αγοράστε τον δίσκο. Για όσους πάλι θέλουν το κάτι παραπάνω για αυτή τη κυκλοφορία, ας ξεκινήσουμε με τα βασικά: Οι Black Swan Lane κατάγονται από την Ατλάντα των ΗΠΑ και γράφουν αυτό το δυνατό, μελωδικό rock, που συχνά κορυφώνεται με ένα υπέροχο κρεσέντο συναισθημάτων, ανάμεσα από λαμπερές κιθάρες. Φέτος το Νοέμβριο, ήταν η ώρα της έβδομης δουλειάς τους και ήταν η πιο κατάλληλη γιατί πιθανότατα ίσως αυτό να είναι ό,τι καλύτερο μας έχουν δώσει την τελευταία πενταετία. Όσο κι αν θέλουμε να υμνούμε συγκροτήματα όπως τους πρωτοπόρους Chameleons ή τους μουσικά φίλα προσκείμενους Kitchens Of Distinction και αναπόφευκτα να κάνουμε συγκρίσεις, the time is now όπως είπαν κάποτε και οι Moloko. Στο σήμερα, οι Black Swan Lane επέστρεψαν με τον τραγουδιστή και ιδρυτή τους Jack Sobel να δείχνει πανέτοιμος για την ολική επαναφορά. Το Under My Fallen Sky είναι ένα τόσο ζεστό και φιλόξενο άλμπουμ, που δείχνει πως το μόνο που τους απασχολούσε ήταν να γράψουν έναν καλό δίσκο και τίποτε άλλο.
Το χάσιμο ανάμεσα στις χορδές τις κιθάρας και τις μελωδίες ξεκινά με το Stop to Smile, ο δίσκος δε θα μπορούσε να ανοίξει καλύτερα. Backing vocals στον Jack κάνουν η Gretchen Copeland και η Lauren Fay ενώ δεν μπορώ να βρω κομμάτι που να μη θέλω να σημειώσω στα χαρτιά. Τα The Pain You Suffer Is Gone και Golden Black είναι τα highlights του δίσκου και χωρίς συναγωνισμό τα πιο συγκινητικά. Σε καμία στιγμή του δίσκου επίσης δεν θα νιώσει κανείς απομονωμένος ή το άλμπουμ απροσέγγιστο, παντού υπάρχουν σημεία για να πιαστείς και να θυμάσαι. Φέτος ίσως ήταν η χρονιά του shoegaze, του post-rock και της post-punk. Γιατί όχι ; Πάντως αντί για θρήνους για τα περασμένα μεγαλεία της δεκαετίας του 80' και του 90', θα προτιμούσα να εκτιμούσαμε άλμπουμ σαν αυτό. Επικό, συνεκτικότατο και υπερβολικά όμορφο, μπορεί άνετα να πάρει το τιμόνι από τις μπάντες του Μάντσεστερ και να μας αφήσει Behind your Window να κοιτάζουμε έξω το τοπίο ταξιδεύοντας. By the way, το τελευταίο κομμάτι του δίσκου με αποτελείωσε,
Safe, here with me…. Όλο το άλμπουμ εδώ.
10. Maston – Tulips
Το να είσαι σε θέση να μπορείς να διαμορφώνεις τη δική σου αισθητική, είναι κάτι πολύ σπουδαίο και κατακτιέται δύσκολα αν δεν διαθέτεις το ταλέντο ή τη χάρη. Στην περίπτωση του Αμερικανού Frank Maston, ή απλά Maston όπως είναι το καλλιτεχνικό του, το ταλέντο και η χάρη συμπληρώνονται από τη σκληρή δουλειά και τη συνειδητή στάση απέναντι στα μουσικά πράγματα γύρω του. Όταν χρειάστηκε να κάνει την άλλαγή όπως μας είπε στη συζήτηση που είχαμε μαζί του, την έκανε μεταμορφώνοντας τον ήχο του Shadows του 2013 σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο ήχος του Tulips είναι αυτό που θα λέγαμε σήμερα συλλέκτη εμπειριών. Παρότι βρέθηκε για αρκετό διάστημα στην Ολλανδία, πλάι στον αγαπημένο του φίλο Jacco Gardner συνοδεύοντας τον στην περιοδεία του στην Ευρώπη, δεν έμεινε μόνο σε όσα έζησε εκεί. Θέλησε ακόμη να επισυνάψει με τρόπο τόσο ταιριαστό, τα όσα κατά καιρούς άκουγε από Ιταλούς και Γάλλους συνθέτες. Έτσι ήρθε η ώρα για το Tulips, έναν δίσκο – soundtrack που στέκεται τόσο δυνατά στα αυτιά κάθε ακροατή, παρότι οι ήχοι του εξιστορούν κάτι αόρατο, κάτι εντελώς φανταστικό.
Η όλη αισθητική του εξώφυλλου, του οπισθόφυλλου αλλά και των label του βινυλίου, μοιάζουν με φόρο τιμής στην πάλαι ποτέ κραταιά ολλανδική Philips. Η γραμματοσειρά, τα μοτίβα, ακόμη και ο προφανής τίτλος με τις τουλίπες, αναφέρεται στις Κάτω Χώρες, όπου ο Αμερικανός προφανώς πέρασε δημιουργικό χρόνο. Και μιας και αναφερθήκαμε στον χρόνο και σε ό,τι αφορά τα συνολικά 24 λεπτά διάρκειας, μάθαμε πως αρχικά αυτά ήταν 30 αλλά ο δίσκος τυπώθηκε για παίξιμο στις 45 στροφές/λεπτό, κάτι που επιτρέπει φυσικά καλύτερη ποιότητα ήχου (hi-fi), αφού οι αυλακώσεις απλώνονται σε μεγαλύτερη επιφάνεια. Στo καθαρά μουσικό κομμάτι της νέας δουλειάς του Frank, ο καλλιτέχνης ουσιαστικά καταφέρνει να συνθέσει δώδεκα μουσικά θέματα που δένουν και συνυπάρχουν τόσο αρμονικά, όσο η μουσική ενός φίλμ το οποίο επιτρέπει στον καθένας μας να γίνει πρωταγωνιστής και φανταστικός ήρωας. 60's Pop-Rock, Bossa ακόμη, διαστημικά πλήκτρα ρετρό κιθάρες και καθόλου φωνητικά, είναι η αισθητική που μας μεταφέρει πανεύκολα σε εποχές όπου κάποιοι Ιταλοί μαφιόζοι θα έψαχναν για το επόμενο θύμα τους ή ο Jean-Paul Belmondo θα έπιανε κουβέντα με κάποιες μυστηριώδεις γυναίκες σε κάποιο μπαρ του Παρισιού.
Ο Maston δοκίμασε να ακουμπήσει και πάλι την ψυχεδελική library μουσική σε βαθμό που να εξασφαλίζεται η αποφυγή του άσκοπου θορύβου. Υπάρχει μπόλικος άλλωστε σε όλη την γκάμα αυτού του είδους της μουσικής. Ο δίσκος θα ταίριαζε άριστα με τη μουσική φιλοσοφία της Βρετανικής Ghost Box. Παρόλα αυτά, η Phonoscope είναι πλέον το Label που ο ίδιος ήδη τρέχει και σκοπεύει να επεκτείνει περισσότερο. Περιττό να πουμε πως το Tulips εκτιμάται ως ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, για όσους αγαπούν την ιταλική library, την soft psychedelia και τα 60's. Όλος ο δίσκος
εδώ.
9. Pumarosa – The Witch
Ο δίσκος για τον μήνα Μάιο του 2017 και τελικά ένας από τους καλύτερους κατά την άποψη μας, κυκλοφόρησε από τους Βρετανούς Pumarosa. Ναι τόσο απλά, μια αληθινή δισκάρα σε εποχές που υπάρχει πενία έμπνευσης και πρωτοτυπίας. Το Priestess, ένα από τα μεγάλα κομμάτια του άλμπουμ, δεν μας ήταν άγνωστο. Κυκλοφόρησε πριν δύο σχεδόν χρόνια σε ένα 12ιντσο, από τη μπάντα που τότε μας πρωτοσυστήθηκε με τους alternative rock ήχους της σε ένα γενικότερο industrial περιβάλλον. Το κομμάτι, από τα απίστευτα φωνητικά της Isabel Munez-Newsome, έφτανε σε ένα το κακόφωνο τέλος αφού πρώτα περνούσε από επικά σαξόφωνα και τις δυνατές χαοτικές κιθάρες, για να καταλήξει σε ένα επικό επτάλεπτο τραγούδι. Αρχικά είχα την εντύπωση πως το πρώτο τους single είναι ένα πείραμα που αν τους έβγαινε θα τους έβγαινε.
Ακούγοντας σήμερα συνολικά το ντεμπούτο δίσκο τους The Witch, το μόνο που μένει να πούμε είναι πως οι Pumarosa έχουν θέμα άκρως ενδιαφέρον, παρότι ο τρόπος γραφής τους θυμίζει πολύ τις συμπατριώτισσες τους Savages αλλά και το τραγούδισμα της Karin Dreijer από τους Σουηδούς The Knife. Επικό, επεκτατικό και απρόβλεπτο, με τραγούδια που θα αγγίξουν πολλές μουσικές πτυχές μέσα μας. Και η ουσία αυτής της διαπίστωσης βρίσκεται στα υπόλοιπα κομμάτια της κυκλοφορίας. Για παράδειγμα, το άγριο Lion's Den, το φανταστικό My Gruesome Loving Friend και το ραδιοφωνικότατο Red, είναι τρία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο το The Witch είναι ένας δίσκος που θα σε κάνει να προσπαθείς διαρκώς να μαντέψεις τη συνέχεια. Κοινώς, με το ενδιαφέρον αμείωτο, το άλμπουμ είναι ένας αληθινός μουσικός μαγνήτης για όσους εύκολα απορρίπτουν ή βαριούνται τις επαναλήψεις και τη στασιμότητα. Όλο το άλμπουμ
εδώ.
8. Goran Kajfeš Subtropic Arkestra – The Reason Why Vol. 3
To The Reason Why Vol. 3 των Goran Kajfes Subtropic Arkestra, είναι το τρίτο και τελευταίο άλμπουμ μιας τριλογίας που ξεκίνησε πίσω στο 2013 και είχε ήδη αποφασιστεί να λήξει στο τρίτο της μέρος. Όχι επειδή ο μουσικός θόλος που τον ενέπνευσε και τον επηρέασε στο να φτιάξει αυτή την πανέμορφη συλλογή με διασκευές από τόσα και τόσα είδη μουσικής έχει αδειάσει αλλά μάλλον επειδή
«Ήταν μια απίστευτα ικανοποιητική εμπειρία για τον ήχο και την ανάπτυξη του συγκροτήματος, είναι τώρα καιρός όμως να κοιτάξουμε προς τα εμπρός και να δούμε τι θα ακολουθήσει για την Subtropic Arkestra» όπως λέει ο ίδιος. Με άλλα λόγια, η μπάντα θα συνεχίσει να υπάρχει αλλά η μουσική που θα παίζει θα είναι τελείως δικών της συνθέσεων. Σε αυτό το άλμπουμ, μπορεί κανείς να βρει την άποψη του Κροάτη Goran, για το πως φαντάζεται μια jazz διασκευή σε κομμάτια του Αιθίοπα keyboard player Hailu Mergia, σε συνθέσεις του πρωτοπόρου της Γαλλικής ηλεκτρονικής μουσικής Bernard Fevre ή ακόμη και την περίεργη pop των Αμερικανών Panda Bear.
Μια ιστορία που ξεκινά κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 70', όταν ο Goran γεννιέται από Κροάτες γονείς που παίζουν πιάνο και έχουν σχέδια για μετανάστευση στην Αμερικανική ήπειρο. Η Σουηδία υπoτίθεται πως θα ήταν απλά η ενδιάμεση στάση της οικογένειας πριν το ταξίδι για τη Νέα Υόρκη, όμως αποφασίζουν πως η Σουηδία τους αρέσει και μένουν εκεί για πάντα. Έκτοτε, ο Goran θα φοιτήσει σε μουσικό σχολείο και θα γαλουχηθεί από μικρός με jazz μουσικές όπως αυτές της τρομπέτας του μεγάλου Dizzy Gillespie. Η συνέχεια δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική για έναν μουσικό που εκτός από φαντασία διαθέτει και την απαραίτητη όρεξη να ακούει πολλή και καλή μουσική, το μόνο κριτήριο επιλογής άλλωστε των κομματιών που απαρτίζουν τη συλλογή.
Ανακαλύψτε τον καλλιτέχνη που το 2015 (The Reason Why Vol.2) διασκεύασε μέχρι και το Yet Again των Grizzly Bear, έναν μουσικό που ακούει από Τουρκική folk jazz των 70's μέχρι σύγχρονη pop αλλά παρόλα αυτά έχει τη δική του μουσική φιλοσοφία, τον δικό του χαρακτηριστικό ήχο ενώ πάνω από όλα απολαμβάνει να βλέπει τους σπουδαίους μουσικούς με τους οποίους συνεργάζεται, να εκφράζονται ελεύθερα. Όλος ο δίσκος
εδώ.
7. Charlotte Gainsbourg – Rest
Το Rest δεν έχει απλώς καλά κομμάτια – όμορφες μουσικές, έχει και στίχους γραμμένους εκ βαθέων ψυχής. Τραγούδια-εξομολογήσεις για όσα δεινά η ίδια η Gainsbourg πέρασε, περνά και θέλει να τα κάνει δημόσιο θέαμα, να τα μοιραστεί.
Η ίδια γνωρίζει πόσο ευπαθή είναι αυτά τα ζητήματα, παρεξηγούνται, παρερμηνεύονται. Στο νέο της άλμπουμ, η Γαλλίδα δεν αποκαλύπτει μόνο τον πόνο της αλλά τον επικοινωνεί προσκαλώντας τους ακροατές να παρακολουθήσουν. Θα μπορούσε να απομονωθεί ή και να πέσει σε κατάθλιψη.
Δεν το κάνει όμως, βρίσκει το θάρρος να βγει και να μιλήσει για όλα αυτά σε όλους. Αυτή ή άρνηση της να παραιτηθεί νιώθοντας μικρή μπροστά στην τεράστια σκιά της θλίψης, προσωπικά με γοήτευσε περισσότερο από κάθε τι στο νέο της άλμπουμ.
Χωρίς τη δυνατότητα υπερανάλυσης μέσα από ένα σύντομο review, ερμηνεύοντας στίχους που είναι γραμμένοι και στα γαλλικά, θα πω πως το Rest είναι ένα απίστευτα προσωπικό άλμπουμ και όσο ωμοί είναι οι στίχοι, άλλο τόσο πιο ασυγκράτητη γίνεται και η μουσική του. Το Lying with You μιλά για την εικόνα του να ξαπλώνει δίπλα στον νεκρό πατέρα της. Το Kate αναφέρεται στον θάνατο της ετεροθαλούς αδελφής του Gainsbourg, ενώ το Les Oxalis που βρίσκεται στο τέλος του δίσκου, μιλά για την επίσκεψη της στον τάφο της αδελφής της. Κακά τα ψέματα η Charlotte ήταν γνωστή πριν καν ακόμη περπατήσει, ως η κόρη του Serge και της Jane Birkin. Παρόλα αυτά και την σχεδόν εξασφαλισμένη καριέρα, η ίδια δεν έδειξε ποτέ να επαναπαύεται. Αντιθέτως, πάντα επέλεγε με προσοχή τους συνεργάτες της και ξεδίπλωνε το αληθινά υπαρκτό ταλέντο της με απόλυτη μαεστρία.
Ηip-Ηop, synth pop, ψυχεδέλεια και γαλλική new wave είναι αυτή τη φορά τα είδη που μπλέκονται στον πέμπτο της δίσκο, με τους στίχους να ανήκουν όλοι στα δικά της χέρια και με συνεργασίες ονόματα όπως οι Paul McCartney, Owen Pallett, Connan Mockasin και Guy-Manuel των Daft Punk. Όσο προσπαθούσα να μεταφράσω στίχους, να εμβαθύνω στα νοήματα και τελικά να καταλάβω τα λεγόμενα της Charlotte, ανακάλυψα ένα τεράστιο λεύκωμα ζωής. Συγκλονιστικό να διαβάζεις τη διήγηση της ίδιας της πρωταγωνίστριας και φυσικά μιας εξαιρετικής καλλιτέχνιδας. Όλο το άλμπουμ εδώ
6. Grizzly Bear – Painted Ruins
Ας ξεκινήσουμε ανάποδα, δηλαδή με ένα συμπέρασμα. Οι Grizzly Bear καλά έκαναν και άργησαν να επιστρέψουν, γιατί πρόσεξαν πολύ το τελικό προϊόν και μας έδωσαν το πιο επιτυχημένο τους άλμπουμ μέχρι σήμερα. Και όπως όλοι οι καλοί δίσκοι υμνούνται και αρκετό καιρό μετά την κυκλοφορία τους, έτσι και το Painted Ruins, είμαι σίγουρος ότι θα εγκωμιαστεί σε μεγαλύτερο βαθμό όσο ο καιρός περνά. Η επιστροφή των Grizzly Bear μας θύμισε τον λόγο για τον οποίο θεωρούνται ένα από τα καλύτερα και αμιγώς εκπροσωπούντα την indie rock, συγκροτήματα. Το ταλέντο κάθε μέλους, στο νέο τους άλμπουμ πραγματικά βρίσκει όχι μόνο τον απαραίτητο χώρο και ελευθερία έκφρασης αλλά και την ισορροπία ανάμεσα στα άλλα μέλη της μπάντας.
Πέντε χρόνια μετά το καταπληκτικό Shields, οι Grizzly Bear δεν ακούγονται στα αυτιά μας ίδιοι. Ακούγονται σίγουρα ανανεωμένοι και έχοντας φρεσκάρει τον alternative folk ήχο τους που παρότι θολός έχει πάντα αυτή την περιβόητη πληθωρικότητα των συγκροτημάτων με στόφα. Droste και Rossen εναλλάσσονται στο τραγούδι και αυτό κάνει καλή εντύπωση. Άλλη μια επιβεβαίωση της ωρίμανσης και της εδραίωσης ειλικρινούς και ανιδιοτελούς συνεργασίας. Τα 48 λεπτά του άλμπουμ δε βγάζουν σε καμία περίπτωση βαρεμάρα, μόνο εφευρετικότητα και αστείρευτη ομορφιά. Το Painted Ruins, στην εποχή της λίστας αναπαραγωγής και της τυχαίας ακρόασης ακούγεται από άκρη σε άκρη ενιαίο. Μαζεύοντας ταχύτητα, θα ξεκινήσει από το σχεδόν καταθλιπτικό Wasted Acres και θα φτάσει στην κορύφωση του με το Sky Took Hold . Φλάουτα, σαξόφωνα, μερικά ηλεκτρονικά πνευστά και ένα drumbeat σαν από ορχηστρικό θέμα ταινίας, μέχρι την ηχητική του κατάρρευση στο τέλος. Ανυπομονώ να ακούσω live εκτελέσεις από τα Three Rings και Aquarian όπου θα φανεί το μεγαλείο της μπάντας αυτής. Σχεδόν όλα τα κομμάτια του δίσκου είναι παιγμένα στο χέρι, χωρίς απομιμήσεις οργάνων με χρήση υπολογιστών, σπουδαίο πράγμα για το σήμερα. Όλος ο δίσκος
εδώ.
5. Cigarettes After Sex – Cigarettes After Sex
Για όσους τους ξέρουμε και τους αγαπάμε από το 2012, οπότε και τους γνωρίσαμε με το Nothing's Gonna Hurt You Baby, δε χρειάζεται ερώτημα γιατί αυτός ο δίσκος στην 20αδα. Οι κιθάρες τους δεν μοιάζουν με κάτι αντίστοιχο σημερινό. Ο ήχος των Cigarettes After Sex διαφοροποιείται ακόμη και από μπάντες όπως οι XX, οι Beach House ή οι Still Corners που υποτίθεται πως συμπορεύονται στο είδος της dream και ambient pop. Μη μπερδευτείτε αναζητώντας τη γυναικεία παρουσία του συγκροτήματος, δεν υπάρχει. Η φωνή και οι στίχοι ανήκουν στον frontman και ιδρυτή του project Greg Gonzalez. Δε μπορώ να ξέρω κατά πόσο αυτό το καταφέρνει με effects ή απλή αλλαγή της φωνής του όταν τραγουδά, το μόνο σίγουρο είναι πως αυτή η ανδρόγυνη φύση του είναι ένα όνειρο. Συγκινητικοί, γεμάτοι συναισθήματα και με μια γοητεία μελαγχολική που απλά σε αφήνει ακίνητο, ανήμπορο να αντιδράσεις κινητικά σε αυτό που ακούς.
Το χρώμα τους δε θα μπορούσε να είναι άλλο από το ασπρόμαυρο, αυτό που αφήνει περιθώρια στον καθένα, για κάθε χρωματική φαντασία. Ένας νεορομαντισμός που οι Αμερικανοί από το Μπρούκλιν, δεν χρησιμοποιούν για εντυπωσιασμό και εμπορικούς λόγους. Ο ίδιος ο Gonzalez λέει πως οι στίχοι και τα τραγούδια του είναι πάνω από όλα καθαρτικοί για τον ίδιο. Μην κάνετε το λάθος να κρίνετε τον δίσκο βάση αυτής της μονότονης ροής του. Κακά τα ψέματα, η έννοια συνειδητοποιημένος ακροατής, δεν υπάρχει όταν προσπαθείς να αξιολογήσεις κάτι. Ή σου αρέσει ή δεν σου κάνει αίσθηση. Το μόνο λάθος που μπορεί να κάνει κανείς ακούγοντας το Cigarettes After Sex, είναι να μην προσπαθήσει να ενσωματωθεί για να νιώσει αυτό το mood γλυκιάς μελαγχολίας που ο καλλιτέχνης κατασκεύασε ιδανικά. Όλος ο δίσκος
εδώ.
4. Daprinski – Chorégraphies de l'ordinaire
Η Γαλλική ορχηστρική pop στα καλύτερα της. Ναι, από εκείνες τις μουσικές που έχουν λόγο ύπαρξης, που θα μείνουν για να τις θυμόμαστε, που έχουν εκτόπισμα και δημιουργήθηκαν με τόση εσωτερική εμβάθυνση. Οι Χορογραφίες της Καθημερινότητας μπορεί να είναι ένας σουρεάλ τίτλος για άλμπουμ, όμως περιγράφει επακριβώς τη μαγεία που περιέχει η κατά τα άλλα υποτιμημένη καθημερινότητα μας. Ο Benoît D'Aprigny, όπως είναι το πραγματικό όνομα του ανθρώπου πίσω από το project, μας δίνει την εξαίσια ευκαιρία να αναλογιστούμε πόση ποίηση και δύναμη πηγάζει από την καθημερινότητα που ο καθένας μας ζει, μέσα στην εν γένη μοναχική ύπαρξη του. Καθημερινές συνήθειες, οπτικές αισθήσεις, περιπλανήσεις, συναντήσεις με ανθρώπους, ονειρικές σκέψεις, αρώματα… Από όλα αυτά τα υπαρξιακά θραύσματα ο Daprinski εμπνεύστηκε για να φτιάξει το Chorégraphies de l'ordinaire.
Σε ένα φανταστικό θέατρο, ο καλλιτέχνης γίνεται σκηνοθέτης και ηθοποιός του εαυτού του και δικός μας. Με όργανα του την πανδαισία που δημιουργούν το πιάνο, τα έγχορδα, τα κρουστά και η θυληκή παρουσία της φωνής της Shan Jiang, κάνει δύσκολη την μουσικά ορθολογιστική ανάλυση. Τόση ποίηση και συμβολισμοί, με αποτέλεσμα τόσο επικό αλλά και τόσο οικείο μαζί. Στα επιμέρους συγκλονιστικά του δίσκου, τραγούδια όπως το Le dernier homme, Intrigue και Pleurs sur la ville, μπορεί να δείχνουν εν πρώτοις μελαγχολικά, μεταφέροντας θλίψη και αγωνία, συντελούν όμως στην απελευθέρωση, την έκρηξη συναισθημάτων. Μεγάλο πράγμα η αποσυμφόρηση και η εξιλέωση. Ακόμη και τα κομμάτια ιντερλούδια (Le début du bonheur, Choregraphie du départ) είναι τοποθετημένα στα σημεία που o Benoît θα δώσει χρόνο στον ακροατή να πάρει ανάσα, να ξεπλύνει από μέσα του ότι στενάχωρο έχει μείνει και να πάει παρακάτω.
Στις συστάσεις του δίσκου, ο Daprinski γράφει κάπου:
Η αρχή της ποίησης είναι η ανθρώπινη φιλοδοξία προς μια ανώτερη Ομορφιά, όπως λέει ο Γάλλος ποιητής Baudelaire. Πράγματι, νομίζω πως ο Daprinski μας προσκαλεί να πλησιάσουμε αυτή την ανώτερη ομορφιά, μέσα από αυτό το εξαιρετικό υπαρξιακό πρίσμα και μέσω της αμέτρητης μεγαλοπρέπειας που αποπνέει ο δίσκος του. Το μόνο που με στεναχώρησε με αυτή την κυκλοφορία, είναι η αποκλειστικά ψηφιακή διάθεση του στο κοινό. Ελπίζω σύντομα η Alter K να το κυκλοφορήσει και σε physical μορφή, το αξίζει απόλυτα. Όλο το άλμπουμ εδώ.
3. Moderate Rebels – The Sound Of Security
Last but not least ή κοινώς τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό. Στο τελείωμα της χρονιάς και ενώ πάνω-κάτω η αγαπημένη φετινή 20αδα είχε ξεκαθαρίσει, οι Moderate Rebels ανέβηκαν στο βαγόνι του μουσικού τρένου της χρονιάς με το ντεμπούτο τους The Sound Of Security. Και λέμε τελευταία στιγμή γιατί δεν τους υπολογίζαμε καν ως ύπαρξη, αν και το πρώτο τους επίσημο EP ήρθε κι αυτό μέσα στο 2017 με δύο από τα τραγούδια του να υπάρχουν και στο άλμπουμ. Και τι ακριβώς ήρθε να κάνει η τετράδα από το Λονδίνο ; Όπως οι ίδιοι λένε στο μικρό μανιφέστο που συνοδεύει τη μουσική τους, προσπαθώντας να προλάβουν την απόσπαση της προσοχής μας:
The point was to remove ourselves, our beliefs and our intentions as much as possible, to just let it happen. It's never been about us, we want to make music that aims at being more important than that.Τίμια και αποστομωτική δήλωση που υποστηρίζουν εμπράκτως με τα 13 τραγούδια που περιλαμβάνει η δυστυχώς μόνο ψηφιακή τους κυκλοφορία (μέχρι στιγμής τουλάχιστον).
Προσπαθώντας να αφαιρέσουν τον εαυτό τους και να αφήσουν τη μουσική να μιλήσει, χρησιμοποιούν τους ελάχιστους επίσης στίχους τους με τρόπο σοφό. Στο ίσως πιο ραδιοφωνικά ελκυστικό από τα τραγούδια τους When the Cost Has No Value, τοποθετούνται πολιτικά περιγράφοντας το κοινωνικό χάσμα της εποχής μας. Θα μου πείτε, μας λείπουν οι πολιτικοποιημένοι στίχοι ; Όχι, μας λείπει όμως η πρωτοτυπία και η διορατικότητα στην τοποθέτηση, κάτι που όπως φαίνεται διαθέτουν οι Moderate Rebels. Προσωπικά, εκτός από τη γενικότερη post-psych ατμόσφαιρα ακούω πρώιμους Velvet Underground, ακούω επαναστατικές ρίμες αλα Kate Tempest, ακούω και krautrock εμπνευσμένο από ολίγον τι από Stereolab. Οι πιτσιρικάδες τραγουδούν όλοι μαζί, χρησιμοποιούν λίγα και αφαιρετικά όργανα χωρίς καθόλου αχρείαστους θορύβους εντυπωσιασμού ενώ τα περισσότερα από τα τραγούδια τους είναι instrumental. Συμβουλή: ενημερώστε τον γείτονα να φορέσει τα ακουστικά του και ακούστε στη διαπασών την αλαζονικά αδιάφορη για ότι συμβαίνει γύρω της παρέα από το Λονδίνο, να παίζει δυνατά αυτό το post-rock αριστούργημα. Εμείς ήδη τους λατρέψαμε. Όλο το άλμπουμ
εδώ.
2. The Buttertones – Gravedigging
Για να πούμε την αλήθεια, από το 2013 κιόλας γνωρίζαμε πάνω-κάτω τι καπνό φουμάρουν τα Αμερικανάκια από το L.A. Το θέμα όμως δεν ήταν αυτό, το θέμα ήταν πως ξέραμε και πόσο θεότρελοι είναι ως μουσικές ιδιοσυγκρασίες. Ε, δεν ήθελαν και πολύ για να το κάνουν άλλη μια φορά λιανά με το άκρως επικίνδυνο Gravedigging. Και λέμε επικίνδυνο γιατί στην κυριολεξία ο Richard Araiza βγάζει μια μανία, σε προετοιμάζει για το κακό. Κακό που ποτέ δε συμβαίνει φυσικά, αν και μπορεί να τρομάξεις με τους καταιγιστικούς ρυθμούς των κομματιών, να παρασυρθείς στο σπιράλ της παράνοιας της φωνής του όταν τσιρίζει στο μικρόφωνο και εν τέλει να καταλάβεις γιατί το σαξόφωνο ήταν απαραίτητη μουσική προσθήκη για αυτό το έγκλημα.
Το Matador λοιπόν, κάπου εκεί στην άνοιξη του 2017, μας παίρνει τα μυαλά. Το χορεύουμε παντού στο repeat κάνοντας το garage και surf rock να μοιάζει σαν να γεννήθηκε για τη γενιά μας. Φρενίτιδα που έρχεται από τα 60's και θα έδενε γάντι με ταινία του Quentin Tarantino αφού ο Araiza είναι τόσο χαοτικά θεατρικός στο τραγούδι αλλά και στα video clip της μπάντας. Ο αφανής ήρωας της μαγικής πεντάδας, είναι ο σαξοφωνίστας London Guzman. Άλλοτε βαρύτονο όπως στο Gravedigging, άλλοτε προσυπογράφοντας τη μελωδία όπως στο Matador και άλλοτε σέξι όπως στο I Ran Away, το σαξόφωνο είναι το μυστικό συστατικό που έκανε αυτό το άλμπουμ να ξεχωρίσει. Ατόφιες ψυχεδελικές groovy ψυχές οι Buttertones, με ήχο κάτι ανάμεσα σε Night Beats, Ty Segall και Thee Oh Sees, μας χάρισαν το πιο παράτολμα χορευτικό rockabilly άλμπουμ του 2017. Όλος ο δίσκος
εδώ.
1. The Heliocentrics – A World Of Masks
Αν είχα να επιλέξω ένα φετινό άλμπουμ του οποίου την κατηγορία δεν κατάφερα να προσδιορίσω, αυτό θα ήταν σίγουρα το A World Of Masks. Kλισέ δεν είναι όποιος δεν υπακούει στα τετριμμένα και οι Λονδρέζοι όχι απλά δεν υπακούν στα τετριμμένα αλλά φέτος παρουσίασαν και έναν εντελώς διαφορετικό ήχο από αυτόν που ξέραμε. Η μπάντα που ήταν σχεδόν πλήρως instrumental τα περασμένα χρόνια με έναν psych jazz ήχο και αρκετή ελευθερία στον αυτοσχεδιασμό, πλέον διαθέτει φωνητικά από την Barbora Patkova. Η σημασία όλης της μουσικής ανυπακοής και της αλλαγής προς το αναπάντεχο, βρίσκεται στο αποτέλεσμα που δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από αυτό το κράμα βαλκανικής μουσικής με επιρροές από το Μαρόκο και την Τουρκία. Αυτή η πολύπλευρη καταγωγή των Heliocentrics στον νέο τους δίσκο, είναι που του δίνει την κομψότητα και την αληθινή κλάση.
Παρά το ριψοκίνδυνο του πράγματος, η προσθήκη φωνής περιέργως λειτούργησε άψογα για το γκρουπ. Γιατί όχι; Οι Βρετανοί είχαν από παλιά ανατολίτικες μουσικές αναζητήσεις ακόμα και προς το ροκ. Ξεχνά εύκολα λοιπόν κανείς πως η τραγουδίστρια είναι μόλις ελάχιστο καιρό μαζί τους αφού φωνή της Patkova είναι προσαρμοσμένη σε αυτό που ζητούν να εκπέμψουν. Μια αλλαγή ναι μεν πρωτάκουστη, που θα διατηρεί δε το ίδιο μουσικό σκεπτικό. Οι Heliocentrics και ειδικότερα ο Jake Ferguson και ο Malcom Catto που ασχολήθηκαν με την παραγωγή, έκαναν εξαιρετική δουλειά. Όσοι έχετε την ευκαιρία να το ακούσετε από πικάπ, θα νιώσετε το μπάσο και τα τύμπανα να ακούγονται ξεκάθαρα ως οδηγοί όλων των υπόλοιπων οργάνων. Κοσμική jazz ή ανατολίτικη μουσική από τα 70's ; Ότι κι αν επιλέξω ίσως και πάλι να κάνω λάθος. Ο ήχος τους δεν δεσμεύεται, δεν κατηγοριοποιείται. Τα είδη ως μουσικοί συντελεστές, από την ελεύθερη hip-hop έως την ψυχεδέλεια έχουν αποτέλεσμα και ρετρό και προοδευτικό. Τα Human Zoo και The Silverback είναι μοντέρνα αλλά θα μπορούσαν και να έρχονται από μια παρελθούσα εποχή. Όλος ο δίσκος
εδώ.
Ο Μιχάλης Αποστόλου είναι ραδιοφωνικός παραγωγός