Η μουσική είναι συνδεδεμένη με όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας κι αν συχνά το ξεχνάμε, είναι η μόνη αλήθεια. Όπως έλεγε και ο Κώστας Χατζής,Όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζει η γη με ζωγραφιά και συ την πήρες σοβαρά. Κάθε χρόνο που τα πάμε και χειρότερα ως ανθρωπότητα, η ίδια διαπίστωση. Τσακωνόμαστε για θρησκείες, πολιτικές μπούρδες, χρήμα και κάθε είδους λόγο για να χωριστούμε σε στρατόπεδα και να αρχίσουμε τον πετροπόλεμο. Νομίζω πως σαν παιδιά, υπήρξαμε πιο ώριμοι. Οικουμενικά, το ανθρώπινο είδος έχει βαλθεί να καταστρέψει τον ίδιο του τον εαυτό και τις συνθήκες που θα επιτρέψουν τη ζωή στον πλανήτη. Γιατί η Γη μια χαρά θα υπάρχει σαν μια χωμάτινη σφαίρα, απλά δε θα μπορεί να κατοικήσει άνθρωπος πάνω της.
Στα μουσικά του 2016, θα λέγαμε πως το έτος δεν σημαδεύτηκε από κάποια κυκλοφορία σταθμό, ή από κάτι που να ξεχωρίζει πολύ πάνω από τον μέσο όρο των καλών παραγωγών. Το DIY κύμα της ανεξαρτητοποίησης πολλών νέων κυρίως καλλιτεχνών, καλά κρατεί, ελέω διαδικτύου βεβαίως. Φέτος, επέστρεψαν τεράστια ονόματα και projects που πιστεύαμε πως είxαν μπει στον πάγο. Το αν έκαναν σωστά που επέστρεψαν, είναι στην κρίση του καθενός. Η ιστορία γράφει της σελίδες της και αυτές θα είναι προσβάσιμες οποιαδήποτε στιγμή για κριτική και σκέψη.
Κατά τα άλλα και επειδή πολλή συζήτηση έγινε για την επιστροφή του βινυλίου και των πωλήσεων του σε σχέση με την ψηφιακή μουσική, σκέφτηκα ότι: Με έξι ευρώ σήμερα, μπορείς να αγοράσεις μια μηνιαία συνδρομή στο spotify και να έχεις μια τεράστια βάση δεδομένων μουσικής, διαθέσιμη μαζί σου παντού. Γιατί να αγοράσεις mp3 ; Από την άλλη, το βινύλιο απαιτεί ένα σωστό και τις περισσότερες φορές ακριβό ηχοσύστημα, για να ακουστεί ικανοποιητικά. Επίσης, το πικάπ και οι δίσκοι προϋποθέτουν χώρο και χρήματα. Νομίζω λοιπόν, πως αρκετοί κάνουν λάθος και άλλοι απλά γράφουν παραπλανητικά με σκοπό το κέρδος και τίποτε άλλο. Δεν ξέρω αν αυτό το vinyl revival σύντομα ξεφουσκώσει, είναι όμως αξιοσημείωτο και ενθαρρυντικό για τη μουσική.
Το 2016, ένα σωρό αγαπημένοι καλλιτέχνες έφυγαν από κοντά μας. Ο David Bowie, ο Prince, Leonard Cohen, το μυαλό πίσω από τους Beatles, Sir George Martin, ο φιλόσοφος Umberto Eco, ο κιθαρίστας των Eagles, Glenn Frey, ο ιδρυτής των Earth Wind and Fire, Maurice White, ο ηθοποιός Alan Rickman, ο μεγάλος κωμικός Gene Wilder, ο jazz τραγουδιστής Billy Paul και η δική μας Άννα Συνοδινού, είναι όσοι πρόχειρα θυμάμαι. Όχι μια καλή χρονιά.
Ακούγοντας ξανά και ξανά τα είκοσι άλμπουμ την ώρα της γραφής, όπως θα διαβάσετε (με υπομονή ελπίζω) παρακάτω, διαπίστωσα και πάλι αυτό που συνειδητοποιώ κάθε Δεκέμβρη τέτοιες μέρες: Έχουμε πάψει να απολαμβάνουμε τη μουσική, βιαζόμαστε να πάμε στο επόμενο track, στον επόμενο δίσκο. Η εκ νέου ακρόαση, με έκανε να ανακαλύψω τόσα κομμάτια που θεώρησα μέτρια ή ανάξια να επαναληφθούν είτε στο ραδιόφωνο είτε στα ακουστικά και τα ηχεία μου.
Ας προσπαθήσουμε να είμαστε περισσότερο υπομονετικοί και προσεκτικοί με την κάθε είδους μουσική, αδικούμε πάνω από όλα τους καλλιτέχνες. Είθε το νέο έτος να μας γεμίσει με ατελείωτες ώρες καλής μουσικής και να μας κάνει να αναφωνήσουμε για ακόμα μια φορά: Ας είχα τρεις ζωές, να τα ακούσω όλα. Καλή χρονιά !
Cavern of Anti-Matter – Cavern of Anti-Matter
Οι
Cavern of Anti-Matter είναι το νέο project του Tim Gane από τους Stereolab και η νέα του δουλειά περιλαμβάνει ήχους από πλείστα είδη και τεχνοτροπίες. Μπορεί κανείς να ακούσει από Krautrock, techno μέχρι electronica και πολλά παρακλάδια της. Το κυρίως πιάτο στο τριπλό αυτό βινύλιο, είναι το τζαμάρισμα και ο αυτοσχεδιασμός. Η μπάντα, αν και απαρτίζεται από γνωστά μέλη από παλιότερα projects, έχει την μικρή της ιστορία που ξεκινά πίσω στο 2013, με την κυκλοφορία του Blood-Drums. Ο Gane μαζί με τον Holger Zapf και πλέον και τον drummer των Stereolab Joe Dilworth, ανακοινώνουν πέρυσι τον Νοέμβριο το νέο δίσκο, με πρώτο single το Melody in High Feedback Tones και κάνουν τους λάτρεις του είδους να αναρωτιούνται. Οι τρεις συνεργάτες, ζουν πλέον στο Βερολίνο και με το Void Beats /Invocation Trex νομίζω πως μπαίνουν ξανά στο δωμάτιο της μουσικής με τον καταλληλότερο τρόπο. Γράφουν έναν συναρπαστικό δίσκο και η λέξη αυτή αρκεί. Από το δωδεκάλεπτο Tardis Cymbals στο άνοιγμα του δίσκου, όλα θυμίζουν Stereolab. Και η μαγεία είναι πως παρότι τέσσερα κομμάτια του δίσκου ξεπερνούν τα οκτώ λεπτά σε διάρκεια, κανένα δεν γίνεται κουραστικό με τον Gane να έχει προγραμματίσει τα τραγούδια με τρόπο που θα εξελιχθούν φυσιολογικά για τον ακροατή. Έτσι κι εδώ, όλα είναι φυσικά στα 7/8 που τρέχει το Tardis Cymbals.
Στο
Insect Fear, οι Cavern of Anti-Matter θα πλησιάσουν και garage-rock ήχους, όπως τον δίσκο του 1993 των Stereolab. Στο αγαπημένο μας Echolalia συμβαίνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Εκτός της χαρούμενης διάθεσης του, μπορούν και συνυπάρχουν ο Krautrock ρυθμός αλλά και τα 60's με τη Farfisa και τα αναλογικά synthsizer της εποχής. Είναι ένα μουσικό deja vu στις ηχογραφήσεις εκείνες. Το αναφέραμε και πριν. Οι Βρετανοί καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος μουσικών σχολών και κατηγοριών. To Pantechnicon είναι η Kraftwerk πτυχή της techno διάθεσης του γκρουπ, που δένει με την ωραία μελωδία και τα γυρίσματα της, μετά τα μέσα του track. Το μόνο τραγούδι που δεν ακολουθεί το σύνολο ηχητικά, είναι αυτό με τα φωνητικά του Bradford Cox, των Deerhunter, το Liquid Gate. Αν το δούμε από τη θετική πλευρά, δείχνει ίσως τις δυνατότητες της μπάντας, αν κάποτε θελήσει να το γυρίσει σε rock group. Κατά τα άλλα, μέχρι να αρχίσει τελειώνει και μας αφήνει με την όρεξη. Οι ιστορικές αναδρομές στους Stereolab και σε μια εποχή που έχει πια περάσει, δεν είναι υπόσχεση για το ότι οι Cavern of Anti-Matter θα τα πάνε καλύτερα χρησιμοποιώντας μόνο αυτό το πρωτογενές υλικό. Το άλμπουμ δείχνει την κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει η παρέα του Gane, ο οποίος έχει αρκετή εμπειρία στην pop μουσική. Και τους κατευθύνει καλά, προς τραγούδια μελωδικά, χωρίς ηλεκτρονικές υπερβολές, απλά στη σύνθεση ακόμα και όταν έχουν επικίνδυνα μεγάλες διάρκειες. Στη θέση 20, για το άλμπουμ που κράτησε ψηλά μια ολόκληρη κατηγορία μουσικής για το 2016.
Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Drakkar Nowhere – Drakkar Nowhere
Οι αμερικανοί Morgan Phalen και Daniel Collás (ναι, αυτός από τους Phenomenal Clap Band) αποφάσισαν να μετοικήσουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Σουηδία. Ναι, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, το 2012 οι δυο καλλιτέχνες έγραφαν μουσική σε ένα διαμέρισμα στη Στοκχόλμη. Τέσσερα σχεδόν χρόνια δηλαδή πριν ο πρώτος δίσκος των Drakkar Nowhere γίνει πραγματικότητα, οι ίδιοι πειραματίζονταν με κάποια mixtapes με τη βοήθεια του φίλου τους Moussa Fadera, που έκανε τις προσθήκες στα τύμπανα και γενικότερα έβαλε σε μια κάποια τάξη το χάος που επικρατούσε στις συνθέσεις που ήδη είχαν.
Η όλη διαδικασία, ήταν μια ουσιαστικά αποκρυπτογράφηση σκόρπιων ιδεών και εμπνεύσεων. Όταν όμως η μουσική άρχισε να παίρνει μορφή, καταλάβαινε κανείς πως πρόκειται για μια μορφή μυστικισμού που ενσωματώνει σκέψεις και συναισθήματα σε μουσική. Δεν μιλάμε τυχαία για μυστικισμό. Οι Drakkar Nowhere στο ντεμπούτο τους, έχουν γράψει κομμάτια όπως το εν είδει ιντερλούδιου In The Eye of Time, που όντως είναι μια ψυχεδελικού τύπου απαγγελία από γυναικεία φωνή, με όλα τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε. Παρόλη τη σχεδόν απροσδιόριστη ατμόσφαιρα που ίσως κανείς νομίζει πως θα βρει σε αυτή τη κυκλοφορία, οι αμερικανοί δεν πηγαίνουν μόνο μερικές δεκαετίες πίσω, στα τέλη των 60's και των 70's αλλά αναμειγνύουν και φουτουριστικά – cosmic στοιχεία της δικής τους ηχητικής ταυτότητας.
Οι Drakkar Nowhere επιλέγουν να ξεβολευτούν από όσα έγραφαν μέχρι στιγμής, ο καθένας με τα προηγούμενα project του. Εμπιστεύονται εαυτούς στις πλούσιες μελωδίες και στις ίδιες τους τις φωνητικές δυνατότητες και φτιάχνουν ότι πιο εκκεντρικό -αλλά ταυτόχρονα ελκυστικά όμορφο- έχουν στο ενεργητικό τους μέχρι σήμερα. Στην πραγματικότητα, νομίζω πως οι δυο φίλοι επικεντρώθηκαν στην αρχή της ψυχεδελικής ροκ εποχής. Στο ξεκίνημα του LP με το Any Way, είναι σα να ακούς Zombies με πανομοιότυπα πιάνα και vocals στο ίδιο στιλ. Από τα κομμάτια που ξεχωρίσαμε και πραγματικά ακούσαμε στο repeat περισσότερο, είναι το Higher Now, που επιβεβαιώνει τον τίτλο του με τα διαγαλαξιακά synths σε διάφορα χρωματισμούς και τη βοήθεια του εκπληκτικού βάθους μπάσου (του Mattias Gustavsson από τους Σουηδούς Dungen), σε μια διαρκή υπνωτιστική λούπα. Το επίσης πανέμορφο How Could That Be Why, μοιάζει εκπληκτικά με τις μουσικές των Bee Gees και φωνητικά που απογειώνουν σε διάθεση και disco ρυθμό. Και επειδή τα παράξενα είναι και τα πιο όμορφα, οι Drakkar Nowhere κράτησαν το πιο ιδιαίτερο για το τέλος. Το ως επί της πλείστης διάρκειας του instrumental Salutation to the Sun, ξεκινά με ένα τζαμάρισμα στα τύμπανα και διάσπαρτους άρρυθμους ήχους από μπάσο και πλήκτρα. Τα φωνητικά σε πρότυπα ψαλμωδίας μετά τη μέση του κομματιού και οι διαρκώς μεταβαλλόμενοι ρυθμοί στην 9λεπτη σχεδόν διάρκεια του, το κάνουν χαοτικό αλλά έτοιμο να δώσει και την ελευθερία για κάθε είδους φαντασίωση. Η γοητεία θα βρίσκεται πάντα στο μυστήριο και στο πως το ερμηνεύει ο καθένας. Στη θέση 19, για το άλμπουμ που μπορεί να ερμηνευτεί με τους περισσότερους διαφορετικούς τρόπους φέτος.
Όλος ο δίσκος ΕΔΩ.
Warhaus – We Fucked A Flame Into Being
Ο D.H. Lawrence, ήταν Άγγλος πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και ζωγράφος. Τώρα βέβαια δε ξέρω αν όντως ο Martin Devoldere διάβασε τη νουβέλα του και πήρε τον τίτλο για τον πρώτο δίσκο του νέου του project, τους Warhaus. Το σίγουρο είναι πως πλέον, αφήνοντας -για λίγο ελπίζουμε- τους Balthazar στην άκρη, προχωράει σε πιο σκοτεινά μονοπάτια που λόγω της χροιάς της φωνής του, του ταιριάζουν πολύ. Ο τρόπος που τραγουδά, έχει δόσεις από Leonard Cohen και Nick Cave ενώ η θεματολογία (αγάπη, έρωτας, ερωτικές συνευρέσεις) είναι απολύτως το clue του δίσκου. Ο Devοldere ξέρει πολύ καλά αυτή του την πτυχή και το εκμεταλλεύεται δεόντως. Υπάρχουν δηλαδή κομμάτια όπως τα I'm not Him, Machinery και Time and Again, όπου ο Martin σιγοτραγουδά με αυτή την τέρμα αισθησιακή φωνή, υπάρχουν όμως και κομμάτια που θα σε ξεσηκώσουν, όπως το pop Memory ή το σχεδόν ορχηστρικό Bruxelles. Το εξίσου εντυπωσιακό, είναι πως ακόμα και στα instrumental Beaches και Wanda, διατηρείται η ίδια ποιότητα παραγωγής και δεν χρησιμοποιούνται για γεμίσματα του δίσκου, αντιθέτως. Και τα δυο είναι από τα tip της κυκλοφορίας. Κι αν ψάξετε και για συναίσθημα, στο Machinery με τις ρομαντικές τρομπέτες σε ύφος καμπαρέ και τη βοήθεια των φωνητικών της καλλονής (μάλλον αγαπητικής του Martin) Sylvie Kreusch, θα το βρείτε άφθονο.
Αν μιλούσαμε για στίχους; Εκεί θα ακούσετε και πάλι στο Machinery τον Βέλγο, απευθύνοντας της τον λόγο να λέει: Divide yourself up Into the old and the youth, and divide yourself, up into beauty and truth. Αληθινά έξυπνο. Στο Against the Rich, με αρκετή δόση χιούμορ: I've got one hand on a champagne drinking cunt, I've got the other up the ass of the establishment. Μια ακόμη από τις πιθανές επιρροές του, που όσο το ακούω και πάλι έρχεται στο μυαλό μου, είναι αυτή των Morphine, σίγουρα λόγω του βάρους του σαξόφωνου, σε πολλά από τα τραγούδια του. Το άλμπουμ αυτό δε μπορεί να γράφτηκε ημέρα. Οι ώρες του Martin είναι από το απόγευμα μέχρι και πολύ αργά μετά τα μεσάνυχτα. Ακόμα κι έτσι και παρά τη σκοτεινάδα του, δεν έχει καμία καταθλιπτική αίσθηση. Το We Fucked A Flame Into Being, δεν είναι πραγματικά κάτι τόσο νεωτεριστικό. Είναι όμως τόσο καλοφτιαγμένο και δείχνει την τόσο ειλικρινή προσπάθεια του Devoldere για το διαφορετικό. Είναι μια ανάσα φρεσκάδας σε έναν χώρο με καλλιτέχνες απρόθυμους να σπρώξουν τους εαυτούς τους προς νέες κατευθύνσεις. Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε πλέον, είναι να φορέσετε το ζεστό σας παλτό και να βγείτε μια βόλτα στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης, με αυτό το άλμπουμ στα ακουστικά σας. Martin, δε ξέρω αν κατάφερες να της μιλήσεις για αγάπη κι έρωτα, εμείς πάντως κοντέψαμε να ερωτευθούμε την τραγουδίστρια σου, να το προσέξεις αυτό. Στη θέση 18, για το άλμπουμ που θα μπορούσε να είναι περισσότερο χρήσιμο από όλα φέτος στον David Lynch.
Ολόκληρο το LP ΕΔΩ.
Lost Tapes – Girls
Γίνεται να λείπει η dream pop από μια λίστα; Όχι βέβαια! Τους γνωρίσαμε το 2014, από το πρώτο τους single που τότε είχε κυκλοφορήσει και σε 7ιντσο, το Rubber Bracelet, αποφασίσαμε να τους παρακολουθούμε και καλά κάναμε από ότι φάνηκε. Οι Lost Tapes είναι οι Pau Roca και RJ Sinclair, Ισπανοί από Βαλένθια και Βαρκελώνη αντίστοιχα, που γράφουν αυτή τη γλυκιά pop μουσική με τη μελαγχολική υφή που καθόλου δεν μας ξενίζει. Το όνειρο πάντα περιείχε μεγάλες δόσεις νοσταλγίας και αναζήτησης. Οι δυο φίλοι, μοιάζει να ξέρουν πολύ καλά που πατούν μουσικά. Ανάμεσα στις κιθάρες και τα πιάνα τους, διακρίνουμε πολλά στοιχεία από μπάντες όπως οι New Order, οι Primal Scream ή οι Field Mice. Και όταν βασίζεσαι σε δεκαετίες όπως τα 80's – 90's, είναι βέβαιο πως θα ισορροπήσεις.
Οι Ισπανοί στο πρώτο τους ουσιαστικά album, (οι προηγούμενες δουλειές τους ήταν singles και ένα EP), δεν ισορροπούν απλώς, καταφέρνουν και τη δημιουργία ενός δίσκου με δικές τους εμπνεύσεις που ακτινοβολεί και λάμπει. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε πως δεν συμπεριέλαβαν καμία από τις προηγούμενες single κυκλοφορίες τους, που ομολογουμένως τα πήγαν περίφημα. Οι ιδέες τους περισσεύουν και αυτό είναι ολοφάνερο στα δέκα νέα κομμάτια που όλα τους έχουν τη δική τους ταυτότητα και αφήνουν εύκολα τη μελωδία τους στον ακροατή.
Οι Lost Tapes έγραψαν μάλιστα το Amanda & Grant, προς τιμή των Grant McLennan και Amanda Brown των The Go-Betweens, με ακουστικές κιθάρες που παραπέμπουν στα ζεστά και γνώριμα μέρη της Αυστραλίας. Ραδιοφωνικά κομμάτια πολλά, όπως το Girls, που μάλλον ήταν και η αφορμή για να γίνουν γνωστοί σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Ο τίτλος είναι Let's Get Lost, αλλά με τους Lost Tapes σίγουρα δε θα χαθούμε, θα τα ξαναπούμε σύντομα και με τον ίδιο ενθουσιασμό. Στη θέση 17, για τον πιο αμιγώς Dream Pop δίσκο της χρονιάς.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
James Supercave – Better Strange
Για να πω την αλήθεια, το είχε ανάγκη ένα τέτοιο άλμπουμ το 2016. Ένα άλμπουμ που να σε πετάει κάτω, να σε ξανασηκώνει, να χορεύεις, να ακουμπάει το σφυγμό σου και να συντονίζεσαι μαζί του. Thank god, το έγραψαν οι James Supercave και μέχρι τελευταία στιγμή σκεφτόμουν αν θα τους πάρουμε μαζί μας στην εικοσάδα. Κακώς, το αξίζουν και με το παραπάνω. Κανείς pop δίσκος δεν ήταν σαν αυτόν. Δηλαδή τόσο χορευτικός, δεν είχε μαζεμένες τόσες πολλές και διαφορετικές ιδέες μαζί. Τους αμερικανούς από το Los Angeles της California, τους γνωρίσαμε το 2014 με το πρώτο τους EP, το The Afternoon. Το κομμάτι που μας τράβηξε την προσοχή, ήταν το Old Robot που είχε αυτό που ζητάμε συνέχεια σαν διψασμένοι: μια αναθεματισμένη (δε το λέω αλλιώς) μελωδία. Η πολύ διαφορετική φωνή του Joaquin Pastor, τα άρρυθμα pop drums και τα ηλεκτρονικά τύπου ορχήστρας βιολιά με τις πανέμορφες νότες, ήταν αρκετά για να κολλήσεις.
Η συνέχεια το 2016, με την αμερικανική pop σκηνή να ασχολείται με τον τόσο πλούσιο ήχο της μπάντας, που παρότι περνά από τόσα είδη ψυχεδελικής pop και όχι μόνο μουσικής, κατορθώνει και κρατιέται τόσο συνεκτικά συμπαγής. Ένα από τα Hit του δίσκου, είναι και αυτό που τον ξεκινά και μάλλον δεν τοποθετήθηκε τυχαία εκεί. Το Better Strange μοιάζει με σήμα κατατεθέν για το ντεμπούτο της μπάντας, αφού βάζει τον ακροατή να παραδεχθεί πως: You're so much better strange. You're so much better when you make mistakes with me. Όλα αυτά, ανάμεσα σε αδυσώπητα synthesizers και μπασογραμμή που σφυροκοπούν αλύπητα τα αυτιά μας.
Αλήθεια, νομίζω πως ο Pastor κατάπιε ήλιο πριν τραγουδήσει ή μήπως το κάνει επίτηδες; Μάλλον αυτή είναι η φωνή του και το όλο μυστικό του πως ενσωματώνονται τόσες διαφορετικές επιρροές σε ενα LP. Ένα άλμπουμ θεαματικά περίεργο, όταν από τη μία ακούς τον τραγουδιστή τους στο The Right Thing, με φαλτσέτο να φτάνει στα όρια της φωνής του και από την άλλη σαν σε θρήνο, να μιμείται το σαξόφωνο σε μια μπαλάντα όπως το With You. Τα Chairman Gou και Just Repeating Whats Around Me, είναι τα κομμάτια που νομίζω δείχνουν πόσο μπορεί να σοβαρέψει το πράγμα στις επόμενες δουλειές τους. Η rock αισθητική των James Supercave είναι τόσο μα τόσο ενδιαφέρουσα ! Μακάρι να υπήρχαν κι άλλα αντίστοιχα κομμάτια στο Better Strange που να το αποδεικνύουν. Στο Just Repeating Whats Around Me μάλιστα, νομίζω πως ακούω τα τύμπανα της τελευταίας δουλειάς των Tame Impala και μαζί μια πολύ καλή μπάντα των 70s που μόλις εισήγαγε στο ρεπερτόριο της τα ηλεκτρονικά στοιχεία.
Ο δίσκος θα κλείσει με το στα όρια της μελαγχολίας Overloaded. Και πάλι, το κομμάτι χωρισμένο σε δυο ενότητες, ξετυλίγει μια γλυκιά μελωδία και αφού την αφήσει να εξελιχθεί, λίγο μετά το τρίτο λεπτό ξεσπά εξιλεωτικά δυνατά. Δεν ξέρω αν στον δίσκο των James Supercave η pop ριζώνει πάνω στην rock ή το αντίθετο. Ξέρω όμως ότι εκεί που πάνε να γίνουν προβλέψιμοι, τα ανατρέπουν όλα κι αυτό με κάνει χαρούμενο. Στη θέση 16, για το πιο απρόβλεπτα μεταλλασσόμενο pop άλμπουμ μέσα μου για φέτος.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
The Shacks – The Shacks
Όταν είσαι σε μικρή ηλικία, δεν ασχολείσαι με πράγματα ανούσια και αγχωτικά όπως η πληρωμή λογαριασμών ΔΕΗ, ΟΤΕ και γενικώς με όσα ασχολούνται όλοι οι άλλοι. Κοιτάς να βγάλεις τον ενθουσιασμό (για να μη το πω αλλιώς) και τη δημιουργικότητα σου. Άρα, ας μη μας παραξενεύει το ότι πιτσιρίκια γράφουν μουσικές που δε περιμέναμε να ακούσουμε από κατά τα άλλα θεωρούμενα ανώριμα παιδιά. Οι Shannon Wise και Max Shrager, είναι μόλις 18 και 20 αντίστοιχα και την ηλικία τους προδίδει η ψιθυριστή φωνούλα (στην κυριολεξία) της νεαράς, ενώ εξηγεί επίσης και το απτόητο του τρόπου γραφής τους. Μπορεί να απέχουν καμιά 20ετία (και βάλε) από τους Mazzy Star, ή τους Broadcast, τους οποίους αναπόφευκτα θα μας θυμίσουν, τα τραγούδια τους όμως δεν έχουν σχέση έμπνευσης με τα ιερά μουσικά αυτά τέρατα, αφού όπως οι ίδιοι λένε, δεν έχουν κάτι δικό τους στη δισκοθήκη τους. Τον Ιούνιο του 2016, ο Leon Michels ή El Michels Affair όπως λέγεται το project, παίρνει από το χεράκι τους δυο Shacks και κυκλοφορούν μαζί ένα κομμάτι που σημαδεύει κυριολεκτικά τη χρονιά, το Strange Boy. Η Rock, funk, pop και δυνατή soul φωνητικά παραγωγή, εκτοξεύει τις συζητήσεις για το πολύ ενδιαφέρον συγκρότημα των Shacks και όχι άδικα.
Ναι, θα ήταν ανοησία να μην είμαστε και λίγο επιφυλακτικοί για το πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα, που δεν διαθέτει καμία άλλη ιστορία πλην της παρόντος EP. Απερίσκεπτο θα ήταν όμως να μη παραδεχθούμε το ταλέντο και το πόσο δυνατή είναι η μουσική τους. Η ανέκφραστη Shannon, σε a la Jane Birkin στιλ στο video clip, μπορεί να είναι όσο ξινή θέλει, αρκεί να τραγουδά πάντα με αυτή τη γλυκύτητα. Kομμάτια όπως το Strange Boy και το Orchids θα σε λιώσουν συναισθηματικά, παρά τις απότομες αλλαγές στο είδος της κιθάρας ή στον τόνο του κομματιού. Οι Shacks είτε παίζουν dream pop, είτε τραγουδούν soul με προσμίξεις Broadcast, η μουσική τους είναι μεγάλη και οι μεγάλες μουσικές σε πηγαίνουν πραγματικά σε άλλα μέρη. Ή μας θυμίζουν κομμάτια όπως στο Strange Effect που έχουν τραγουδήσει οι Kinks και ο Dave Berry πίσω στο μακρινό 1965. Προσωπικά, πιστεύω πως οι Shacks δημιουργούν ένα δικό τους spoken word στιλ, σε μια βάση eclectic rock, που προφανώς δημιουργήθηκε από τις μουσικές επιρροές μεγάλων συγκροτημάτων. Οι Shacks όσο πολύπλοκοι δείχνουν, άλλο τόσο ευαίσθητοι και οικείοι μοιάζουν στα αυτιά μας. Ευέλικτοι στις συνθέσεις τους αλλά και νοσταλγικοί για καλλιτεχνικές εποχές που ούτε καν έχουν ακουστά, είναι όντως παράξενο φαινόμενο και μας αρέσει. Στη θέση 15, για το πιο φρέσκο project – δίσκο της χρονιάς.
Ολόκληρο το EP ΕΔΩ.
Peder – Come With Me
O Δανός Peder Pedersen, είναι ένας παλιός μας γνώριμος, πίσω στο 2010 οπότε και τον γνωρίσαμε από τον δίσκο Dort & Gold και ένα από τα αγαπημένα μας κομμάτια τότε, το Light Years. Με μία ενδιάμεση στάση το 2013 και το (μόνο σε ψηφιακή μορφή) Ghost Of A Smile, επιστρέφει φέτος με ένα αξιολογότατο jazzy-electronic LP που επέλεξε να κυκλοφορήσει ουσιαστικά σε τρεις διαφορετικές μορφές. Την Original, την instrumental και μια ακόμη όπου στα φωνητικά βρίσκουμε διάφορους Δανούς επίσης καλλιτέχνες και φίλους του.
Ο ήχος του άλμπουμ, παραπέμπει σε τεχνοτροπίες από David Lynch ή τουλάχιστον έτσι ακούγεται μέχρι τη μέση του, αλλά η νέα δουλειά του Peder, Come With Me, είναι γεμάτη μελαγχολικούς ήχους με εμπνεύσεις από τα 50's. Η ηχογράφηση συνολικά είναι μια επιστροφή σε πιο σκονισμένους και πειραματικά απελευθερωμένους ήχους, όπως αυτούς του ντεμπούτου και βραβευμένου του άλμπουμ στην Ubiquity Records And He Just Pointed To The Sky του 2007. Αυτό θα είναι το τέταρτο σόλο άλμπουμ του και το πρώτο του σε βινύλιο και μάλιστα σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.
Ο ιδιαίτερα ταλαντούχος καλλιτέχνης μετατοπίζεται με ευκολία ανάμεσα σε διάφορους κλάδους της τέχνης. Ο Peder έχει συνθέσει μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση (Wolfpack, Breaking Bad). Είναι επίσης βραβευμένος σκηνοθέτης και ηθοποιός, ενώ πρόσφατα πρωταγωνίστησε σε ταινία μικρού μήκους του Daniel Kragh Jacobsen, για την εταιρία της Ford. Στη θέση 14, για τον ανεξάρτητο δίσκο της χρονιάς, που μας κέρδισε με τόση ευκολία.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
Nick Waterhouse – Never Twice
Είναι ένας πολύ cool τύπος, που κάνει το δικό του από τότε που τον γνωρίσαμε, από το 2012 δηλαδή οπότε και κυκλοφόρησε το Time's All Gone. Είναι απλά ο εαυτός του και όχι ακόμα ένας μιμητής του παρελθόντος. Ναι, το ξέρω ακούγεται banal, όμως αν ο πατέρας σου ακούει τόση μουσική -παρότι πυροσβέστης ο ιδίος- κι εσύ στα οκτώ σου μόλις ξεκινάς μαθήματα κιθάρας, η κατάληξη είναι λογικότατη. Ο Nick ζει μέσα σε αυτές τις μουσικές του Ray Charles, του John Lee Hooker, του Bo Diddley και όλων αυτών των μεγαθήριων, από μικρός. Δε θα μπορούσε διαθέτοντας βέβαια και αυτό το ταλέντο, να νιώθει πως κάνει κάτι τόσο περίεργο όσο θεωρούν οι περισσότεροι. Η μουσική του είναι ο εαυτός του και όλες οι εμπειρίες που έχει συλλέξει. Το 2010, ξόδεψε όλα του τα χρήματα επενδύοντας τα στο πρώτο του επτάιντσο δίσκο, το Some Place. Κόντεψε να τα χάσει όλα, όταν υπήρξε μια διένεξη περί δικαιωμάτων με τον ιδιοκτήτη του στούντιο όπου ηχογράφησε αλλά ας είναι καλά η αδερφή του και οι φίλοι του, που τον βοήθησαν. Σήμερα, ο Waterhouse χαίρει εκτίμησης από μουσικούς του είδους και κοινό ανά τον κόσμο, με τρεις δίσκους σε κυκλοφορία και τον τελευταίο να αποτελεί και θέμα της δικής μας εικοσάδας. Το Never Twice είναι με διαφορά η καλύτερη του δουλειά, καθώς φαίνεται πως είναι εντελώς στο mood, όπως τραγουδά και στo Baby, I'm in the Mood for You, στη διασκευή από Bob Dylan. Απομονωμένος σε ένα δικό του μουσικό κόσμο ; Ίσως. Είναι ακριβώς αυτό που τον βοήθησε να φτάσει ως εδώ. Η Ευρώπη θεωρεί post modern cocktail από τα 50's αυτό που για εκείνον είναι απλά η ιδιοσυγκρασία του, αυτό που ξέρει να κάνει καλά.
Πάντα ήταν αφοσιωμένος σε αυτό που ήθελε να κάνει και το αποτέλεσμα αυτή τη φορά είναι αστρικό. Μέσα στα δέκα τραγούδια αυτά, θα ακούσετε ήχους που θα έκαναν χαρούμενο τον Ray Charles, όπως στο I Had Some Money (But I Spent It). Στο Straight Love Afair, θα βρείτε ομοιότητες με κομμάτια του Booker T., ενώ το hammond μαζί με τα βραχνά φωνητικά του Waterhouse και τη γυναικεία χορωδία, θα δίνουν αυτό το αξεπέραστο groove στο κομμάτι. Εξαιρετική και η συνεργασία με τον ανερχόμενο Leon Bridges στο Katchi, σε παλιακό doo wop στιλ. Διάβασα ότι το τραγούδι το έγραψαν οι δυο τους, περιμένοντας να κάνουν μασάζ στο σπίτι ενός φίλου. Ο Nick γρατζουνούσε μια κιθάρα, ενώ ο Leon από το μέσα δωμάτιο εν ώρα χαλάρωσης, φωνάζει ξαφνικά She gives me Katchi. Έκφραση που χρησιμοποιούσε η μητέρα του για το ερωτικό άγγιγμα. Το τέλειο ρεφρέν. Στο ορχηστρικό Lucky Once, ο καλλιτέχνης δοκιμάζει τις ικανότητες του στο να φτιάξει ένα jazz κομμάτι, που τελικά περισσότερο θα το κάνει να ακούγεται σαν ένα πεντάλεπτο (ίσως δε χρειαζόταν τόσο) διάλειμμα χωρίς πολύ νόημα, αλλά παρόλα αυτά χαριτωμένο. Η σκυτάλη περνά στο LA Turnaround, που μας αποχαιρετά με αυτό το παιχνιδιάρικο τραγούδισμα, ανεβασμένες εντάσεις και ένα φλάουτο να προσπαθεί να κρατήσει τις ήδη δηλωθείσες ευαισθησίες του Nick.
Είναι ξεκάθαρο πως ο Waterhouse προσπαθεί με τα μουσικά όργανα του τότε και μουσικούς που πιστεύει ότι μπορούν να τον βοηθήσουν, να ζει στο σήμερα με τα ρούχα του χθες. Δε θέλει να ψωνίσει από τα μεγάλα brands που αγοράζουν όλοι, προτιμά τα μαγαζάκια της γειτονίας και το υποστηρίζει με ειλικρίνεια και φυσικότητα. Μερικές φορές πιστεύω μάλιστα, πως ο ίδιος δε θέλει καν τη δημοσιότητα. Ας τον πιάσουμε από το χέρι λοιπόν και ας τον βγάλουμε στη σκηνή, στα ραδιόφωνα, παντού.. Αυτό το άλμπουμ πρέπει να ακουστεί ! Στη θέση 13, για τον καλλιτέχνη που κυνηγά τα όνειρα του με τον πιο ακούραστο τρόπο εδώ και χρόνια.
Ολόκληρο το άλμπουμ ΕΔΩ.
Gabriel Bruce – Come All Sufferers
Αύγουστος του 2012 και ίσως μια από τις ανακαλύψεις της χρονιάς, συμβαίνει λίγο πριν ξεκινήσει η ραδιοφωνική σεζόν. Ο Βρετανός Gabriel Bruce είναι παντελώς άγνωστος αλλά αυτό ακριβώς είναι που κάνει το πράγμα πιο ενδιαφέρον. Η φωνή του στο Only One θυμίζει κάτι ενδιάμεσα σε Matt Berninger, Leonard Cohen και Mark Lanegan σε νεαρή ηλικία. Το σοκαριστικό παρόλα αυτά, δεν είναι καν αυτός ο μαγικός συνδυασμός. Ένα χρόνο αργότερα και παρά το χαρισματικό πρώτο του LP Love in Arms 2013, ο Gabriel παραμένει στην αφάνεια.
Λίγο μετά την σχεδόν υποτονική επικοινωνία της πρώτης του κυκλοφορίας, ο καλλιτέχνης αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας που κοντεύουν να τον αποκλείσουν σχεδόν τελείως από τη μουσική καριέρα. Ο ίδιος όμως δε το βάζει κάτω και τον Μάρτιο της φετινής χρονιάς, φέρνει στη δημοσιότητα έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2016. Αμιγώς θεατρικός και σχεδόν αλάθητος φωνητικά, ντύνει μουσικά μερικούς πραγματικά εμπνευσμένους στίχους για τα έντεκα νέα του τραγούδια. Το Come All Sufferers δεν περιέχει ούτε ένα όμοιο με κάποιο άλλο κομμάτι του δίσκου, ενώ τα είδη της μουσικής του μπλέκονται με τρόπο παράξενα πειραματικό. Spoken word, brum beats, disco-pop, soulful, slow tempo, dark, όλα μαζί σε άλλοτε συγκινητικές και άλλοτε ξεσηκωτικές στιγμές για έναν πληρέστατο συναισθηματικά και ηχητικά δίσκο. Ίσως να είναι λάθος να προτείνουμε ένα και μόνο κομμάτι από αυτό το LP, αφού συνολικά είναι ένα συναρπαστικό μουσικό ταξίδι, από το οποίο δεν απομονώνεται κανένα στοιχείο. Στη θέση 12, για το άλμπουμ που εκτός από το να το αγαπήσουμε, κατάφερε και να μας κάνει να νιώσουμε επιτέλους κάτι για ένα άλμπουμ φέτος.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
Fatal Jamz – Coverboy
Διαβάζοντας συνεντεύξεις του Marion Belle, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ο καθένας, ότι δεν πρόκειται για έναν οποιοδήποτε καλλιτέχνη. Ειδικά όταν του κάνουν τη βαρετή ερώτηση: όλοι λένε πως μοιάζεις με David Bowie, με τους ABBA και άλλους του είδους της glam rock, εκείνος θα απαντήσει: αυτά τα ονόματα δε θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται έτσι, ελαφρά τη καρδία και πως η μουσική του μοιάζει περισσότερο με American Pie ή με όσα έχει ζήσει ο ίδιος μέχρι σήμερα. Και έχει δίκιο να μιλά για βιώματα καθώς όσα εξιστορεί σε διαλόγους με δημοσιογράφους, είναι αρκετά για να επιβεβαιώσουν πως έχει διαμορφώσει τη δική του φιλοσοφία. Ακόμα και οι τίτλοι των τραγουδιών, είναι μικρές ιστορίες που του θυμίζουν περιστατικά, εικόνες και ανθρώπους της ζωής του. Πως όμως έφτασε να γράφει αυτό το κράμα glam rock, pop και 80's μαζί ; Μέσα από το συναίσθημα και την προσπάθεια για την οπτικοποίηση του. Το Coverboy είναι τo δεύτερο LP των Fatal Jamz με δέκα τραγούδια που γράφτηκαν με την ένταση, το πάθος, τα όμορφα και τα σκληρά της ζωής. Ακόμη και τώρα, μετά από τόσες ακροάσεις, αδυνατώ να αποφασίσω για αυτό που ακούω από τους Fatal Jamz. Νοσταλγική pop ; 80's revival ; Dream pop παιγμένη από έναν Marion Belle που δε δυσκολεύεται να προσδιορίσει τον εαυτό του, παρότι η ανδρόγυνη φύση του είναι εκ των πραγμάτων μια κατάσταση περίπλοκη. Ο Belle, είναι ένας γυαλιστερός super star με όλη τη σημασία της λέξης, ενώ οι μουσικές του είναι άκρως εθιστικές, από το 2013 ακόμη οπότε και πρωτοεμφανίστηκε με το πρώτο του LP Vol.I, μόνο σε κασέτα.
Δε γίνεται όμως να μη συγκρίνω, έρχονται τόσες μουσικές στο μυαλό μου ακούγοντας το Coverboy. Οι Simple Minds κάνουν απόβαση σαν στο Don't You (Forget About Me) καθώς ο δίσκος ξεκινά με το Jean Paul Gaultier. Οι Cure παίζουν μια από τις επιτυχίες τους στο In My Car, οι Spandau Ballet έρχονται να κάνουν τα δικά τους στα Rodeo και Gigolo και ο Bowie διασκευάζει Ziggy Stardust στο αγαπημένο μου (από τον Σεπτέμβριο που κυκλοφόρησε) Coverboy. Ας μη συνεχίσω, γιατί θα πω για Rolling Stones και Iggy Pop στο Nikki Sixx και Lead Singer αντίστοιχα. Αρκούντως λοιπόν. Οι Fatal Jamz γυρίζουν ταινία εποχής του 80', με ένα κάμπριο στην παραλία της Santa Monica σκορπώντας glitter με rock n' roll υπόκρουση. Αυτό φαντάζομαι και είμαι τόσο χαρούμενος που ο Marion μας δίνει αυτή την ευτυχία του να πλάθουμε εικόνες, εμείς οι ακροατές. Ο δίσκος θα κλείσει με μια rock μπαλάντα που κρατούσε για το τέλος μάλλον για να μας αποτελειώσει ψυχολογικά, λες και δεν έφταναν εννιά υπέροχα τραγούδια. Το κιθαριστικό solo στο Touch Τhe Flame, είναι τουλάχιστον επικό. Ένας αναζωογονητικός δίσκος με ρετρό αισθητική που οι περισσότεροι μιμητές της εποχής εκείνης, έχουν αποτύχει να συλλάβουν τόσο αποτελεσματικά. Το Coverboy είναι ο θρίαμβος ενός απίστευτα εξελιγμένου καλλιτέχνη, με στόφα επιπέδου από εκείνες που δεν συναντάμε συχνά στις ημέρες μας. Σημειώστε το όνομα του και να τον έχετε από κοντά. Στη θέση 11, για τον πιο ενθουσιώδη καλλιτέχνη της χρονιάς.
Όλο το LP ΕΔΩ.
Doug Tuttle – It Calls On Me
Ο κόσμος της νεο-ψυχεδέλειας αρχίζει και γίνεται παιχνιδιάρης. Τολμηρές δοκιμές στον ήχο, πειράματα για το πως το retro μπορεί να ακούγεται αν περάσει από σύγχρονα μηχανήματα κτλ. Ο Κος Douglas Touttle είναι στο παιχνίδι αυτό από το 2014, παρότι εμείς τον γνωρίσαμε για πρώτη φορά στις κρύες ημέρες του Φλεβάρη. Και ήταν όντως παιχνιδιάρης -στην παραγωγή πάντα- γιατί στο ένα ηχείο ακούγαμε (το αριστερό συγκεκριμένα) την πλειοψηφία των οργάνων και τα φωνητικά ενώ στο άλλο μόνο τις κιθάρες άντε κι ακόμα ένα όργανο. Αυτό είχε κάνει πριν δυο χρόνια, όταν κομμάτια όπως το Forget the Days είχε την προαναφερθείσα ιδιαιτερότητα και άλλα όπως το Where You Plant Your Love… Is Where It Grows, είχαν μπόλικα ψυχεδελικά εφέ, μοιάζοντας με τις κινούμενες οφθαλμαπάτες σε video clip του είδους. Αυτά και άλλα πολλά σε ένα πρώτο solo άλμπουμ για το μέλος των ΜMOSS, που μάλλον πόνταρε με λίγες πιθανότητες σε μεγάλο στοίχημα, δεν έχασε αλλά δεν κράτησε και τίποτα για κέρδος. Ο φετινός δίσκος It Calls on Me του αμερικανού, είχε να πει πολλά περισσότερα και όχι μόνο να μιλήσει για την άλλου είδους προσέγγιση των 60's για την οποία ο ίδιος πάντα δούλευε σκληρά.
Ο αναζητώσας ακόμα την ταυτότητα του Doug Touttle, φαίνεται πως στη νέα του δουλειά όχι μόνο τη βρίσκει αλλά βρίσκει και τον τρόπο να περάσει στο κοινό τη δική του άποψη περί νεο-ψυχεδελικής παραγωγής. Ο καλλιτέχνης επιμένει στην ίδια λερωμένη psych ατμόσφαιρα με τη γνωστή θολούρα των παραισθησιογόνων που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζει τη μουσική αυτή κατηγορία αλλά κάνει και την κίνηση ματ να τονίσει τις κάθε είδους κιθάρες, με τρόπο που καθιστά τη νέα του δουλειά ελκυστική στο άκουσμα από τον καθένα. Σε στιγμές, νόμιζα πως ακούω δίσκο του Ty Segall που παίζει σε χαμηλές στροφές, τέτοιες κιθάρες, τόσο χαλαρά παιγμένες. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια ξεκάθαρη αίσθηση κλασικού που όμως κρατά μέσα του και την αίσθηση της ελευθερίας της ψυχεδέλειας. Επίσης, σημαντική είναι η παρουσία περισσότερων και πιο pop φωνητικών, αν και στο μεγαλύτερο μέρος του, ο Doug μοιάζει να τραγουδά σαν ερωτευμένος, κάτι όχι απαραίτητα κακό. Τη ραθυμία θα διακόψει το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, το Falling to Believe. Θορυβώδεις κιθάρες μαζί με μια αξέχαστη μελωδία που γυρίζει και ξαναγυρίζει και επιτρέπει στον τραγουδοποιό να πει στίχους όπως: Can you see alone? falling to believe, can you take some time and find out what you mean?. Μαγευτική folk ψυχεδέλεια με λόγια που ίσως ο ίδιος να αναρωτιέται. Το τραγούδι που με έριξε στα πατώματα και με ξανασήκωσε , είναι το Saturday-Sunday. Μιλά για τα βάρη της ψυχής, για τα Σάββατα, τις Κυριακές… σε μια στιχουργική στροφή που επαναλαμβάνεται. Κάπου στη μέση του τραγουδιού, θα ξεκινήσει ένας γρήγορος ρυθμός με ακόρντα κιθάρας, τύμπανα να σολάρουν και ηλεκτρονικά πλήκτρα να δίνουν την αίσθηση του επείγοντος. Ο Tuttle παρέδωσε φέτος έναν από τους πιο ποιητικούς psych folk δίσκους. Το καλύτερο από όλα δε, είναι πως πλέον τον νιώθουμε συνειδητοποιημένο και με αυτοπεποίθηση. Στη θέση 10, για το πιο ισορροπημένο psych rock άλμπουμ της χρονιάς.
Όλο το LP ΕΔΩ.
BadBadNotGood – IV
Το αν μια μπάντα θα εξελιχθεί, δεν εξαρτάται μόνο από την εταιρεία που την προωθεί, ούτε από το όσα live θα κάνει στην πορεία της, αποκτώντας εμπειρία. Εξαρτάται πρωτίστως από το ταλέντο που διαθέτει στο να συνθέσει κάτι το νέο, κάτι που πριν δεν έχουμε ακούσει. Και δεν είναι τυχαίο που BadBadNotGood είναι και πάλι εδώ, στην 20αδα. Πέρυσι, οι Καναδοί προσάρμοσαν τη μουσική τους στις ρίμες του Ghostface Killah σε ρυθμούς hip hop και soul, διατηρώντας τον δικό τους jazz ήχο ως κύριο χαρακτηριστικό. Φέτος, στο πιο jazzy άλμπουμ τους μέχρι στιγμής, απέδειξαν πως τα έστω και μικρά βήματα που κάνουν από χρονιά σε χρονιά, δεν είναι βήματα που θα τους εμποδίσουν να μπουν και σε συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως ο Sam Herring των Future Islands, την Charlotte Day Wilson, τον σαξοφωνίστα Colin Stetson ή ακόμη και τον Kaytranada.
Το εντυπωσιακό με τα μόλις 21 ετών παιδιά αυτού του γκρουπ, είναι πως η ασάφεια, ο πειραματισμός και ο αυτοσχεδιασμός χωρίς την ανάγκη να μείνουν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ήχου, είναι ο εντελώς πηγαίος εαυτός τους. Δε μπορεί κανείς να βρει την ισορροπία μεταξύ μιας ξεκάθαρης μουσικής ομορφιάς και του μόνιμα ελεύθερου πνεύματος τους. Οι BadBadNotGood σίγουρα δεν είναι κλειστοφοβικοί και σίγουρα δεν τους αξίζει να κριθούν από jazz μουσικούς ή μουσικο-κριτικούς. Μετά και την προσθήκη ενός τέταρτου μέλους στην μπάντα, του σαξοφωνίστα και κιθαρίστα Leland Whitty, δείχνουν πια τόσο ευέλικτοι, που είναι ικανοί να ενσωματώσουν τόσους διαφορετικούς μουσικούς στο σχήμα τους ενώ ταυτόχρονα να παραμένουν τόσο ενδιαφέροντες. Παρ' όλη την πλημμύρα ιδεών, ειδών ήχου και συνεργασιών, οι BadBadNotGood δημιούργησαν έναν δίσκο που δεν μπορεί με τίποτα να ανήκει σε ένα τυπικό σύγχρονο jazz κουαρτέτο. Με το πέρασμα του χρόνου και όσο εκείνοι θα αισθάνονται περισσότερο επαγγελματίες, εμείς θα ελπίζουμε να χάσουν όσο το δυνατόν αργότερα αυτή τη νεανική φιλοδοξία που τους έφερε ως εδώ και υπόσχεται άλλα τόσα. Στη θέση 9, για το πιο πειραματικά ατρόμητο άλμπουμ της χρονιάς που τελικά ήταν τόσο μα τόσο επιτυχημένο.
Όλος ο δίσκος ΕΔΩ.
The Olympians – The Olympians
Ακούμε κι εμείς
Olympians και λέμε τι έγινε ρε παιδιά; επέστρεψε ο Πασχάλης, ο Κακαλιάγκος και οι λοιποί στη DaptoneDaptone με τέτοιες συνεργασίες δεν αστειεύεται καθόλου. Όταν έχεις ας πούμε τον μέγα Toby Pazner να σου κάνει παραγωγή, πως να κάνεις αστειάκια; Ο Κος Pazner, να θυμήσουμε πως έχει βάλει το χεράκι του ως πιανίστας, βιμπραφωνίστας και παραγωγός σε ουκ ολίγες κυκλοφορίες ονομάτων της Daptone, όπως οι Menahan Street Band, ο Lee Fields, ο Aloe Blacc και δυστυχώς η προσφάτως εκλιπούσα Sharon Jones. 100% εγγυημένο αποτέλεσμα λοιπόν, από μια κολεκτίβα σημαντικών αμερικανών μουσικών, που μέχρι στιγμής ο Toby έχει καταφέρει να μανατζάρει με τρόπο άκρως αποδοτικό. Και χρειάστηκε χρόνια για να τους μαζέψει όλους μαζί, να τους οργανώσει και τελικά να γράψουν αυτή την υπεροχότητα -που λέει και μια φίλη μου- μέσα σε σχεδόν επτά χρόνια συνύπαρξης από το 2009, οπότε και υπάρχει το project.
Ακούγεται αλλά δεν είναι καθόλου απλό, αφού ο ρόλος του Κου Pazner δεν είναι απλώς η σύνδεση των μουσικών μεταξύ τους αλλά και η ανάδειξη κάθε φορά διαφορετικού οργάνου στο εκάστοτε κομμάτι του οποίου θέλει να διαφοροποιήσει τη χροιά. Για παράδειγμα, στο τέταρτο κομμάτι του δίσκου το Mars, όπου η κιθάρα με τα εφέ που έχουν προστεθεί, ξεφεύγει τελείως από το funk-soul πλαίσιο και τείνει προς την ψυχεδέλεια. Ή το σόλο της τρομπέτας στο αργό Venus που ξεκινά στη μέση του track, δε ξέρεις που θέλει να πάει αλλά οι μεταστροφές της είναι όντως αποσβολωτικές. Το Sirens of Jupiter, η απίστευτη funkια με τα φλάουτα, νομίζω πως δεν τοποθετήθηκε τυχαία στη στο άνοιγμα του δίσκου. Μαζί με το Mars και το πολυσχιδές farfisoπληκτο Europa And The Bull, είναι τα καλύτερα κομμάτια του LP, που αν τύχει να τα ξανακούσεις κάπου, σίγουρα θα τα θυμηθείς.
Πιστεύω πως ο Pazner διαλέγει τους τίτλους των κομματιών, που έχουν να κάνουν με πλανήτες σε συνδυασμό με την Ελληνικής κοπής ονομασία του γκρουπ, θέλοντας να αφήσει μια πιο ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω. Καλύτερο φυσικά από το να διάλεγε ακόμα ένα τετριμμένο όνομα για instrumental funk μπάντα. Τον γνωρίζουμε τον funk-soul ήχο της Daptone αλλά εδώ πρόκειται για τον διευθυντή μιας ορχήστρας με πολλά και καλά μουσικά εργαλεία, που απλώς τα μαζεύει σε ένα δωμάτιο και τα αφήνει να κάνουν αυτό που ξέρουν καλά να κάνουν. Ο Pazner ακολουθεί την πιο σωστή τακτική, σαν ένας προπονητής με καλούς παίκτες που τους πετάει τη μπάλα και τους δίνει την χαρά της ελεύθερης έκφρασης. Στη θέση 8, για τον καλύτερο soul instrumental δίσκο της χρονιάς.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
Kutiman – 6am
Ο Ισραηλινός Ophir Kutiel δεν μας είναι άγνωστος. Μάλιστα πριν μερικά χρόνια, το 2009 συγκεκριμένα, ασχολήθηκε εντατικά με τη συλλογή μουσικής από ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις που έβρισκε στο YouTube και ενώνοντας τες σε video και ήχο, έφτιαχνε εξολοκλήρου καινούργια μουσική σε μια πλατφόρμα ονόματι Thru You Πανέξυπνο ομολογουμένως και ενδείκτης για το πόσα μπορούσε να καταφέρει και από μόνος του μέσα στα επόμενα χρόνια. Τελικά, το πρώτο του LP ήρθε το 2007 με επιρροές από funk, psych rock και afrobeat μπλεγμένα πολύ όμορφα με jazz και reggae στοιχεία. Η φετινή του δουλειά, που καταφέρνει να μπει στην δική μας 20αδα, είναι και πάλι στις ίδιες ως επί το πλείστον μουσικές ρίζες, μόνο που πλέον ο απαιτητικός και ώριμος καλλιτέχνης, ανέβασε το επίπεδο στα ύψη, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες τεχνικές και μέσα.
Το πιο μαγικό στις περιπτώσεις καλλιτεχνών όπως ο Ophir, είναι η φαντασία τους στο να επαναδημιουργούν επάνω στα είδη της μουσικής που αγαπούν. Και η φαντασία τους δε μπορεί να μην έχει μέσα της τα βιώματα τους, την καταγωγή τους. Φανταστείτε λοιπόν ένα μαγικό ιπτάμενο χαλί με τον Jimi Hendrix και εκείνος να παίζει το 6am καθώς περιπλανιέται. Είναι ο τέλειος συνδυασμός του ψυχεδελικού rock και της μουσικής της Μέσης Ανατολής. Κι όμως, αυτό ακριβώς καταφέρνει ο Kutiman σε αυτή του την κυκλοφορία. Το αποτέλεσμα είναι μαζί σύγχρονο και αναχρονιστικό, απλοϊκό στο να το φανταστείς να δημιουργείται αλλά ταυτόχρονα τόσο περίπλοκο στη σύλληψη του ως ιδέα. Τι χρειάζεται άλλωστε για να πετύχει κανείς το διαφορετικό; Σκέψη και εξυπνάδα. Και είναι πανέξυπνο αυτό που φτιάχνεις να μοιάζει από τη μια με την εκρηκτική μουσική του James Brown συνδυάζοντας και τη φρεσκάδα των Gorillaz. Κομμάτια όπως τα Dangerous και Shine Again είναι παραδείγματα αυτής της ιδιότυπης μίξης. Από τη μια νομίζω ότι ακούω blues και από την άλλη Black Keys. Το 6am είναι κάτι πολύ περισσότερο ψυχεδελική funk. Με ήχους από Doors και Μέσης Ανατολής, σερβιρισμένα σε ένα πιάτο κατασκευασμένο από spaghetti-western του 60' και του 70'. Ο Kutiman σε μόλις 8 τραγούδια και 33 λεπτά διάρκειας, παίρνει το βραβείο για το πιο ζεστά κινηματογραφικό άλμπουμ της χρονιάς. Στη θέση 7, για όλα τα παραπάνω.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
Woods – City Sun Eater In The River Of Light
Όσο κι αν αγαπάς μια μπάντα, όσο κι αν είσαι έτοιμος να δεχθείς κάθε της στραπάτσο, γιατί έτσι… ε, σίγουρα θα υπάρχουν και στιγμές που θα ήθελες να δεις και μια άλλη τους πλευρά, να τους δεις να δοκιμάζουν. Νομίζω πως αυτό κάνουν οι Αμερικανοί Woods στον δίσκο που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο. Έτσι, χωρίς καν να το καταλάβουμε, η μπάντα περνάει ήχους από jazz, reggae και afro μουσικές. Και δεν είναι μια μικρή αλλαγή για τον ήχο ενός γκρουπ που εδώ και οκτώ δίσκους παίζει rock και μάλιστα το αμερικάνικο rock, αυτό με τις 60's – pop επιρροές. Ο δίσκος ξεκινά με το κομμάτι σύμβολο Sun City Creeps και περιέχει τα συστατικά που προαναγγέλλουν τι πρόκειται να ακολουθήσει. Τα ηλεκτρονικά πλήκτρα, τα σαξόφωνα και ο τρόπος που τραγουδά ο Jeremy Earl, είναι όλα όσα οι Woods θα περάσουν ως προσθήκες, παράλληλα με την ήδη γνωστή τεχνοτροπία τους που -μη γελιώμαστε- διατηρούν κανονικότατα. Και πάλι, κομμάτια όπως το The Take ή το Can't See at All είναι αυτά που ενώ έχουν υποστεί τις μεταλλάξεις, ακούγονται σα να είναι εντελώς δικά τους και ξαναπαιγμένα. Και αυτό είναι μεγάλο κατόρθωμα για καλλιτέχνες με μια μακρά ύπαρξη στη γραφή μουσικής. Εκτός αυτού, ο δίσκος διαθέτει και pop τραγούδια, όπως το Politics of Free που θα κάνουν το μεγαλύτερο μέρος των ακροατών να κολλήσει μαζί τους λόγω ανεβαστικής διάθεσης αλλά και για όσους προσέχουν και τους στίχους, λόγω των αφορισμών στους στίχους όπως: In a world of shit, let's tune out.
Και επειδή τα λέμε όλα και επιχειρηματολογούμε για όλα, θα συμφωνήσω πως η φωνή του Earl ίσως αρχικά όπως λένε όσοι τους παρακολουθούν, να τους βοήθησε να ξεχωρίσουν με την ιδιαιτερότητα της στις ψηλές. Σήμερα όμως που το γκρουπ φαίνεται να ξεφεύγει από τη μεγάλη μάζα και να ξεχωρίζει ως κάτι μεγαλύτερο, ίσως η φωνή του να τους κάνει και κακό. Ναι, έχουν γράψει μουσικές με στόφα επιτυχίας όλα αυτά τα χρόνια όμως μετά από πολλές ακροάσεις τα vocals ακούγονται από μονότονα έως ενοχλητικά με αυτή την σκοπίμως (;) φάλτσα φωνή. Ας σκεφτούν την προσθήκη γυναικείας φωνής, αν τα υπόλοιπα μέλη φοβούνται να βγουν σόλο μπροστά στο μικρόφωνο, έτσι θα είναι πιο δίκαιο.
Παρόλα αυτά οι Woods, για να επανέλθουμε στις περί ου ο λόγος αποδοθείσες περγαμηνές, γράφουν μεγάλες μουσικές και μάλιστα μπορούν χωρίς δυσκολία να στριμώξουν ακόμη και trippy τραγούδια όπως το I See in The Dark που είναι και krautrock σε ρυθμό, έχει και ηλεκτρονική καταγωγή. Το πόσο ενδιαφέρουσα είναι μια μπάντα και το αν αξίζει της προσοχής μας, εκτός από υποκειμενική αλήθεια, είναι και αντικειμενική που θα πρέπει να βασίζεται στο πόσο προσπαθούν για να το καταφέρουν αυτό. Φαίνεται πως οι Woods όχι απλά προσπαθούν αλλά το παρακάνουν κιόλας. Διαλέγουν τον δύσκολο δρόμο της αλλαγής, της μεταστροφής και του να κολυμπήσουν αντί να μείνουν αραχτοί στο στρώμα θαλάσσης για να τους βλέπει ο ήλιος. Ο τίτλος σιδηρόδρομος του άλμπουμ ας είναι η μόνη αδυναμία της φετινής δουλειάς των αμερικανών. Στη θέση 6, για το πιο ενδιαφέρον και ταυτόχρονα πιασάρικο άλμπουμ του 2016.
Όλος ο δίσκος ΕΔΩ.
Astrobal – Australasie
Μάιος, Σαββάτο πρωί και τυχαία επίσκεψη σε γαλλική σελίδα που προτείνει μουσική, μας προτρέπει να ακούσουμε όλο το album των
Astrobal. Περίεργο και άγνωστο όνομα καλλιτέχνη, που δε σου γέμιζε το μάτι σε πρώτη φάση. Σε πρώτη φάση, γιατί υπήρξαν πολλές φάσεις με αυτό τον δίσκο, αλήθεια πολλές. Σε συζητήσεις με φίλους, όταν προσπαθούσα να τους τραβήξω την προσοχή για να το ακούσουν από το ελεεινό ηχείο του κινητού. Όταν το άκουγα στη διαπασών ταξιδεύοντας με τον ήλιο αντίθετα με το αμάξι ή όταν πήρα το βινύλιο στα χέρια μου και ίσως να έμεινε δίπλα στο πικάπ χωρίς να επιστρέφει στη ραφιέρα για εβδομάδες. Μέχρι να φύγει το καλοκαίρι και να του δώσουν όλοι τη σημασία που του άξιζε. Πρόκειται για αριστούργημα τους έλεγα, φτάνοντας στο τέταρτο κομμάτι του δίσκου, το Flow My Tears the Machine Said που δεν έχει καν φωνητικά, παρά μόνο synthesizer και διαστημικές μελωδίες. Ο Γάλλος Emmanuel Mario είναι από εκείνους τους άγνωστους καλλιτέχνες – ήρωες, που μπορεί και να μη μάθεις ποτέ για εκείνους, αλλά θα συνεχίσουν να εργάζονται αδιάκοπα ως εραστές και αθεράπευτα ερωτευμένοι. Παλιός συνεργάτης ως drummer και παραγωγός της Laetitia Sadier, που έχει δώσει σημαντικές και εμβληματικές μουσικές μέχρι σήμερα, ο Emmanuel κυκλοφόρησε φέτος την πρώτη του ολοκληρωμένη δουλειά και αυτό είναι ευτυχία για εμάς τους ακροατές. Ο ίδιος ζει στο Παρίσι και στο ενεργητικό του έχει ήδη μικρές κυκλοφορίες με τους επίσης αξιόλογους Γάλλους Julien Gasc και Julien Barbagallo.
H γαλλική μουσική διαθέτει ποικιλία και κλασική παιδεία και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο έργο του
Emmanuel Mario, σε κομμάτια όπως το Trois Beaux Oiseaux Du Paradis. Φουτουριστικές αρμονίες με πραγματικά κύριο συνθετικό, τους αστρικούς ήχους, όπου ο καλλιτέχνης παίρνει τον ακροατή μαζί του σε ένα ταξίδι σε μέρη μακρινά, σε ένα ταξίδι εξωπραγματικό. Αυτή είναι μια από τις πολλές αποδείξεις μέσα στο άλμπουμ, του γιατί ο Emmanuel είναι μια προσωπικότητα που μπορεί να παντρέψει αιθέριες μελωδίες με πολύβουους ήχους από synthesizers και τύμπανα που χτυπούν με αυξανόμενο ρυθμό μέχρι την αποθέωση. Και πολλές φορές ακούγοντας ξανά και ξανά το άλμπουμ, αναρωτήθηκα αν οι ρομποτικές μελωδίες, συχνά ατμοσφαιρικές, είναι τοποθετημένες από τον Astrobal υπό τη μορφή φουτουριστικής ποίησης. Αν το New Wave ξεκινούσε σήμερα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας από τους πρωτοπόρους του θα ήταν και αυτός. Δίσκος – οραματιστής για την εποχή του, το Australasie συγκεντρώνει τόσο πολλά είδη μουσικής όσο και μουσικές εποχές, όπως ακριβώς στα όνειρα. Το άλμπουμ ίσως είναι υμνητής της έννοιας του πειράματος, αφού λάμπουν εντός του τόσα είδη μπλεγμένα μαζί. Το πιο γοητευτικό σε αυτή την κυκλοφορία, είναι η φινέτσα και η συμμετρία που έχει επιβάλει ο Astrobal σε κάθε του πτυχή. Από τα γυναικεία φωνητικά, τους ψιθύρους, τα τύμπανα και τις απλοϊκούς ήχους των χορδών της κιθάρας, μέχρι τα κοσμικά synthesizer του. Στο Australasie μπορεί να βρει κανείς τον Brian Eno, τον François de Roubaix, ή τον Michel Legrand, δεν θα ξεχωρίσει όμως κανένα κομμάτι του, θα ήταν ιεροσυλία. Όλα ισάξια και όλα έτοιμα να κατακτήσουν νέους φαντασιακούς κόσμους στο μυαλό του καθένα από εμάς. Στη θέση 5, για την πιο όμορφη φετινή μάχη της Pop με την πειραματική μουσική.
Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Υ.Γ.: Το εξώφυλλο προτείνεται ανεπιφύλλακτα για σεμινάριο χαράς.
Sivert Høyem – Lioness
Η ύπαρξη ερμηνευτών σαν τον Høyem, μοιάζουν με εκρήξεις super nova εδώ κι εκεί στο απέραντο σύμπαν, που άφησαν για πάντα το φως τους να ταξιδεύει στο διάστημα, στο άπειρο, με άγνωστο μέχρι και πότε. Αναλαμπές του σύμπαντος, για πάντα αποτυπωμένες εν είδει φωτός και ταχύτητας. Μέχρι λοιπόν κάτι πάνω στον πλανήτη Γη, μια μέρα να σβήσει τα πάντα, αρχειακό υλικό, αποθηκευτικά μέσα και μνήμες ανθρώπων, η φωνή του Sivert θα δεσπόζει ανεξίτηλη και δυνατή. Μικρή εισαγωγή-φόρος τιμής, για έναν άνθρωπο τόσο προικισμένο, τόσο μοιραίο. Αληθινά μοιραίο να τραγουδά και να γράφει για τους Madrugada μέχρι το 2007 και φέτος να επανέρχεται με την πέμπτη του solo δουλειά. Ο Νορβηγός δεν ανεβάζει τον πήχη μόνο σε σχέση με τους λοιπούς τραγουδοποιούς του είδους (άλλωστε πόσοι έμειναν ;), αλλά τον πηγαίνει πολύ ψηλότερα και σε σχέση με τις προηγούμενες του δουλειές. Επίσης, εδώ συγκεντρώνει πλέον τόσα στοιχεία, από την ατμόσφαιρα μέχρι τον βαθύ στίχο, που είναι αδύνατον ο ακροατής να μπει στο θέμα του δίσκου χωρίς έναν αριθμό ακροάσεων. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά το Moon Landing του 2009, όταν στην πλειοψηφία του είχε indie και alternative ύφος, με ελάχιστες μπαλάντες όπως το Going for Good, χωρίς κομμάτια σφραγίδες και χωρίς τους συναισθηματισμούς του φετινού LP. Το Lioness είναι ένα σκοτεινό ρομάντσο ανάμεσα σε όνειρα και πάθος. Μερικές λέξεις που σε όποια σειρά κι αν μπουν, θα σημαίνουν ένα και το αυτό για τους ακροατές: Ότι ο Høyem είναι βασιλιάς στο να δημιουργεί αυτή την ατμόσφαιρα.
Και τι ζητάμε ; Μια ευκαιρία να ακούσουμε – να αποτυπώσουμε – μια μελωδία που θα πάρουμε μαζί μας για πάντα. Αυτό νομίζω είναι που θέλουμε από τα τραγούδια. Να μας δώσουν μελωδίες που θα αποθηκευθούν, θα μας κάνουν να νιώσουμε πράγματα, να θυμηθούμε, να συγκινηθούμε. Και την προσφέρει στον υπερθετικό βαθμό, όλη αυτή την αλληλουχία ο νέος δίσκος του Høyem. Είτε τον ακούσεις να τραγουδά τραγούδια με ρυθμό, όπως το Fool to your Crown, είτε το αργό It Belongs to Me, ο άνθρωπος αυτός είναι μια μαγευτική εμπειρία.
Καταφέρνει και πάλι να μας κάνει να είμαστε έτοιμοι να δακρύσουμε ή και να σηκωθούμε για να μοιραστούμε ένα χορό με τη/το σύντροφο μας. Όλα αυτά μαζί, στα 41 λεπτά του Lioness. Λόγω χωροχρόνου του παρόντος review, δεν θα επεκταθούμε λεπτομερώς στα επιμέρους των κομματιών του. Θα πούμε με σιγουριά όμως, πως ο δίσκος είναι γεμάτος παραλληλισμούς, συμβολισμούς και στίχους με κρυμμένα νοήματα που αξίζουν προσεκτικής ακρόασης ή ανάγνωσης από τα lyrics. Στα του ήχου ως είθισται, η φυσικότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό ενώ τα ηλεκτρονικά στοιχεία περιορίζονται έντονα και ενισχύεται η παρουσία της ακουστικής κιθάρας που ακούγεται σχεδόν παντού. Λίγα άλμπουμ πλησίασαν φέτος (το τονίζω, πλησίασαν) το επίπεδο του κλασικού. Ένα από αυτά ήταν το Lioness, λόγω της αληθινά χαρισματικής ενορχήστρωσης αλλά και της δύναμης των κομματιών του. Ανάμεσα στα δέκα κομμάτια του, ο δημιουργός βρίσκει αμέτρητους τρόπους να εκδηλώσει το ταλέντο του, πάντα απέχοντας από ματαιόδοξες τάσεις για διασημότητα και δόξα. Ευτυχώς, για να μπορούμε να κρατάμε αυτά τα μουσικά διαμάντια για πάρτη μας. Στη θέση 4, για το άλμπουμ που ήταν Άλμπουμ με όλη τη σημασία. Ενιαίο, στιβαρό, έδωσε στίγμα.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
No Clear Mind – Makena
Ο τελευταίος μήνας του 2016, μας επιφύλασσε μια από τις ομορφότερες εκπλήξεις μιας χρονιάς που ήταν γεμάτη στεναχώριες και δυσάρεστα γεγονότα. Πρόκειται για δίσκο από Ελληνικά χέρια αλλά επίσης και για ένα συνολικό αποτέλεσμα που αδιαμφισβήτητα έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η καλή μουσική τελικά υπάρχει. Κι αν κάποιοι παραπονιούνται πως πλέον η μουσική του σήμερα στερείται από καλλιτέχνες που γράφουν μεγάλες μουσικές, ας πατήσουν play στο Makena, τη νέα δουλειά των No Clear Mind. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε σε έναν αχυρώνα στην Πελοποννησιακή Μάνη, ενώ οι κατά τα άλλα εν Αθήναις βασισμένοι δημιουργοί, ξεκίνησαν το γκρουπ στα Χανιά της Κρήτης από όπου και κατάγονται. Το πείραμα, ξεκίνησε το 2009 όταν το πρώτο τους (αποκλειστικά) digital άλμπουμ, δόθηκε στο κοινό δωρεάν με σκοπό να εξυπηρετήσει λόγους αρχείου για τις μουσικές που έγραφαν και κρατούσαν στο συρτάρι. Κι όμως, το κοινό του διαδικτύου, ήταν εκείνο που τους έδωσε το σκούντημα για να πάρουν στα σοβαρά αυτή τη μουσική μαγιά. Οι Βρετανοί The XX, τους έχουν ήδη ποστάρει σε δικές τους δημοσιεύσεις, ενώ αναρίθμητα videos βρίσκονται ήδη στο YouTube κάνοντας τους γνωστούς παρότι ακόμη δεν είχαν επίσημη δισκογραφία. Η δύναμη της πληροφορίας. Το 2013, έρχεται το Mets στην πανταχού παρούσα Inner Ear, δίνοντας στο γκρούπ αριθμό καταχώρησης στα μουσικά πράγματα της Ελλάδας και όχι μόνο, ταυτοποιεί όμως και τον ήχο τους. Μερικές ημέρες πριν το 2016 μας αφήσει, το συγκρότημα επανέρχεται με έναν δίσκο αριστουργηματικό, με δέκα τραγούδια καθηλωτικά. Έναν δίσκο που έχει φιλοδοξίες κι ας μη θέλουν να το παραδεχθούν.
Οι συνδυασμοί που είναι ολοφάνεροι στη νέα δουλειά της μπάντας, βρίσκονται στους ρυθμούς. Χρησιμοποιούνται πλέον περισσότεροι από ένας, για να χτιστεί ο σκελετός των κομματιών. Μια βασική διαφορά με τον προκάτοχο Mets, είναι η τοποθέτηση ρυθμού παντού και μάλιστα σε μερικά κομμάτια όπως τα Saint John και No Man is an Island, αυτοί ανεβαίνουν για πρώτη φορά τόσο ψηλά. Η χρήση των δυο ταυτόχρονων ρυθμών για τους οποίους μιλούν, υπάρχουν στα Starless Night, Sonnee και Makena. Παρόλα αυτά και ενώ οι ίδιοι μας λένε πως ο δίσκος είναι εξωστρεφής, νομίζουμε ότι η εξωστρέφεια δεν είναι ταυτόσημη με τον όντως πολυεπίπεδο ήχο. Σφαιρικά και ακούγοντας το Makena στο σύνολο του, χωρίς να απομονώσουμε τις στιγμές των peak στη διάθεση του, θεωρούμε ότι είναι ένα εσωστρεφές σε διάθεση άλμπουμ. Με το δικό μας ταπεινό κριτήριο, το μυστικό στην όλη παραγωγή, βρίσκεται στις στενές γραμμές της γραφής του. Δηλαδή, το με τι τρόπο είναι δεμένα είναι μεταξύ τους τα κομμάτια, μην αφήνοντας ρήγματα σε κανένα σημείο της 48λεπτης διάρκειας του. Οι κιθάρες, οι μελωδίες που σου μένουν και η αναλογικότητα στον ήχο που έχει όλος δίσκος, είναι αυτά που συντελούν στο να μη νιώσεις κανένα τραγούδι παράταιρο, παρά τις συνεχείς μετατοπίσεις σε μέτρο και διάθεση.
Στο Makena, η μίξη του ήχου των χορδών της ακουστικής κιθάρας μαζί με τους ρυθμούς είτε από φυσικά ή ηλεκτρονικά τύμπανα, δίνει αυτό το επιδέξιο – λεπτότεχνο αποτέλεσμα που δεν μπορώ να εξηγήσω, παρά μόνο να το αποδώσω στη μαγεία της μουσικής τους έμπνευσης. Τα κομμάτια που με συγκινούν περισσότερο, είναι τα In June, Saint john, Silence We Create και No Man is an Island. Όλα τους δημιουργούν άπειρα συναισθήματα μέσω της σταδιακά αυξανόμενης έντασης, που απλά αρκεί για να σου τινάξει το μυαλό στο αέρα μέχρι το ξέσπασμα τους. Επιτέλους, ένας δίσκος που δεν μπορεί να τοποθετηθεί έξω από την καρδιά. Βαδίζουμε ολοταχώς προς την DIY εποχή και παρέες όπως αυτή των Λευτέρη Βολάνη, Βασίλη Ντοκάκη και Δημήτρη Παγίδα ίσως και να αποτελούν τους πρωτοπόρους για το ξεκίνημα νέων τρόπων κυκλοφορίας μουσικής. Από τον Θεοδωράκη, τις Ελληνικές Ροκ μπάντες των 80ʼs και 90ʼs, ως τους Sonic Youth, τους Radiohead, τους Pixies και το νέο κύμα, οι No Clear Mind μεταφέρουν μέσα στις μουσικές τους μια και μοναδική λέξη ως κεντρική έννοια : τη Μελωδία. Στη θέση 3, για το άλμπουμ με τις περισσότερο αληθινές μελωδίες του 2016.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
Radiohead – A Moon Shaped Pool
Δυσκολεύομαι να γράψω για μπάντες όπως οι Radiohead. Όχι γιατί είναι ιστορικά τεράστιου μεγέθους γκρουπ, ούτε επειδή όλοι γράφουν για εκείνους διθυραμβικές κριτικές με στολίδια. Δυσκολεύομαι απλώς επειδή δεν είναι εύκολο να προσεγγίσεις τη φιλοσοφία μιας μουσικής διάνοιας όπως ο Yorke. Έχω διαβάσει ένα βιβλίο για την ιστορία τους, έχω παρακολουθήσει ντοκιμαντέρ, έχω συμμετάσχει σε ατελείωτες συζητήσεις για τους Βρετανούς, με ένα και μόνο συμπέρασμα κάθε φορά: Το κεφάλαιο Radiohead, δεν είναι κεφάλαιο. Είναι ένα μουσικό παραμύθι όπως αυτά που μας είπαν οι γονείς μας μικρούς και θα μείνουν για πάντα μέσα μας σαν κατασκευαστικά υλικά, σαν τον σκελετό του Γιατί Υπάρχουμε. Οι Radiohead δεν μπορούν λοιπόν εύκολα να αποκωδικοποιηθούν από τον καθένα μας, γι' αυτό και δεν μπορώ να αγγίξω κάτι τόσο θεωρητικά περίπλοκο, παρα μόνο να κοινοποιήσω όσα ένιωσα ακούγοντας την ένατη τους ολοκληρωμένη δουλειά.
Ο δίσκος περιέχει πολιτικές θέσεις όπως αυτή που ξεκάθαρα παίρνει στο Burn the Witch. Επίσης, περιέχει περισσότερες χαλαρωτικές μελωδίες σε σχέση με τον προκάτοχο του King of Limbs, όπως σε κομμάτια σαν το Glass Eyes ενώ ο Yorke σπάνια θα ακουστεί να ανεβάζει τον τόνο της φωνής του όπως παλιότερα. Πολλές πληγές της μουσικής ιστορίας τους, επιχειρείται να κλείσουν, καθώς κομμάτια όπως το True Love Waits που έπαιζαν σε live εμφανίσεις τους, πλέον βρίσκονται στον δίσκο με τη στουντιακή τους μορφή. Πέρα από τα Burn The Witch και Full Stop στα οποία όντως οι ρυθμοί παραπέμπουν σε παλαιότερες δουλειές, το Moon Shaped Pool βάζει ξανά στο παιχνίδι τη λογική της ακρόασης-κρίσης ενός άλμπουμ ως δημιούργημα συνολικά και όχι ως μεμονωμένα κομμάτια.
Οι Radiohead ξεκίνησαν να μας ιντριγκάρουν για το Moon Shaped Pool, από τα τέλη του Απρίλη όταν σε μέλη των fan του γκρουπ είχαν αποσταλεί flyer με τη μυστηριώδη επιγραφή Burn The Witch. Τότε όλοι άρχισαν να υποψιάζονται πως ένα νέο άλμπουμ των Βρετανών μετά από 5 χρόνια, είναι πολύ κοντά. Το βράδυ της Κυριακής 8 Μαίου, σχεδόν κράσαρε το site τους και όσα άλλα ήταν έτοιμα να παρέχουν ψηφιακά -για αρχή- τη νέα κυκλοφορία. Λογικό, οι Radiohead δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα αυτού του πλανήτη στις ημέρες μας, είναι ίσως από αυτά τα λίγα (αν υπάρχουν κι αυτά) που κουβαλούν μέσα τους μια μορφή μουσικού διαφωτισμού. Ο Thom ποτέ δεν διηγούνταν απλώς μια ιστοριούλα. Μιλά με ειλικρίνεια και αφού πάντα έχει προηγηθεί το συναίσθημα-αίτιο για σύνθεση και γραφή στίχου. Το στοιχείο που είναι τόσο έντονα αποτυπωμένο στη νέα τους δουλειά, είναι αυτό της υπαρξιακής αναζήτησης, ακόμη και του φόβου ίσως (;). Οι αλήθειες των Radiohead ίσως χρειαστούν ακόμη αρκετά χρόνια για να αποκρυπτογραφηθούν και να γίνουμε όλοι όσοι τους ακολουθούμε κοινωνοί τους. Είναι όμως εκεί έξω σε κοινή θέα και αυτό είναι το πιο συναρπαστικό. Ποιός θα μπορέσει να τις μεταφράσει ; Στη θέση 2, για το πιο φευγαλέα όμορφο άλμπουμ της χρονιάς, με διαφορά.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
Society – All That We've Become
Εντάξει, το παραδέχομαι. Ήμουν θετικά προσκείμενος στο All That We've Become πριν ακόμα κυκλοφορήσει. Θα τον σχολίαζα θετικά ακόμα και αν τελικά ήταν ένας μέτριος ή κακός δίσκος. Αυτά είναι όμως τα αποτελέσματα της προσμονής από τα τέλη ακόμα ακόμα του 2012, όταν ο Jamie Girdler έφερε σε κυκλοφορία ψηφιακά (και σε 7inch το 2013), το κομμάτι που έδωσε τίτλο στο πρώτο του (επιτέλους !) LP. To All That We've Become περιείχε όλα τα στοιχεία ενός σύγχρονα γραμμένου ρετρό κομματιού, που κατάγεται από τα 60's. Αυτό που με ενθουσίασε περισσότερο τότε, ήταν ο ήχος που έμοιαζε να είναι κάτι μεταξύ Serge Gainsbourg, Portishead και Zero 7, σε παραγωγή του επίσης κολληματικού Danger Mouse. Στο repeat λοιπόν για καιρό για ένα τραγούδι που όσο περνούσε ο καιρός, αποκάλυπτε όλο και περισσότερες ομορφιές του, μέχρι που τον Σεπτέμβριο του 2013 κυκλοφορεί το επίσης πανέμορφο 14 Hours. 60's funky μπασογραμμές, μαζί με garage ήχους μιας μπάντας που από τη μια φαινόταν πως ακόμη ψάχνει τον ήχο της και από την άλλη μοιάζει να μας οδηγεί σε ένα ακόμα υπο-είδος της εναλλακτικής μουσικής κουλτούρας, ιδιοφυές αν μη τι άλλο. Αλλά και πάλι, οι πληροφορίες λιγοστές, νέα δεν υπήρχαν από πουθενά, οι δισκογραφικές εξαφανισμένες και η ίδια η μπάντα ή ο one man show Jamie, απών και από τα κοινωνικά δίκτυα. Το 2015, μετά από δυο ολόκληρα χρόνια (δηλαδή διάστημα μαμούθ για τους ήδη λοβοτομημένους fan όπως εμείς), έρχεται το Protocol με στόφα κομματιού που θα δώσει το Βρετανικό (τουλάχιστον) μουσικό βήμα τους Society για να πουν ό,τι έχουν να πουν. Το τραγούδι συνοδεύεται από ένα video clip με έναν νεαρό να χορεύει με απλότητα και ταυτόχρονα έξυπνη δημιουργικότητα. Πλέον ο Jamie δεν είναι μόνος του στην παραγωγή, τον βοηθά και ο Brendan Lynch (συνεργάτης του Paul Weller και Primal Scream), που φαίνεται πως τροφοδοτεί με ιδέες σε ύφος όπως εκείνο των U2 στις αρχές της δεκαετίας του 90'. Το Protocol παίζει με τα δυνατά beat, παίρνοντας όμως και trip hop ενέσεις πάνω σε ένα ορχηστικό υπόβαθρο βιολιών και echo, αληθινά εμπνευσμένο.
Είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς, πως το All that We've Become ολοκληρώθηκε συλλέγοντας κομμάτια που είναι γραμμένα σε διαφορετικές περιόδους. Αρκετά ετερόκλητα μεταξύ τους τα περισσότερα τραγούδια, όμως ένας lo-fi ήχος, που θα μας υποδεχθεί σε μια ζεστή ατμόσφαιρα και θα μας αφήσει να ανακαλύψουμε με τις ακροάσεις ένα-ένα τα κρυμμένα διαμάντια του.
Όπως τα Commiserations, Stockowski, Closed Eyes και The Smoke που μπορούν να προσφέρουν συγκίνηση, νοσταλγία και να διδάξουν σε παλιούς ακροατές, πως η σύγχρονη pop μουσική γράφεται χωρίς καλούπια και taboo. Eίναι αναπόφευκτο ο Girdler να μη μας θυμίσει Richard Ashcroft καθώς τραγουδά. Οι ενορχηστρώσεις όμως του Lynch, μαζί με τον συναισθηματισμό του Girdler στην ερμηνεία, κάνουν τα κομμάτια σημαντικά και άξια προσοχής. Τα Stockowski και Glug, που χρειάζονται ακροάσεις μέχρι να αντιληφθείς τον ρόλο και την παρουσία τους στο άλμπουμ, είναι τα κομμάτια που αν και μοιάζουν με ιντερλούδια, είναι ζωτικής σημασίας για το άλμπουμ. Και τα δυο Instrumental και σε trip hop ρυθμό, δίνουν σαφή κατεύθυνση και χαρακτήρα στο project, την οποία εγκαίρως ανακάλυψαν και σωστά τόνισαν οι δυο Βρετανοί. Οι Society μπορεί μέχρι σήμερα να είναι άγνωστοι αλλά θα τους προτιμήσω αντί για κάποιους φτασμένους, που φέτος προσπάθησαν να μας πουλήσουν αδιάφορα άλμπουμ ή σέρβιραν μια από τα ίδια. Σε μια εποχή που έχουμε ανάγκη από νέες μουσικές ιδέες και βάσεις, οι Βρετανοί μέσα στην παραξενιά τους, είναι άκρως ενδιαφέροντες, δημιουργούν μουσική υψηλής ποιότητας και μάλλον είναι αυτό που θέλει ο μουσικός πλανήτης, τώρα. Στη θέση 1, για το άλμπουμ που περιμέναμε με μεγαλύτερη ανυπομονησία το 2016.
Όλο το άλμπουμ ΕΔΩ.
***
Ο Μιχάλης Αποστόλου είναι ραδιοφωνικός παραγωγός.