HomeMind the artΜουσική"Albums of 2019" | Η κατά Μιχάλη...

"Albums of 2019" | Η κατά Μιχάλη Αποστόλου Ανασκόπηση της Χρονιάς

Το 2019 κλείνει μια δεκαετία της οποίας τη μουσική επίδραση θα διαπιστώσουμε, θα επεξεργαστούμε και θα εκτιμήσουμε μάλλον αρκετά αργότερα, όπως πάντα άλλωστε. Η μικρή μου αίσθηση, προς το παρόν τουλάχιστον, είναι πως επρόκειτο για μια χλιαρή δεκαετία πειραματισμών με νέους ήχους. Είναι γεγονός, πως οι τεχνολογικές δυνατότητες που δίνονται στους παραγωγούς και τους καλλιτέχνες για να δημιουργήσουν μουσική, είναι πλέον αμέτρητες και πανίσχυρες. Δεν είναι όμως αρκετές, δεν φτάνουν από μόνες τους για να γραφτούν αριστουργήματα, χρειάζεται η δημιουργική σκέψη ή αλλιώς το ταλέντο των μουσικών. Πολλά λοιπόν τα προικισμένα μυαλά που εμφανιζόντουσαν κατά καιρούς αυτή τη δεκαετία όμως η κοινή διαπίστωση ήταν πως έφευγαν κάπως άτσαλα από το προσκήνιο έπειτα από ένα ή δύο καλά άλμπουμ, αφήνοντας πίσω τους απογοήτευση και σκεπτικισμό.

Ίσως να φταίει η έλλειψη πόρων και εταιρειών που θα χρηματοδοτήσουν αυτές τις προσπάθειες, αφού οι περισσότεροι καλλιτέχνες του σήμερα αναγκάζονται να βγουν στη γύρα, κάνοντας live για τα προς το ζην. Σε ιδανικές συνθήκες ή αν βρισκόμασταν στα 70's, ένα μεγάλο label θα τους εξασφάλιζε ότι χρειάζεται για να απομονωθούν σε ένα σπίτι στην εξοχή και ανενόχλητοι να γράψουν τον επόμενο εμβληματικό δίσκο. Ίσως βέβαια τα αίτια για το ότι έχουμε πολλά χρόνια να ακούσουμε κάτι εξαιρετικά μεγάλο, να βρίσκονται και στην έλλειψη φιλοσοφημένων μουσικών. Η αλήθεια είναι πως η απουσία μιας φιλοσοφημένης στάσης ζωής, που θα οδηγούσε σε σταθερά βήματα και πρόοδο τον εκάστοτε δημιουργό, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στην πλειοψηφία των καλλιτεχνών των ημερών μας.

Ο καθένας αντιλαμβάνεται τη μουσική με διαφορετικό τρόπο. Nα λοιπόν η χρησιμότητα των λιστών στο τέλος κάθε χρονιάς, ένας όμορφος τρόπος να μπούμε στον κόσμο των άλλων. Η υποκειμενικότητα και η σχετικότητες θα κυβερνούν πάντα τον πλανήτη και αυτό δε θα πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ. Και επειδή η μουσική είναι το μόνο πράγμα που δεν είναι πράγμα κι όμως προσφέρει τόση ευτυχία, παρακάτω τα άλμπουμ που μας τράβηξαν περισσότερο την προσοχή τη χρονιά που φεύγει, με σύντομη ανάλυση για τους λόγους που τα επιλέξαμε. Ευχόμαστε ένα δημιουργικό και μουσικά καταιγιστικό 2020, καλή χρονιά !

20. Kraak & Smaak – Pleasure Centre


Από το ντεμπούτο του στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το ολλανδικό τρίο Kraak & Smaak έχει καθιερωθεί ως ένα από τα κορυφαία ευρωπαϊκά project εκλεκτικής funk, χορευτικής και γενικότερα ανεβαστικής μουσικής. Δεν μας εξέπληξε λοιπόν καθόλου το γεγονός ότι η νέα τους δουλειά Pleasure Center, το έκτο τους στουντιακό άλμπουμ, είναι άλλη μια χαρούμενης διάθεσης κυκλοφορία. Αυτή τη φορά, οι επιρροές τους προέρχονται περισσότερο από την Αμερικανική τεχνοτροπία, συνεχίζοντας βέβαια να κλείνουν το μάτι όπως πάντα στην boogie, την P-funk, την synth-pop, την soul του 80', την jazz-funk και τα εκλεκτικά κομμάτια αλά Rotary Connection όπως το υπέροχο Twilght, με φωνητικά από το ανερχόμενο αστέρι, την Λονδρέζα Izo FitzRoy.

Το Pleasure Center είναι μια δουλειά αξιοσημείωτα χειροποίητη. Αντί για την ξερή αποκλειστική χρήση υπολογιστών, οι ολλανδοί δημιουργούν μουσική που πράγματι μας υπενθυμίζει πως πρόκειται για μπάντα και όχι για ηλεκτρονικό project. Ο ήχος τους είναι pop, ογκώδης, πειστικός και διαθέτει την απαραίτητη φυσικότητα που θα τους διατηρήσει στην κατηγορία των καλλιτεχνών με στόφα και επίπεδο. Η αλήθεια είναι πως έχουμε απομακρυνθεί από την κουλτούρα των club της κεντρικής Ευρώπης αλλά και αυτών της μαύρης μουσικής. Η απόλυτα αρμονική χορευτική soul funk των Kraak & Smaak είναι εδώ όχι μόνο για να επαναφέρει την τάξη αλλά και για να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο της συνεχιζόμενης υποκουλτούρας στην χορευτική μουσική των τελευταίων ετών, όπου η μελωδίες είχαν κάνει περίπατο. Κομμάτια όπως τα απολαυστικά Don't Want This to Be Over, Same Blood και Guilty Discomforts κρατούν ψηλά τον πήχη και θα προσγειώσουν όσους ακόμη νομίζουν πως η pop είναι μόνο εφέ και κομπρέσορες σε λογισμικά υπολογιστών. Ολόκληρο το άλμπουμ εδώ.


19. Stats – Other People's Lives


Το Other People's Lives είναι ένα αληθινά καλό άλμπουμ απ' τους Λονδρέζους Stats. Ακούγοντας όμως το τελευταίο κι επικό του κομμάτι Never Loved Anyone, κατάλαβα πόσο απλά μπορεί να είναι τα πράγματα παρότι εμείς τα κάνουμε δύσκολα. Οι Stats εκτός από συνειδητοποιημένοι καλλιτέχνες, διαθέτουν και καλή αίσθηση του χιούμορ, μια πνευματική στάση που ουσιαστικά πολλαπλασιάζει τη δυναμική του ντεμπούτου άλμπουμ τους. Το I am a Animal για παράδειγμα, περιέχει στίχους όπως : I will forget how to do my photo smile, It's as clean and flawless as a bathroom tile, που περνούν τόσο απλοϊκά και φυσικά. Ολόκληρο το άλμπουμ είναι γεμάτο με funky χορευτικούς ρυθμούς κι ηλεκτρονικές ροκ υφές. Πολλαπλά επίπεδα από synthesizers, ηλεκτρικές κιθάρες και μια ροκ ρυθμικότητα από τον drummer John Barrett (των Eugene McGuinness) και τον μπασίστα Stu Barter ο οποίος πιστώνεται και το εξαίσιο μπάσο στο Rhythm of the Heart αλλά και σε ολόκληρο το δίσκο.

Εντύπωση επίσης μου έκανε ο τρόπος ηχογράφησης του άλμπουμ, που ηχογραφήθηκε με ζωντανό παίξιμο όλων των μουσικών ταυτόχρονα, όπως όταν θα έπαιζαν σε ένα live. Η μέθοδος ήταν επίσης απλή και ξεκινούσε με την επιλογή ενός ρυθμού. Πάνω σε αυτόν ενσωματωνόταν οι ιδέες και οι μελωδίες που είχαν στο μυαλό τους οι έξι μουσικοί κι έτσι μπορούσε να συγκεντρωθεί συγχρονισμένα και απρογραμμάτιστα η ενέργεια και η έμπνευση όλων μαζί. Ο ήχος του άλμπουμ, σίγουρα αντιστοιχίζει στα αυτιά μας τεχνοτροπίες από τα 80s και τα 90s, όπως στα The Family Business και Raft. Αν και ο ίδιος ο Ed δεν είχε ούτε ως σκοπό αλλά ούτε και ασυνείδητα το αντιλήφθηκε να συμβαίνει, το Other People's Lives μοιάζει πολύ μουσικά και στις δύο αυτές δεκαετίες. Δε θέλω να πω πως δεν μου θύμισαν και το πριν, δηλαδή τον John Lennon του 70' στο A Man Who Makes the Weather με το εμβληματικό πιάνο ή το σήμερα και τους Franz Ferdinand που έχουν ομοιότητες μαζί τους. Παρόλα αυτά και εκ του αποτελέσματος, ο δίσκος ποτέ δεν φαίνεται να απομακρύνεται από τον χορευτικό σχεδιασμό του και είναι γεμάτος αξέχαστα τραγούδια. Σημαντική ανακάλυψη οι Stats για το 2019, είτε διαβάσετε το όνομα τους από δεξιά είτε από αριστερά. Όλος ο δίσκος εδώ.


18. Murray A. Lightburn – Hear Me Out


Η νέα δουλειά του Καναδού Murray A. Lightburn αναπόφευκτα θα συγκριθεί με αυτές των The Dears, που μεσουράνησαν στην indie pop μουσική σκηνή για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα. Ίσως η λέξη 'σύγκριση' να μην είναι η απολύτως κατάλληλη, γιατί το Hear Me Out είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις indie pop rock δημιουργίες των The Dears, δηλαδή του ιδίου και της συζύγου του Natalia Yanchak. Η νέα solo δουλειά του Lightburn, πέρα από τις ηχητικές διαφοροποιήσεις, είναι κάτι εντελώς προσωπικό. Όπως ο ίδιος λέει, ..I decided to leave out the experimental part. I really wanted to render an album where the songs and the vocals were front and centre. Η pop, η soul, το doo-wop και τα gospel από τα 50s, 60s και τα 70s, κυριαρχούν και χαρακτηρίζουν το νέο άλμπουμ όμως αυτό που το διαφοροποιεί είναι ο ίδιος του ο εαυτός που γίνεται το επίκεντρο και θέμα αυτής της δουλειάς. Οι ζωντανές εμφανίσεις, με τη σχεδόν μοναχική παρουσία του επί σκηνής ή την άλλοτε συνοδεία του από ένα κουαρτέτο εγχόρδων, κάνουν την όλη φιλοσοφία του άλμπουμ πράξη. Μοιάζει να έχει γράψει και προγραμματίσει τον δίσκο έτσι ώστε μόνος του να μπορεί να τον υποστηρίξει μπροστά στο κοινό κι αυτό είναι κάθε άλλο παρά εγωιστικό. Για τον Lightburn είναι κάτι προπάντων απελευθερωτικό, τον φέρνει πιο κοντά στα τραγούδια του και δίνει την ανάλογη χαρά στο κοινό που τα ακούει ζωντανά. Το Hear Me Out, πέρα από είδη και κατηγορίες, είναι ένα απαλό και ευχάριστο άκουσμα από την αρχή μέχρι το τέλος των 35 λεπτών της διάρκειας του.

Τα Belleville Blues και Changed My Ways ήρθαν πρώτα σε κυκλοφορία στα τέλη του 2018, ως προπομποί του άλμπουμ. Ειδικά το Belleville Blues (μια μικρή πόλη στο Οντάριο) που όπως λέει το θυμάται ιδιαιτέρως λόγω της στάσης που κάνουν εκεί όταν ταξιδεύουν προς Τορόντο, τυγχάνει ειδικής μελωδικής περιποίησης με ηλεκτρική, ακουστική κιθάρα, ακόμη και χορωδιακά φωνητικά. Τρίτο στη σειρά θα έρθει το To The Top, ένα γνήσιo pop / rock ανεβαστικό τραγούδι κι από αυτά που θα γίνουν τελικά τα σύμβολα του άλμπουμ. Το I'm not Broken παρότι προτελευταίο, θα κρατήσει για λίγο ακόμα τη μαγεία ζωντανή. Ξεκινά με μόλις μερικές νότες στην ακουστική κιθάρα, έπειτα αποκτά ρυθμό με όμορφα τύμπανα και λίγο πριν τη μέση, στο ρεφρέν, τα κιθαριστικά ακόρντα και το σαξόφωνο θα το μεταμορφώσουν σε ένα μόλις τριών λεπτών μουσικό θαύμα. Σε κάθε εκδοχή του, το τραγούδισμα του Murray είναι κομψό, γεμάτο ευαισθησίες, καταφέρνει να κρατηθεί σε πρώτο πλάνο και να δώσει προσωπικό χαρακτήρα στο Hear Me Out. Ένα άλμπουμ από αυτά που δεν έχουν την ανάγκη των πολύχρωμων εξωφύλλων και των πολύβουων διαφημιστικών τρικ. Ο Lightburn εκθέτει άφοβα όλες του τις σκέψεις και τα συναισθηματα μέσα σε δέκα τραγούδια απόσταγμα της αυτοβιογραφίας του, ψάχνοντας τη λύτρωση ή έναν καλύτερο εαυτό του ; Ίσως. Όλο το άλμπουμ εδώ.


17. Rose Elinor Dugall – A New Illusion


Ο δίσκος της Rose Elinor Dougall μου άρεσε για πολλούς λόγους. Ένας όμως από αυτούς που προστέθηκαν καθώς οι μέρες περνούσαν κι ο καιρός ζέσταινε, είναι το πόσο ταιριαστός ήταν ο ήχος του με την άνοιξη, μετά από έναν χειμώνα που μας παίδεψε αρκετά. Ένας δίσκος που ήταν ζεστός και γεμάτος νοσταλγικές μελωδίες. To A New Illusion απέχει πολύ από αυτά που έγραψε και παρουσίασε η Βρετανίδα με το Stellular το 2017. Τα synthesizer και ο ηλεκτρονικός ήχος θα αποχωρήσουν για χάρη του πιάνου, του σαξόφωνου, των έγχορδων και των κτύπων σε αληθινά drums. Αναμφισβήτητα μια έξυπνη στροφή με την οποία η Rose θα αποφύγει τις κακοτοπιές της επανάληψης και του κινδύνου η αφήγηση της να γίνει κουραστική. Όπως η ίδια λέει, I found myself gravitating towards the piano a lot more, θέλοντας να δημιουργήσει κάτι πιο απτό, ανθρώπινο που ταυτόχρονα θα αντιπροσωπεύει και τους μουσικούς που συμμετείχαν στην ηχογράφηση του. Η απλότητα συνυπάρχει με την τόλμη κι αυτή είναι η καρδιά A New Illusion. Μπορεί οι περίπλοκες συχνότητες και τα ηλεκτρονικά πλήκτρα του προηγούμενου δίσκου να μην υπάρχουν πια, είναι όμως εδώ τα έγχορδα και τα πνευστά που προσδίδουν φυσικότητα κι ενσωματώνουν την ίδια την καλλιτέχνιδα όχι απλά σαν δημιουργό αλλά σαν εξωτερίκευση της ίδιας της της οντότητας. Η Dougall επέλεξε να εμπλακεί και στην παραγωγή μαζί με τον από χρόνια συνεργάτη και φίλο της Matthew Twaites. Ήταν σα να παίρνει τον πλήρη έλεγχο σε κάτι που μέχρι σήμερα αναλάμβαναν άλλοι, σαν μια πρόκληση που τελικά την αντάμειψε με περισσότερη αυτοπεποίθηση.

Τα Wordlessly και Something Real έχουν τις ρίζες τους στην folk μουσική των 60s, με τις απαλές ακουστικές κιθάρες και τα αιθέρια φωνητικά της Rose που ολοφάνερα νιώθει τόσο άνετα μαζί τους. Κάθε τι περιττό έχει αφαιρεθεί κι έχουν μείνει η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητα της μουσικής και του τοπίου, όπως και στο εξώφυλλο του δίσκου. Μια φωτογραφία του φίλου της James Kelly όπου θα απεικονιστεί η οφθαλμαπάτη και η ψευδαίσθηση ενός δέντρου που μοιάζει να έχει λυγίσει ο άνεμος όμως αυτό παραμένει στη θέση του παίρνοντας σχήμα ανθεκτικό. Συνθέσεις απλές κι οργανικές αλλά και δυνατά κομμάτια όπως τα That's Where The Trouble Started και Take What You Can Get που με γύρισε στο Stellular. Σε αυτό, η Rose γράφει ίσως κάποιους από τους πιο συναισθηματικούς της στίχους, I spent the day with you in the ether, existing within smashed moments together. Στο αλά Richard Hawley Too Much Of Not Enough, η αντήχηση κι η ατμόσφαιρα που δημιουργεί η φωνή της είναι καθηλωτικές. Με σκεπτόμενο στίχο και ωμή ειλικρίνεια, η Dougall στο A New Illusion θα εξηγήσει με επιδεξιότητα τις υποσχέσεις που οι άνθρωποι αφήνουμε και πόσες αναταράξεις αυτές δημιουργούν. Ο τρίτος δίσκος της Βρετανίδας είναι γεμάτος πιάνο, το μουσικό όργανο που μπορεί να σπάσει καρδιές αλλά και να τις κολλήσει, μπορεί να σε στείλει στην απομόνωση της ψυχής σου αλλά μπορεί και να σε βάλει να τραγουδάς αγκαλιασμένος μαζί με άλλους. Γι' αυτό με άγγιξε αυτό το άλμπουμ, επειδή μπορεί ταυτόχρονα να είναι πολλά πράγματα μαζί. Αν ακουστεί προσεκτικά, είναι ζωντανός, αναπνέει. Όλη η κυκλοφορία εδώ.



16. Dreamachinery – Dreamachinery


Στην ηλεκτρονική μουσική τα πράγματα είναι απλά, ή το 'χεις ή δεν το 'χεις. Ο Κώστας Λιβανός aka Dreamachinery το 'χει και βρίσκεται στο αίμα του από τότε που θυμάται τον εαυτό του πιτσιρικά να κρύβει χαρτζιλίκια για να αγοράζει δίσκους κρυφά από τη μητέρα του. Ήμουν αρκετά τυχερός για να γνωρίσω τον ίδιο, τις μουσικές του και τη μουσική του παιδεία, αφού συνεργαστήκαμε για περίπου τρία χρόνια στο εναλλακτικό ραδιόφωνο της πόλης της Θεσσαλονίκης που πλέον δεν υπάρχει. Αυτό που θα κρατήσω ως ανώτερο όλων όσων είδα και έμαθα από αυτόν τον άνθρωπο, είναι η ηθική. Γιατί, ποιος ο λόγος να λέγεσαι καλλιτέχνης αν δεν συνοδεύεις όσα δημιουργείς με αρετές όπως η ηθική και η ταπεινότητα ; Ο Dreamachinery δούλευε ακούραστα και αθόρυβα σχεδόν μια δεκαετία, για το αποτέλεσμά που σήμερα βρίσκεται ανάμεσα στους δίσκους που ξεχωρίσαμε για το 2019. Θα μπορούσε πανεύκολα να είναι και μια από τις κυκλοφορίες της δεκαετίας που σε λίγες ημέρες εκπνέει, σημασία όμως έχει πως βρίσκεται εδώ, σήμερα, διαθέσιμη για ακρόαση. Το άλμπουμ τελειοποιήθηκε το 2019 αλλά δίνει κατευθύνσεις προς τη μαγική δεκαετία της Disco και της New Wave του 80'. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή και όλοι μας θα πάρουμε ανά χείρας όσα αξίζουμε να πάρουμε, ως ανταμοιβή ή ως επιστροφή των πράξεων μας.

Ο Dreamachinery είναι σίγουρο ότι θα πάρει τα εύσημα για την ηχητική ονειρομηχανή που δημιούργησε με υλικά από τη δεκαετία των New Order, των OMD, των Front 242, των Soft Cell και τόσων άλλων. Και δεν είναι σχήμα λόγου το υλικά από τη δεκαετία του 80' . Όλες του οι συνθέσεις είναι παιγμένες και ηχογραφημένες με synthesizer εκείνης της εποχής, χωρίς καμία προσπάθεια αντιγραφής αλλά με χρήση της ίδιας τεχνοτροπίας και αισθητικής που χαρακτήρισε εκείνα τα χρόνια. Η έννοια του αναλογικού ήχου δεν είναι εύκολα κατανοητή στο ευρύ κοινό, αν φυσικά μας ενδιαφέρει μια ανάλυση για όλους και όχι μόνο για τους σχετικούς του είδους. Το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς, είναι να συγκρίνει οποιαδήποτε electro pop σημερινή κυκλοφορία με οποιοδήποτε από τα κομμάτια του δίσκου. Η διαφορά είναι τεράστια. Οι νότες ακούγονται πιο ντελικάτες, πιο ζεστές μα πάνω από όλα περισσότερο ανθρώπινες παρότι κι αυτές παράγονται από μηχανήματα, όχι όμως από υπολογιστές και προγράμματα απομίμησης ήχων.

Οι μέχρι τώρα παραγωγές του Dreamachinery ήταν instrumental όμως ο ολοκληρωμένος του δίσκος, πλέον περιέχει δύο κομμάτια με φωνητικά του Κίμωνα Χαραλάμπους aka Nomik (Universal Trilogy, Sleepin Pillow). Το Dreamachinery περιέχει μερικά απλά παραδείγματα ιδιοφυούς δημιουργίας συναισθημάτων. Από τη μια το εθιστικό και ραδιοφωνικό Kids on The Rainbow και από την άλλη το συγκινητικό Smile Again που θα κλείσει τον δίσκο με γλυκύτατους στίχους όπως: This song is just for you, i hope you feel it too, the best is ahead my friend. Yellow lemon trees, childhood memories, there's something in the air…. Στα highlights του δίσκου σίγουρα ξεχωρίζουν τα γεμάτα μαγικές μελωδίες The Boy That Can Touch the Sky και Living in a Bad Dream ενώ το εν είδει πρελούδιου Hurting Kiss, θυμίζει παραγωγές του Jean-Michel Jarre θα κάνει τη μετάβαση στην τελική τριάδα του δίσκου. Ίσως η προσπάθεια μας να μπούμε στα μουσικά νοήματα του ντεμπούτου άλμπουμ του Drramachinery να είναι μάταιη, μάλλον σπουδαιότερα από κάθε νόημα είναι τα συναισθήματα που θα νιώσει κάποιος ακούγοντας τα εννέα τραγούδια του. Ευχαριστούμε τον Κώστα Λιβανό για τα χρόνια επιμονής, υπομονής και πίστης στις ιδέες που τον έφεραν μέχρις εδώ. Ολόκληρη η κυκλοφορία εδώ.

15. Miynt – Stay on Your Mind


Είδα κι έπαθα μέχρι να βρώ το πραγματικό της όνομα, καθ' ότι το ΜΙΥΝΤ είναι τα αρχικά μιας φράσης που δεν θέλει να αποκαλύψει τι σημαίνει. Το κρατάει μυστικό και καλά κάνει, όλοι μας έχουμε μυστικά. Η Σουηδέζα Fredrika Ribbing πριν μερικά χρόνια λοιπόν, παρατάει τις σπουδές ψυχολογίας και ξεκινά να γράφει μουσική. Η όμορφη κορασίδα, το 2016 κυκλοφορεί το πρώτο της EP από το οποίο και γίνεται γνωστή λόγω της πολύ προσεγμένης grunge-pop γραφής της αλλά και ενός κομματιού που απογείωσε τα views και τα reviews για εκείνη, το The Strangest Game, μιλώντας για τι άλλο, για την αγαπή. Η φετινή της δουλειά είναι ότι καλύτερο έχει γράψει μέχρι σήμερα καθώς το Stay On Your Mind, είναι γεμάτο με πλούσια, κινηματογραφική μουσική που καταλαμβάνει μια ζώνη μεταξύ pop, rock και ψυχεδέλειας. Η παραγωγή στο μεγαλύτερο του μέρος έγινε από την ίδια, με στοιχεία της προσωπικότητας της έντονα παρόντα ενώ ο Jake Aaron (A$AP Rocky, Grizzly Bear, Solange) βοήθησε επίσης στο τελικό αποτέλεσμα. Όλα αυτά, ζυμώνονται μαζί με το τραγουδιστικό ταλέντο και την αισθησιακή της φωνή και καταλλήγουν να μας δώσουν πραγματικά ένδοξες μελωδίες όπως το ICloud που ανοίγει τον δίσκο μετά το intro. Στο πιο αργόσυρτο Peaches, ο σαρκασμός, η θλίψη και το μυστήριο μονοπωλούν ένα κομμάτι που θυμίζει πολύ τις κιθάρες του Ariel Pink αν και η μεγαλειώδης συνέχεια του, θα μας πάει σε συνθέσεις της Melody's Echo Chamber.

Το Vacation with Bond in South of France, Pt. 2, είναι εμπνευσμένο από κινηματογραφικά έργα τα οποία λετρεύει κι αυτό είναι ολοφάνερο στο στήσιμο του δίσκου της. Το μπάσο αλλά και η ελαφρώς funky ατμόσφαιρα με τις ενδιάμεσες ιδιαιτέρως ταιριαστές trip hop στιγμές, δείχνουν ξεκάθαρα πόσες δυνατότητες έχει αυτό το κορίτσι. Την περίοπτη θέση και δημοσιότητα όμως, κατέχει το Lucy in Disguise. Ένα κομμάτι που τα έχει όλα, στιγμές επίδειξης φωνητικών δυνατοτήτων, κολληματική μελωδία, κιθάρες για να χαθείς μέσα τους και μια άκρως ελκυστική φαντασιακή ατμόσφαιρα. Μάλλον η Σουηδέζα έχει μεγαλύτερο ταλέντο στη δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου στο μυαλό του ακροατή με ένα και μόνο τραγούδι από όσο πολλοί μουσικοί μπορούν να πετύχουν με ένα ολόκληρο άλμπουμ. Όταν η Fredrika έγραφε το τελευταίο κομμάτι Stay On Your Mind, που ονομάτισε και τον δίσκο, προπαθούσε να μείνει στο μυαλό κάποιου. Aργότερα πια αυτό δεν θα είχε καμία σημασία, παραμόνο ότι στην Miynt αρέσει να δημιουργεί κόσμους. Η ίδια θέλει να αποκαλεί το Stay On Your Mind EP (extended play) και όχι άλμπουμ, θέλοντας να αφήσει χώρο για τις επόμενες δουλειές της. Σε κάθε περίπτωση, ας το αποκαλέσουμε μια υπέροχη συναρπαστική ηχογράφηση από την Miynt. Όλη η ηχογράφηση εδώ.


14. Féroces – Paul


Θα την κάνουμε την παρασπονδία και φέτος, να συμπεριλάβουμε δηλαδή ένα EP στη λίστα με τα είκοσι αγαπημένα άλμπουμς. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Την τιμή φέτος θα έχουν οι γάλλοι Féroces από το Besançon, στα σύνορα με την Ελβετία, με το Paul EP που περιλαμβάνει έξι κομμάτια. Cinematic Post-Rock λοιπόν και όχι μόνο, για μια μπάντα που κορόνα της έχει τη λέξη 'πειραματισμός'. Κάτι μεταξύ Mogwai και Cure αν και αυτό που με απασχολεί είναι να προσδιορίσω τον βαθμό τον οποίο φτάνει η κινηματογραφική όψη του ήχου τους. Ας μιλήσουμε και πάλι όμως με παραδείγματα. Οι Γάλλοι πλησιάζουν τα ηχητικά τοπία γιγάντων όπως οι God Is An Astronaut και οι Explosions In the Sky, προσθέτοντας όμως στα τραγούδια τους μεγάλο ποσοστό ηχητικών αποσπασμάτων διαλόγων από φιλμ της πατρίδας τους. Και αυτό είναι το πραγματικά μαγικό και νεοτεριστικό στις δημιουργίες τους, καθώς οι διάλογοι ακολουθούν πιστά τα κομμάτια στις εντάσεις και σε κάθε είδους εναλλαγή. Μια φινετσάτη πλοκή φωνητικών samples, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από το film L'Enfer (κόλαση) του 1994, σκηνοθετημένο από τον Claude Chabrol με ηθοποιό τον François Cluzet να απεικονίζεται και στο εξώφυλλο του EP.

Η ηχητική παραμόρφωση, η μελαγχολία και η αίσθηση απελπισίας στη μουσική τους, διατρέχει όλο το δίσκο, ενώ λίγο πριν το τέλος θα κάνουν την έκπληξη με ένα πρωτότυπα έξυπνο cover στο χιλιοδιασκευασμένο πλέον Wicked Game του Chris Isaak. Το λιγότερο των 25 λεπτών διάρκειας EP, θα κλείσει με το ζεστό και εντυπωσιακό Sometimes (Jamais on nous dit ces choses-là) ('δεν μας είπαν ποτέ αυτά τα πράγματα'), μια από τις πιο δυνατές στιγμές του δίσκου σε ενθουσιώδη τόνο. Αν σταθούμε ειλικρινώς μπροστά στο EP, θα πρέπει να γνωρίζουμε πως μόνο δύο από τα κομμάτια του είναι original δημιουργίες ενώ τα υπόλοιπα είναι διασκευές με την αισθητική των Féroces. Οι περισσότεροι από τους fan του είδους, που αναζητούν καινούργιες μουσικές, θα μείνουν κάπως ανικανοποίητοι. Προσωπικά βρίσκω ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα την κατάσταση του ανεκπλήρωτου (δεν έχω μαζοχιστικές τάσεις), γιατί πάντα θα έχεις κάτι να προσμένεις. Αν λάβουμε υπόψη ότι οι Γάλλοι ήταν ειλικρινείς μαζί μας ως προς την κατασκευή του EP, που έγινε με αγάπη για την τέχνη, οφείλουμε κι εμείς να ήμαστε ειλικρινείς με τα αυτιά μας, γιατί το Paul νομίζω πως αξίζει και τα 25 λεπτά που θα αφιερώσετε από τον χρόνο σας για να το ακούσετε. Όλο το EP εδώ.

13. Carriers – Now is the Time for Loving me, Yourself & Everyone Else


Πολλά τα άλμπουμ που φέτος απέτυχαν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα μοναδική και ολοδική τους στην κατηγορία της alternative-dance rock, οπότε όταν ανακαλύψαμε τους Carriers, νιώσαμε πανευτυχείς. Ο Αμερικανός Curt Kiser είναι ο άνθρωπος πίσω από τους Carriers, μια μουσική ιδιοφυΐα με βάση το Cincinnati. Ο Kiser που τραγουδά σε όλο τον δίσκο, μπλέκεται σε πολλά projects και συγκροτήματα ανά τις ΗΠΑ από νεαρή ηλικία. Στις φιλίες που δημιούργησε όλα αυτά τα χρόνια, συμπεριλαμβάνονται ο Bryan Devendorf των National και John Curley των Afghan Whigs. Το ντεμπούτο του ως Carriers είναι ένας δυνατός συνδυασμός των εμπειριών και των προβληματισμών του, εμπλουτισμένος με υπνωτιστικά synthesizers και πλούσιες ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες. Τα εννέα τραγούδια θυμίζουν το μεγαλείο των War on Drugs καθώς ο Kiser μιλά για ιστορίες ζωής, θανάτου, σχέσεων και για την ευγνωμοσύνη που νιώθει όντας ζωντανός για μια ακόμα ημέρα. It's a daily battle to walk and breathe, it's a daily battle the spirit and the flesh they comfort me όπως λέει και στο Daily Battle.

Ο βασιλιάς του δίσκου αναμφισβήτητα είναι το Another Guy, που στην αρχή του μοιάζει τραγούδι του Bon Iver αλλά στη συνέχεια του ξεδιπλώνει όλες του τις ομορφιές. Ονειρικά synthesizers, ταιριαστοί κιθαριστικοί τόνοι και συναρπαστικά κρουστά και μπάσα, στέκονται σαν μια ομίχλη τελικά πάνω ολόκληρο το άλμπουμ. Σε στιγμές μου έρχονται στο μυαλό οι Phosphorescent άλλες πάλι οι Sigur Ros αλλά σε τελική ανάλυση ο Curt Kiser δημιουργεί μουσική μοναδικά δική του. Κάθε κομμάτι έχει δημιουργηθεί με αγάπη και αντικατοπτρίζει την αίσθηση του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο Kiser εκείνη τη στιγμή. Το Now is the Time for Loving me, Yourself & Everyone Else λέει αντίο στα παλιά με τον πιο γλυκό τρόπο, κρατώντας μέσα του μια νοσταλγία για να θυμάται τι αφήνει πίσω. Η αλλαγή και το καινούργιο όμως είναι μπροστά και δεν βρίσκω κανένα λόγο για να μην επιβιβαστούμε στο βαγόνι των Carriers. Όλα τα τραγούδια του άλμπουμ εδώ.

12. W. H. Lung – Incidental Music


Ακούγοντας αυτό το άλμπουμ, νόμιζα πως βρισκόμουν σε τρενάκι τρόμου σε λούνα παρκ, με την σημαντική διαφορά ότι δεν υπήρχε τρόμος. Υπήρχε μια απολαυστική λούπα που ήθελες να ζήσεις ξανά και ξανά, ένας ελκυστικός, ασταμάτητος ρυθμός που δεν σε άφηνε με τίποτα από την αγκαλιά του, σε κρατούσε σφιχτά μέχρι να ξανακόψεις εισιτήριο για την επόμενη γύρα. Τα πάντα ξεκινούν με το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το δεκάλεπτο Simpatico People, που μας βάζει στο θέμα με τον καλύτερο τρόπο. Δείχνει την ανάγκη των πιτσιρικάδων από το Manchester να δώσουν σχήμα, διάρκεια και ένταση στον ρυθμό που κρύβεται μέσα τους. Ο τραγουδιστής Joseph E τραγουδάει νευρικά, ακολουθώντας το μοτίβο ολόκληρου του δίσκου, τα μακρόσυρτα krautrock ψυχεδελικά κομμάτια μέσου όρου άνω των 6 λεπτών. Προφανώς και οι W. H. Lung προσπαθούν να τιμήσουν τα χώματα του Manchester από τα οποία κατάγονται και το πετυχαίνουν με τρόπο αντισυμβατικό.

Μπορεί το άλμπουμ να λέγεται Incidental Music, δηλαδή τυχαία μουσική, μοιάζει όμως περισσότερο με πρόβα ή αυτοσχεδιασμό σε στούντιο. Η φιλοδοξία τους για δημιουργία θα αντισταθμιστεί από την εξυπνάδα τους που καταφέρνει να βάλει σε σωστή σειρά τον αυθορμητισμό τους και τα τραγούδια. Πράγματι, η ηχητική εξέλιξη του άλμπουμ δείχνει συνοχή και ανθρώπους που ξέρουν τι κάνουν και γιατί το κάνουν. Τα Nothing Is και Inspiration! που ήρθαν ως single το 2017, επανέρχονται και τοποθετούνται την κατάλληλη στιγμή, σιγουρεύοντας την απρόσκοπτη ρυθμική συνέχεια του άλμπουμ. Στα πιο απολαυστικά κομμάτια του, τα WANT και Second Death of My Face, δείχνουν τους Βρετανούς να προσπαθούν να κάνουν μια δημιουργική επίθεση στον λευκό καμβά που βρίσκεται μπροστά τους. Παρά τις μεγάλες διάρκειες των κομματιών του, ο δίσκος δεν χάνει ποτέ την συνεκτικότητα του. Πέρα από μικρά 'ατοπήματα' όπως στο αδιάφορο και χωρίς λόγο ύπαρξης Empty Room, όλες οι συνθέσεις είναι αναζωογονητικές, μελωδικές και οικείες σε βαθμό που μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν σίγουρα είναι ο πρώτος τους δίσκος. Μια όμορφη μίξη από Kraftwerk, Mogwai, Public Service Broadcasting και War on Drugs, την χρειαζόμασταν φέτος. Όλο το άλμπουμ εδώ.

11. Sonny Touch – Leave Space for the Little Animals


Ο Δημήτρης Τάτσης aka Sonny Touch είναι αυτό που ήταν πάντα: ο ταπεινός πλην όμως αληθινά ταλαντούχος μουσικός της διπλανής πόρτας. Σήμερα, με ευκαιρία την καινούργια του δουλειά, είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε περισσότερα για το μυστηριώδες κόλλημα του με τα Ρώσικα. Γιατί κι εγώ κάπως έτσι έχω τη ρώσικη γλώσσα και κουλτούρα στο μυαλό μου. Αλλόκοτη, ακαταλαβίστικη κι έναν πολιτισμό που πασχίζει να κρατηθεί ιδιαίτερος, αμόλυντος και το ίδιο φοβικός με την εποχή των Μπολσεβίκων όταν ίδρυαν την Σοβιετική Ένωση, προς τον αντίστοιχο Δυτικό. Πόση σχέση μπορεί να έχει το νέο άλμπουμ του Leave Space For The Little Animals με όλα αυτά ; Μπορεί καμία, μπορεί και τεράστια. Όπως ο ίδιος λέει, όλα είναι θέμα φαντασίας, αποδοχής ιδιαιτεροτήτων και του να μπορείς να αφήνεις χώρο για κάθε τι περίεργο και ιδιαίτερο πηγάζει από μέσα σου. Και θα συμφωνήσω μαζί του. Ο νέος του δίσκος ήρθε έπειτα από σχεδόν δέκα χρόνια όμως έφερε μαζί του τον εξελιγμένο του ήχο και την ωριμότητα ενός καλλιτέχνη που αποδέχεται πως γράφει χρησιμοποιώντας τη δική του φαντασία αλλά ταυτόχρονα αφήνει όλα τα υπόλοιπα στη δική μας.

Το Leave Space For The Little Animals είναι ένα αληθινά περίπλοκο παζλ που ο Sonny Touch δεν βιάστηκε να ολοκληρώσει. Από τον σουρεαλισμό του Что Cо Mной? (Τί Μου Συμβαίνει; Ελληνιστί), στη συνθετότητα και την πολυεπίπεδη κατασκευή του Play It As the Wind Blows, ο δίσκος μένει πιστός στην κεντρική φιλοσοφία του καλλιτέχνη: την καταγραφή και ταξινόμηση αυτοτελών ιστοριών του μυαλού του, με τη βοήθεια της μουσικής. Το επτάλεπτο και προτελευταίο κομμάτι κι αυτό που τον παίδεψε περισσότερο από τα συνολικά έντεκα του δίσκου όπως μας αποκάλυψε, είναι ενός είδους διήγηση παραμυθιού, δεμένη πάνω σε έναν σταθερό αργό ρυθμό που στροβιλίζεται γύρω από σαντούρι και υπνωτιστικά πνευστά. Στα δύο τελευταία του λεπτά ο ρυθμός θα δυναμώσει, με όλα τα όργανα σε μια περιδίνηση που θα μας πάει μέχρι το πολύβουο κρεσέντο, την κορύφωση της ιστορίας.

Η χιουμοριστική και παιχνιδιάρικη διάθεση ήταν πάντα κάτι που διέκρινε τη μουσική του Sonny Touch και αλίμονο αν αυτό δεν ίσχυε και στον δεύτερο του δίσκο. Τα Việt Cộngs Can Surf, Harry the Flamingo και Red Socks πέρα από την χρήση της κιθάρας ως πάντσο ή του πάντσο ως κιθάρας και τα παιχνίδια με τις παραμορφώσεις στη φωνή, κρύβουν μέσα τους ντροπαλότητα και παιδικότητα. Επίσης, τα ραδιοφωνικά Red Socks και Béni φέρνουν σε πρώτο πλάνο τον μεγάλο αριθμό των επιρροών του δίσκου. Είτε πρόκειται για Freak Folk κιθάρες είτε για Voodoo αφρικάνικα κρουστά πασπαλισμένα με ολίγα γαλλικά για γαρνιτούρα, το Leave Space For The Little Animals αποδεικνύεται ένας πανέξυπνος και καθόλου μα καθόλου ακατάστατος ή ασύνδετοςδίσκος, όπως ίσως κάποιος με μια ακρόαση να πιστέψει.

Όπως και το Brain Soup, το νέο άλμπουμ του Θεσσαλονικιού μουσικού, εκπροσωπεί την προσωπικότητα του και μόνον αυτή. Η αντισυμβατικότητα και οι εξομολογήσεις άλλωστε, μόνο προσωπικές θα μπορούσαν να είναι. Μόνο ένας μεθυσμένος Tom Waits ή ένας Beck μετά από μια βόλτα στη Νέα Ορλεάνη θα μπορούσαν να υπάρξουν και να συνυπάρξουν μέσα στο Leave Space For The Little Animals. Ο Δημήτρης Τάτσης αναζητά ελευθερία για όλους μας, ελευθερία φαντασίας, ελευθερία πειραματισμού και λίγο χώρο για το αλλόκοτο και το παράδοξο. Όλο το άλμπουμ εδώ.

10. Andrew Bird – My Finest Work Yet


Κάθε χρονιά για να είναι μουσικά ολοκληρωμένη κι όχι κουτσή, θα πρέπει να έχει τον folk δίσκο της. Μπορεί ο τίτλος του άλμπουμ του Andew Bird, το οποίο επιλέχθηκε φέτος στην folk κατηγορία, να δείχνει αλαζονικός με τον τίτλο My Finest Work Yet, κρύβει μέσα του όμως μια αλήθεια. Ναι, αυτή είναι η αρτιότερη δουλειά του Bird παρότι το φιλοσοφεί πολύ μέσα στους στίχους του, σε βαθμό που στο μεγαλύτερο μέρος του αδυνατεί κανείς να παρακολουθήσει τους παραλληλισμούς και τα νοήματα. Το πρώτο κομμάτι του δίσκου, που ήρθε και ως single, ήταν το Sisyphus με τη γνωστή μυθολογική καταγωγή από την αρχαία Ελλάδα. Ο Σίσυφος κουβαλά αιώνια τον βράχο στην κορυφή του βουνού κι εμείς να αρχίζουμε σιγά σιγά να μπαίνουμε στο θέμα του δίσκου με στίχους όπως: I'd rather fail like a mortal than flail like a god on a lightning rod, History forgets the moderates. Εκτός από τις τεχνηέντως εισαχθέντες φιλοσοφικές αναζητήσεις του, ο Bird με τρόπο χαλαρό, μιλά και για τα πολιτικά ζητήματα της χώρας του, όπως στο εξάλεπτο και απολαυστικό Bloodless. Ευτυχώς δεν γίνεται φορτικός και δίνει έμφαση στη μουσική του, που όντως είναι αισιόδοξη, υπέρ του δέοντος δημιουργική και πανέξυπνη.

Το σήμα κατατεθέν του Αμερικανού, το σφύριγμα, δεν λείπει φυσικά και από αυτή τη δουλειά για μπει το κερασάκι στην τούρτα του ήδη πλούσιου άλμπουμ σε πιάνο, βιολί και διάφορα άλλα κλασικά όργανα. Επίσης, όλες οι ηχογραφήσεις έγιναν ζωντανά με όλα τα όργανα να παίζουν ταυτόχρονα όπως σε μια live εμφάνιση μπροστά σε κοινό. Αυτή η αμεσότητα και η αλληλεπίδραση των μουσικών συντελεστών, είναι το καλύτερο σε αυτόν τον δίσκο. Το ξεσηκωτικό Fallorun, και τα Proxy War και Manifest, είναι με διαφορά τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου και δεν αφήνουν αμφιβολίες για το ότι το My Finest Work Yet είναι μια ισχυρή συλλογή μουσικής, γεμάτη από την κυριαρχία του Bird ως μουσικού και μελετημένου στιχουργού. Είτε κάποιος διαφωνεί με τη λογική των πολιτικών αναφορών στη μουσική είτε όχι, θα απολαύσει με βεβαιότητα τα τραγούδια αυτού του ανθρώπου. Όλο το άλμπουμ εδώ.

9. Serafim Tsotsonis – Believers


Κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά, όπως του αρέσει όλα αυτά τα χρόνια να διηγείται παραμύθια μέσα από νότες στο πιάνο και στα synthesizer, ο Σεραφείμ με το πέμπτο του άλμπουμ απομονώνει τον χρόνο από γύρω μας και αφήνει μόνο συναισθήματα και ήχους. Ένας μουσικός αρχιτέκτονας που μελετά πριν κατασκευάσει, προγραμματίζει πριν εκτελέσει, αλληλεπιδρά με το γύρω του περιβάλλον πριν αγγίξει οτιδήποτε. Η σύγχρονη μουσική αρχιτεκτονική δεν υπήρξε ποτέ περισσότερο προσεγμένη και σχολαστικά δημιουργημένη. Το Believers δεν μοιάζει με οτιδήποτε άλλο έχει γράψει στο παρελθόν ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος. Με αμέτρητα layers ήχων σαν σε ένα λεπτομερές κέντημα και δεκάδες διαφορετικά κανάλια που καλύπτουν όλο το εύρος συχνοτήτων που ένα ανθρώπινο αυτί μπορεί να αντιληφθεί, το νέο άλμπουμ του Σεραφείμ είναι ένα κομψοτέχνημα υψηλής μουσικής αισθητικής. Η Αγγελική Τσοτσώνη (Ocean Hope) τραγουδά, ο Edward Nevill απαγγέλει, ο Σεραφείμ παίζει πιάνο, ο Μάνος Πατεράκης παίζει τρομπέτα, η Ειρήνη Αναστασίου τσέλο και μια ολόκληρη ενορχήστρωση είναι χτισμένη γύρω από φίλους μουσικούς του συνθέτη και αποδίδουν ένα άριστο αποτέλεσμα.

Τα προσωπικά μου αγαπημένα Horizon και Love is Good είναι δύο μελωδικές δημιουργίες που περιέχουν και πάλι ηλεκτρονικά επεξεργασμένους αλλά και φυσικούς ήχους. Είναι φανερό πόσο λεπτομερής εργασία έχει γίνει εδώ. Με προσεκτική ακρόαση, μπορεί κανείς να αντιληφθεί αυτή τη σύνθετη ηχητική διαστρωμάτωση, που απαιτεί άπειρη αγάπη και αφοσίωση στη μουσική. Το Love is Good, με τα με έξυπνο τρόπο παραμορφωμένα σαξόφωνα και τη χρήση κιθαριστικών ακόρντων, μας μεταφέρει σε εποχές Brian Eno και σε ήχους από Moderat και Bent. Η νέα δουλειά του Σεραφείμ μας επιφύλλασσε και μια έκπληξη, αυτή της συνεργασίας του με τον Αμερικανό Peter Broderick στο Broken Wings. Σπουδαία τιμή για την καριέρα και των δυο μουσικών νομίζω. Από τη μια ένας από τους συντελεστές και συνεργάτες των Efterklang και του Nils Frahm και από την άλλη ο γνήσιος εκφραστής της ελληνικής electronica του σήμερα.

Ο δίσκος μετά το εν είδει πρελούδιου ατμοσφαιρικό Prayer θα κλείσει με μια δεκαπεντάλεπτη έμπνευση που μοιάζει με βουλοκέρι σε φάκελο που πρόκειται να ταξιδέψει στο διάστημα και μέσα του έχει όσα νιώθουν οι άνθρωποι, όσα φοβούνται και όσα προσδοκούν για το μέλλον τους. Αν ποτέ κανείς τον βρει, το πιάνο θα του μιλήσει για τη νοσταλγία, το τσέλο για την ιστορία και οι τρομπέτες για τις προσδοκίες. Οι παιδικές φωνές στην αρχή του Future, δεν είναι τίποτε άλλο από την έκφραση της ελπίδας που πάση θυσία δεν πρέπει να χάσουμε ποτέ. Οι ήχοι από τα πτηνά και τα βήματα στη φύση, παραπέμπουν σε όσα λέει ο Σεραφείμ για τη συλλογή ήχων από το περιβάλλον τα τελευταία χρόνια και την προσπάθεια του να συνδυάσει το γήινο με την τεχνολογία. Ένα αριστούργημα που κάπου στη μέση του θα μετατραπεί σε ορχηστρική οδύσσεια, θα αποκτήσει ρυθμό, θα εξαφανίσει τον χρόνο και θα παραμερίσει για να μπει η φωνή της Callirroe Myrr: There's a moment when you look at the stars and stars looks back at you and time disappears…. Ο Σεραφείμ Τσοτσώνης φροντίζει να προλογίζει μόνο τις δημιουργίες του και τίποτε άλλο. Ένας άνθρωπος που ταπεινά μοχθεί και νιώθει, σέβεται και μένει πιστός στη ηθική που τον οδήγησε στο Believers, την πιο ολοκληρωμένη του και πλήρη από κάθε άποψη δουλειά μέχρι σήμερα. Υποκλινόμαστε σε έναν αληθινό συνθέτη. Όλα τα τραγούδια του δίσκου εδώ.


8. Gema Ray – Psychogeology


Καλλιτέχνες όπως η Gemma Ray, θα πρέπει να δίνουν ομιλίες μπροστά σε κοινό αποτελούμενο από κυβερνήτες και ανθρώπους που καθορίζουν το μέλλον μας. Επειδή μπορεί μια λέξη όπως το Psychogeology (Ψυχογεωλογία σε ελεύθερη μετάφραση) να μη σημαίνει τίποτα, μπορεί όμως αν εξηγηθεί από την ίδια τη Ray να λάβει τεράστια σημασία. Τεράστιο νόημα για το ποιοί είμαστε, σε ποιο περιβάλλον ζουμε και ποιά θα έπρεπε να είναι η αλληλεπίδραση μας μαζί του. …record is about the relationship between landscape and emotion, how they connect and the perspective this can bring to more personal thoughts and inner architecture, μας λέει για την κεντρική ιδέα της νέας της δουλειάς Psychogeology κι έχει μεγάλο δίκιο. Ο άνθρωπος αντιπαλεύει τη φύση αγνοώντας την ίδια του την προέλευση. Αλλάζει τα πάντα ώστε να ταιριάζουν στις ανάγκες του, αντί να δεχθεί το περιβάλλον ως μέρος του, σαν κάτι που ζεί από πάντα μέσα του και τον κάνει αυτό που είναι. Σημαντικοί ή ασήμαντοι γινόμαστε από ότι μας περιβάλλει. Η Ray στη νεά της δουλειά φαίνεται πως το έχει καταλάβει καλά αυτό. Ο δίσκος της έχει θέμα τη βασική της σκέψη που δηλώνει πως το Psychogeology είναι «μια ωδή στην μεγαλοπρέπεια του τοπίου, το τεράστιο μέγεθος της φύσης και του χρόνου και το αναπόφευκτο της ανθρώπινης ζωής που τελικά μετά τον θάνατο μας, θα αποτελεί κι αυτή ένα μικροσκοπικό μέρος των ήδη υπαρχόντων τοπίων». Η σύνδεση του μυαλού και των σωμάτων μας με ότι υπάρχει γύρω, είναι σημαντική. Αυτή τη σημαντικότητα μας ζητά η Gemma να αντιληφθούμε και μια ολόκλήρη ατμόσφαιρα θα χτιστεί γύρω από αυτό. Μέσω της ανάμειξης ήχων, σκέψεων και τοπίων, θα καταλλήξει στην αναπόφευκτη διαπίστωση της ενότητας τους.

Στο καθαρά ηχητικό κομμάτι, η Βρετανίδα δημιουργεί ένα φαντασιακό τοπίο ήχων από synthesizers που μοιάζει με ενός είδους δραματική blues καντάδα, όπως στο Flood Plains με τις sway κιθάρες. Σε ένα folk-pop άλμπουμ βουτηγμένο στα reverb, οι φωνητικές αρμονίες της Ray θα υπερισχύσουν και τελικά θα γίνουν το κύριο χαρακτηριστικό του. Ένας δίσκος άκρως μελωδικός σε όλα του τα τραγούδια. Η φωνή της είτε samplάρεται και μπαίνει σε στρώσεις, είτε αθροίζεται σαν σε χωρωδία, είτε γίνεται backing vocal και δίνει αυτή την αίσθηση της πολυποικιλότητας. Κάποιες φορές απαλή άλλες πάλι σχεδόν κουρελιασμένη, ισχυρή ή ζεστή και θριαμβευτική με λαμπρότητα και θεατρικότητα, η φωνή της Ray είναι εντυπωσιακή κι εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα, όπως στο Roll on River που δεν θα αφήσει εκτός καμία από αυτές της τις εκδοχές. Το Psychogeology μέσα από έξυπνους υπαινιγμούς και σημεία έντασης, γίνεται μια όμορφη υπενθύμιση για τον τρόπο με τον οποίο το σύμπαν γύρω μας βρίσκεται ταυτόχρονα και μέσα μας. Ένα καμπανάκι για το ότι ξεχνάμε πως είμαστε ακόμα μέρος της άγριας ζωής. Ήρθαμε για να ζήσουμε και να πεθάνουμε σε αρμονία με οτιδήποτε άλλο υπάρχει εδώ. Όλος ο δίσκος εδώ.

7. Paul Morricone – The Dissolving Man


Ο Paul Morricone δεν έχει σχέση με τον Ennio, o Paul Morricone είναι Βρετανός και μέλος των Scaramanga Six. Αν λοιπόν τους γνωρίζετε, πάνω κάτω θα ξέρετε τι να περιμένετε. Κι όμως, στην πρώτη solo δουλειά του ο Paul είναι κάτι μεταξύ Divine Comedy και Scott Walker. Ένας δίσκος άκρως κινηματογραφικός, γεμάτος επικές μουσικές και κομμάτια όπως το άνοιγμα του δίσκου με το The Art in This, που δείχνει στα σίγουρα ότι ο Morricone ξέρει να κάνει τέχνη. Στο Estrange ο καλλιτέχνης μιλά για κάποιον ήρωα που επιστρέφει σπίτι μετά από χρόνια στην έρημο. Ένα τραγούδι που θα μπορούσε να έχει έρθει από την εποχή του Bowie συνοδευόμενο από φωνητικά σε ύφος Scott Walker και ένα ορχηστρικό στήσιμο με τις εντάσεις του John Barry κι ένα βαρύτονο σαξόφωνο να δίνει την πιο χαρακτηριστική πινελιά στο τελείωμα. Αλλού πάλι, θα τον ακούσουμε να γράφει σαν Massive Attack, όπως στο To Hell With Nature όπου ο ρυθμός και η ατμόσφαιρα είναι ξεκάθαρα από εκείνη την ευλογημένη εποχή. Ακόμη και η μπαλάντα December, με τη νοσταλγία για τα Χριστούγεννα στη μέση του δίσκου, δεν είναι άλλη μια από εκείνες τις βαρετές που περιμένεις πως και πως να τελειώσουν, έχει θέμα και πανέμορφη μελωδία.

Στα A Man Possessed και Like I Was Never There, ο Morricone έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Στο πρώτο, ατμοσφαιρικός ήχος και το soundtrack μιας spaghetti western ταινίας, για έναν άνθρωπο εντελώς εκτός ελέγχου ενώ στο Like I Was Never There οι ηλεκτρικές κιθάρες και το δραματικό σκηνικό, θυμίζουν τη μουσική μιας ταινίας εγκλήματος. Μετά τη μπαλάντα του Blood Moon, ο Βρετανός θα κλείσει τον δίσκο με το κομμάτι που θα σαρώσει τα πάντα και θα συνοψίσει. Ο έξυπνος τίτλος Untitled Artist, Untitled Song στρέφει την προσοχή στη μουσική που πλέον είναι alternative rock και κάνει ξεκάθαρο πως ο Paul είναι ένας καλλιτέχνης με πολλές πλευρές και όψεις. Tο The Dissolving Man μπήκε στην φετινή εικοσάδα κυρίως επειδή η μουσική που ακούγεται στα 47 του λεπτά είναι προσωπική και καθόλου φλύαρη. Μας αρέσουν οι καλλιτέχνες με όραμα και ο Moriccone φαίνεται πως αντί να μας δώσει το βιογραφικό του σε χαρτί, κατασκεύασε με πολύ κόπο έναν δίσκο άξιο να αντιπροσωπεύσει τη μουσική του ταυτότητα και τα πιστεύω. Όλο το πανέμορφο άλμπουμ εδώ.

6. Electric Litany – Under A Common Sky


Έχουν μείνει λίγα -αν όχι ελάχιστα- συγκροτήματα με μια πορεία φιλοσοφημένη, σχεδιασμένη με μυαλό αλλά ταυτόχρονα και καρδιά. Οι Electric Litany είναι οι Radiohead της εποχής τους. Ναι, έχει ειπωθεί και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Η τρίτη τους δουλειά Under A Common Sky είναι η απόδειξη αυτής της προσεκτικά σχεδιασμένης πορείας. Εκτελούν ένα έργο που βαδίζει σε μια διαδρομή υποστηριζόμενη και βασισμένη στα πιστεύω τους, σε μια σταθερή μουσικολογική αντίληψη αλλά το σημαντικότερο, σε μια διαρκή αλληλεπίδραση με το γύρω τους περιβάλλον. Το σπουδαίο στην περίπτωση του, είναι πως μέσα σε τρία άλμπουμ και σχεδόν μια δεκαετία ύπαρξης, μίλησε για τον έρωτα, τη δόξα, τη μοναξιά και τον θάνατο των ανθρώπων αλλά όχι ατομικά, πάντα υπό το πρίσμα της κοινωνίας, της ανθρώπινης ολότητας.

Το νέο άλμπουμ των Electric Litany, έχει να παίξει κοινωνικά ρόλο σπουδαίο, πέρα από τη μουσική του αρτιότητα. Ως τρίτο γέννημα της μπάντας, παραμένει πιστό στην στάση που κρατούσαν πάντα και μαζί ολοκληρώνει τον ηχητικό τους κύκλο, συλλέγοντας στοιχεία και από τους δύο προκατόχους του. Οι μακρόσυρτοι ήχοι, τα βαριά πλήκτρα, τα αργά τύμπανα και η μυσταγωγική ατμόσφαιρα, βρίσκονται όλα μαζί στις κατάλληλες ποσότητες και θέσεις. Πάνω από όλα όμως η μελωδία. Οι συγκλονιστικές στιγμές του άλμπουμ δεν είναι συγκεκριμένες, όλος ο δίσκος είναι μια συγκλονιστική εκμυστήρευση συναισθημάτων και συνειδητοποίησης. Η αιρετική τους στάση στα μουσικά πράγματα είναι αληθινή όπως στα live τους.

Οι Electric Litany κάνουν κάτι που κανένα άλλο Ελληνικό (έστω και κατά το ήμισυ) συγκρότημα της εποχής τους δεν κάνει. Είναι μοναδικοί για αυτόν ακριβώς τον λόγο, επειδή δεν ανήκουν σε κανενός είδους κατηγορία και ο ήχος τους δεν μοιάζει με ο,τιδήποτε άλλο σημερινό. Η μίξη της βυζαντινής κουλτούρας με την ηλεκτρονική μουσική και την post rock, δεν χαρακτηρίζει καμία άλλη κολεκτίβα κι αυτό είναι ολοκάθαρο σε τραγούδια όπως το φετινό England ή το In The Μorning του 2014, που μας ανάγκασαν να προσπαθούμε μάταια να βρούμε παραλληλισμούς όταν μας ρωτούσε κάποιος ..με τι μοιάζουν ;. Με τίποτα – είναι η σκοτεινή, πειραματική, καθαρτική μουσική των Electric Litany. Ο τρίτος τους δίσκος περιέχει κομμάτια που και πάλι δίνουν στίγμα από την Κέρκυρα, όπως το CFU (Corfu) με το συγκινητικό ξεκίνημα του παραδοσιακού τραγουδιού γυναικών της περιοχής.

Under A Common Sky, κάτω από έναν κοινό ουρανό ή αν θέλετε, κάτω από ένα κοινό σκεπτικό. Σε αυτό μας καλεί όλα τα χρόνια η Ελληνοβρετανική μπάντα. Το σκεπτικό του να γίνει η μουσική εκτός από κοινός τόπος τέρψης αισθήσεων, κοινός τόπος συνειδητοποίησης. Ακόμα και για το κλείσιμο του, ο δίσκος κρατά ισχυρά νοήματα: I was born with a rock in the shape of a heart, so that I can withstand all the troubles of man. Πόσο επιτακτικό να αντέξουμε τις δυσκολίες ως άνθρωποι, να μην γίνουμε ο,τιδήποτε άλλο μη ανθρώπινο. Το συγκρότημα φέρνει σε πρώτο πλάνο, όπως κάθε σοβαρός καλλιτέχνης οφείλει να κάνει, τα αληθινά ζητήματα της εποχής μας. Η μουσική τους είτε ως τέχνασμα είτε καθαρά ως τέχνη, βήμα-βήμα, άλμπουμ με άλμπουμ, καταφέρνει την ένωση με τα σημαντικά, τα ανθρωπιστικά και ουσιώδη. Όλο το άλμπουμ εδώ.

5. Durand Jones & The Indications ‎- American Love Call


Οι Durand Jones & The Indications ήταν το clue της χρονιάς για την soul μουσική σκηνή. Η επιστροφή τους μετά τον πρώτο δίσκο του 2016, έγινε με το American Love Call. Ένα δυνατό ηχητικά αλλά και σε παραγωγή άλμπουμ που παρέδωσε μαθήματα ισορροπίας μεταξύ της αγάπης και μιας πολύβουης σύγχρονης Αμερικής. Η παλιά (old school) σχολή της soul ενώθηκε με τη νεανική soul στην πιο ειλικρινή της μορφή. Η μπάντα, όπως η ίδια διατεινόταν σε όλα τα μέσα με τα οποία επικοινωνούσε το άλμπουμ, έφερνε μαζί της το δυναμισμό του Jackie Wilson, του Curtis Mayfield, και των The Impressions. Και όντως, αυτή η παρέα νεαρών μουσικών μόλις λίγο μετά τα είκοσι τους χρόνια, είναι ναι μεν μαθητές της soul, δεν φοβούνται δε στιγμή όμως να μπουν μέσα σε αυτό τον στροβιλισμό της σύγχρονης εποχής και των προκλήσεων της.

Ενώ ο Durand Jones και ο ντάμερ Aaron Frazer τραγουδούν, συνοδεύονται από τις γλυκιές κιθάρες του Blake Rhein, το ζεστό μπάσο του Kyle Houpt και τα μαγικά πλήκτρα του Steve Okonski. Το αποτέλεσμα, ένα άλμπουμ που μάλλον ακούγεται όπως οι ίδιοι το φαντάστηκαν: άκρως εθιστικό με κομμάτια όπως το Morning in America, κινηματογραφικό αλλά και απείρως προσεγμένο και επικεντρωμένο στην ρύθμιση πολλών και σημαντικών λεπτομερειών. Όπως για παράδειγμα στο How Can I Be Sure, που παρά τα κάπως μπερδεμένα στιχάκια του, περιέχει προς το τέλος του το εξαιρετικό falsetto τραγούδισμα του Aaron Frazer, αφήνοντας οποιαδήποτε άλλη σκέψη σε δεύτερη μοίρα. Αν φέτος κάποιος έψαχνε έναν αληθινά καλό soul δίσκο, το American Love Call θα του θυμίσει τον Al Green ή τον Bobby Womack στα καλύτερα τους. Ας μη κοροϊδευόμαστε όμως, ίσως εμείς να δίνουμε τους λάθος προσδιορισμούς στον ήχο των Αμερικανών ή τέλος πάντων στον ήχο κάθε μπάντας που γράφει ειλικρινώς και μέσα από την ψυχή της· Το American Love Call δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε ως έναν σύγχρονα ρετρό δίσκο. Η soul που δημιουργήθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, ο Jones και οι φίλοι του οι Indications, υποστηρίζουν με τα πιο ισχυρά επιχειρήματα ότι μπορεί να μείνει εδώ στην αιωνιότητα. Όλος ο δίσκος εδώ.

4. Fontaines D.C. – Dogrel


Μερικές φορές κάποια άλμπουμ δεν χρειάζονται κανενός είδους ανάλυση. Το μόνο που χρειάζεται είναι να γράψουμε το όνομα τους και το όνομα του συγκροτήματος και τα συμπεράσματα να τα βγάλει ο καθένας για τον εαυτό του. Αυτό νιώθω ότι πρέπει να κάνω και τώρα, να μην πω τίποτα πέρα από το όνομα των Ιρλανδών από το Δουβλίνο Fontaines DC και το όνομα του άλμπουμ τους Dogrel, να σας προτρέψω για ακρόαση και να κλείσω την παράγραφο. Αλήθεια, δεν μπορείς να πεις πολλά για ένα ομολογουμένως τόσο εντυπωσιακό ντεμπούτο. Παρόλα αυτά κι επειδή θα είναι άδικο και για εμάς και για εκείνους, ας πούμε μερικά πράγματα. Οι Fontaines DC μονοπώλησαν το ενδιαφέρον του μουσικού πλανήτη παρότι γράφουν σκληρό post punk. Οι Fontaines DC κυκλοφόρησαν έναν δίσκο που ξυπνάει μέσα μας την punk πλευρά του εαυτού μας και το πιστεύω, τέτοια έχουμε όλοι. Η στιγμή που αγανακτείς με τα πάντα και απλά αν μπορούσες, θα έδινες μια μεγαλειώδη κλοτσιά και θα τα έστελνες όλα στο διάολο. Αυτό θα παρακαλούσα πολύ τον θεό να μου συμβεί με μουσική υπόκρουση τη μουσική των Ιρλανδών.

Ο Grian Chatten είναι ο άνθρωπος που γαβγίζει πίσω από το μικρόφωνο και στο μόνο κομμάτι που ίσως πλησιάζει το τραγούδισμα είναι το Roy's Tune το οποίο έχει μελωδία και δεν είναι punk. Θέλαμε εδώ που τα λέμε ένα διάλειμμα από τον άλλο κόσμο που μας έστειλαν με τους μανιασμένους στροβιλισμούς των Big, Sha Sha Sha και Too Real. Και επειδή στην Ιρλανδία ποτέ δεν έπαιρναν τη μουσική αψήφιστα (βλέπε Thin Lizzy, U2, My Bloody Valentine, The Cranberries κ.α) είναι και πάλι ξεκάθαρο πως το Dogrel είναι άλλος ένας αντικατοπτρισμός το τρέχοντος καλλιτεχνικού κλίματος της χώρας αυτής. Είμαι σίγουρος πως είναι άλλη μια απόχρωση της συναισθηματικής και πνευματικής έκφρασης που ενσωματώνει μουσική και ποίηση σε ένα εικαστικό αποτέλεσμα. Οι Fontaines DC γράφουν μια περήφανη, ειλικρινή και αυθεντική ποίηση, για να μιλήσουν για την καταγωγή τους και όσα κουβαλούν μέσα τους, ζώντας τις ζωές τους στο βροχερό Δουβλίνο. Στίχοι που μας παραδίδονται ωμοί και με μια καθηλωτικά αφιλτράριστη αγριότητα από τη διαπεραστική φωνή του Chatten. Το Boys In The Better Land είναι το προτελευταίο κομμάτι του δίσκου, μαζί του μπορείς να γίνεις κουρέλι στον ιδρώτα χοροπηδώντας και να πιστέψεις ότι μπορείς να κόψεις όλα σου τα δεσμά: You're not alive until you start kicking, When the room is spinning and the words ain't sticking… Πραγματικός θρίαμβος ! Όλη η δισκάρα εδώ.


3. Black Pumas – Black Pumas


Κατευθείαν από την καρδιά του Τέξας, το δίδυμο με έδρα το Austin μπήκε με ευκολία στα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς και όχι μόνο, ίσως και να έχει επίδραση μεγαλύτερη από αυτή που φανταζόμαστε. Οι Black Pumas είναι ο multi-instrumentalist και πολυπράγμων παραγωγός Adrian Quesada και ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Eric Burton. Ο Quesada έχει εδώ και αρκετά χρόνια μεγάλη εμπερία στη μουσική καθώς διατηρεί πολλά και αξιολογότατα project ενώ έχει τιμηθεί και με Grammy (Grupo Fantasma group). Ο Burton με καταγωγή από την California, έχει περάσει τα προηγούμενα χρόνια του παίζοντας σε δημόσιους χώρους ως μουσικός του δρόμου. Ο Eric, με μια φωνή που θυμίζει μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Otis Redding, ο Sam Cooke ή ο Bill Withers και ο CeeLo Green, θα ήταν μόνο θέμα χρόνου πριν ανακαλυφθεί από κάποιον κυνηγό ταλέντων. Τυχερός λοιπόν και αυτός αλλά κι εμείς αφού ο Quesada είχε το αυτί και την προσοχή για να αναγνωρίσει το ταλέντο του.

Τα τραγούδια γράφτηκαν και από τους δύο με τον Burton να γράφει όλους τους στίχους για τα δέκα κομμάτια που περιλαμβάνει το ντεμπούτο άλμπουμ τους. H παραγωγή έγινε από τον ίδιο τον Quesada, ο οποίος

χρησιμοποίησε τους καλύτερους μουσικούς του Austin για να συμβάλουν στο υπέροχο τελικό αποτέλεσμα. Οι Black Pumas θα μπορούσε να είναι η απάντηση στο ερώτημα για το πως θα ακουγόταν ο Sam Cooke αν συμμετείχε στους Wu-Tang Clan, αφού εδώ πρόκειται για αναβίωση του ήχου και της αισθητικής της soul της δεκαετίας του 70' με έναν εκπληκτικά φρέσκο τρόπο.

Άλλοι τους περιγράφουν ως ψυχεδελική soul μπάντα και άλλοι σαν πειραματιστές. Το γεγονός όμως είναι πως οι Black Pumas είναι πλέον μια εξαμελής μπάντα που κάνει περιοδεία με sold out παραστάσεις ανά τον κόσμο. Οι εμφανίσεις τους είναι άμεσες, πειθαρχημένες και εύπεπτες. Τα Fire, Black Moon Rising και Colors είναι ο κύριος λόγος που αυτό το άλμπουμ τράβηξε τόσα φώτα επάνω του αλλά η μελαγχολική μπαλάντα στο 33 OCT, δείχνει μια μπάντα με πολλές όψεις και δυνατότητες. Όπως συνέβη με τους Portishead πριν από 25 χρόνια, το Black Pumas είναι ένα ντεμπούτο τόσο τέλεια δομημένο που εύλογα αναρωτιέται κανείς, τι θα μπορούσε ενδεχομένως να έρθει στη συνέχεια ; Όλος ο δίσκος εδώ.

2. Nick Waterhouse – Nick Waterhouse


Ένας πολύ cool τύπος που κάνει το δικό του από τότε που τον γνωρίσαμε, από το 2012 δηλαδή οπότε και κυκλοφόρησε το Time's All Gone. Είναι απλά ο εαυτός του και όχι ακόμα ένας μιμητής του παρελθόντος. Ναι ακούγεται banal, όμως αν ο πατέρας σου ακούει τόση μουσική -παρότι πυροσβέστης ο ιδίος- κι εσύ στα οκτώ σου μόλις ξεκινάς μαθήματα κιθάρας, η κατάληξη είναι λογικότατη. Ο Nick ζει από μικρός ανάμεσα σε μουσικές από Ray Charles, John Lee Hooker, Bo Diddley και όλων αυτών των μεγαθήριων. Δε θα μπορούσε βέβαια με τόσο ταλέντο, να νιώθει πως κάνει κάτι τόσο περίεργο όσο οι περισσότεροι θεωρούν. Η μουσική του είναι ο εαυτός του κι όλες οι εμπειρίες που έχει συλλέξει. Το 2010 ξόδεψε όλα του τα χρήματα επενδύοντας τα στο πρώτο του επτάιντσο δίσκο, το Some Place. Κόντεψε να τα χάσει όλα όταν υπήρξε μια διένεξη περί δικαιωμάτων με τον ιδιοκτήτη του στούντιο όπου ηχογράφησε αλλά ας είναι καλά η αδερφή του και οι φίλοι του που τον βοήθησαν. Σήμερα, ο Waterhouse χαίρει εκτίμησης από μουσικούς του είδους και κοινό ανά τον κόσμο, με τέσσερις δίσκους σε κυκλοφορία και τον τελευταίο να αποτελεί και θέμα του παρόντος κειμένου, αφου συνοδεύεται από την υπέροχη συνέντευξη που μας παραχώρησε. Το Never Twice του 2016 ήταν μέχρι σήμερα με διαφορά η καλύτερη του δουλειά. Καθώς φαίνεται όμως, την πρωτοκαθεδρία θα λάβει το Nick Waterhouse, η νέα του δουλειά. Απομονωμένος σε ένα δικό του μουσικό κόσμο ; Ίσως. Είναι ακριβώς αυτό που τον βοήθησε να φτάσει ως εδώ. Η Ευρώπη θεωρεί post modern cocktail από τα 50's αυτό που για εκείνον είναι απλά η ιδιοσυγκρασία του, αυτό που ξέρει να κάνει καλά.

Στα νέα του τραγούδια, ακούμε αναλογικούς ήχους που ηχογραφήθηκαν στο στούντιο Electro-Vox του Λος Άντζελες μαζί με τον συμπαραγωγό Paul Butler (Michael Kiwanuka, St. Paul and the Broken Bones). Κι αν αναρωτιέστε για το ομώνυμο του τίτλου του άλμπουμ, ο ίδιος απαντά : Μy new LP is a summation of all the first three, I learned something different with each and now it's all part of the language of my writing and performing…. Ο Waterhouse από το 2012 μέχρι σήμερα, είναι εδώ ως απόσταγμα των εμπειριών και ηχητικών πειραμάτων του. Η νέα του δουλειά δεν είναι καθαρά old school, αντιθέτως, περιέχει έντεκα τραγούδια με ξεκάθαρο blues και surf / rock n' roll ήχο, αυτόν που τόσα χρόνια επεξεργάζεται και τώρα μας τον παραδίδει νεοτερισμένο έχοντας προσθέσει μέσα του την ψυχή του. Αυτή η αγωνία στη φωνή του σε συνδυασμό με τις ρυθμικές βολές από νότες σαξόφωνου και ηλεκτρικής κιθάρας, ξεχωρίζουν από νωρίς με το Song for Winners. Δεν γίνεται να μην κουνηθείς με κομμάτια όπως τα Ι Feel An Urge Coming On, Wreck the Road, Man Leaves Town και το El Viv που μας βοηθάει να καταλάβουμε γιατί συγκροτήματα όπως οι The Ventures είχαν τόση επιρροή χωρίς καν να έχουν τραγουδήσει μια λέξη.

Είναι ξεκάθαρο πως ο Waterhouse με τα μουσικά όργανα του παρελθόντος και τους μουσικούς του σήμερα, προσπαθεί να ζήσει στο 'τώρα' με τα ρούχα του χθες. Δε θέλει να ψωνίσει από τα μεγάλα brands που αγοράζουν όλοι, προτιμά τα μαγαζάκια της γειτονίας και το υποστηρίζει με ειλικρίνεια και φυσικότητα. I won't really ever be a mainstream act because I don't think I speak to anybody's thoughts that are consuming mainstream content…. Μερικές φορές με κάνει να νομίζω πως ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται καν για τη δημοσιότητα. Όλο το άλμπουμ εδώ.

1. Pierre Daven-Keller – Kino Music


Όπως πέρυσι με το άλμπουμ του σπουδαίου Nicolas Godin, χαίρομαι που και φέτος η χρονιά είχε τον κινηματογραφικό της δίσκο και μάλιστα πάλι από τα χέρια ενός γάλλου. Το Kino Music του Pierre Daven-Keller μοιάζει και αυτό με το soundtrack μιας ταινίας που ακόμα δεν γεννήθηκε. Μετά από τις τρεις 'αντιδράσεις' του (Reaction A, Reaction B, Reaction C), τρία άλμπουμ στα οποία ο Pierre Daven-Keller εξερεύνησε μια συγκεκριμένη pop σκηνή και το μυστήριο του να γράφεις μουσική για κουαρτέτο εγχόρδων, επιστρέφει με το Kino Music. Ένα νέο instrumental έργο το οποίο, όπως και ο τίτλος του λέει, αγκαλιάζει τα κινηματογραφικά χρώματα και πιο συγκεκριμένα αυτά του ιταλικού ουρανού. Ο Pierre Daven-Keller δεν κάνει τίποτα το μυστήριο: η βάση ή ο ορίζοντας αυτού του άλμπουμ είναι ο Ennio Morricone με μια περισσότερο pop και ηδονιστική κλίση και ένα άγγιγμα από Bossa Nova και κατ' επέκταση μια ποικιλία ήχων στην οποία θα μπορούσε να βρίσκεται άλλος ένας σπουδαίος συνθέτης εκείνης της περιόδου, ο Burt Bacharach.

Ωστόσο, φυσικά και το Kino Music δεν αναπαράγει τη μουσική του Morricone. Είναι μάλλον μια ανασύνθεση και μια κατάσταση μυαλού που θα συνδυάσει τη χαλαρότητα με μερικές πινελιές μελαγχολίας. Για όσους γνωρίζετε τον επίσης γάλλο Forever Pavot, συνδυάστε τη μουσική του με αυτή των AIR και θα έχετε μια πολύ καλή περιγραφή για την φετινή δουλειά του Pierre Daven-Keller. Μια αισθησιακή ονειροπόληση ενσωματωμένη κυρίως από τα γυναικεία φωνητικά των γυναικών που δίνουν άρωμα στο άλμπουμ. Η φωνή της Helena Noguerra ξεδιπλώνεται στα όρια του ατμοσφαιρικού ερωτισμού στο La Fiancée de l'Atome, ένα από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ ή στο πολύ ευχάριστο Tatoo Totem. Η Arielle Dombasle στο Salvaje Corazon, θα δώσει latin χροιά στην pop ατμόσφαιρα που σχεδόν μονοπωλεί τον δίσκο και η Mareva Galanter στο τέλος του, θα ερμηνεύσει τον ίδιο τίτλο αλλά στα ιταλικά, μετονομασμένο για την περίπτωση σε Cuore Selvaggio.

Η μεγάλη ευχαρίστηση που βιώνει κανείς ακούγοντας το Kino Music προέρχεται από την επιστήμη του ήχου, την ενορχήστρωση. Ο Pierre Daven-Keller χρησιμοποιεί Farfisa, βιμπράφωνο και έγχορδα με τρόπο που αποφεύγει την οποιαδήποτε υπερφόρτωση, του επιτρέπει να επιστρέψει στην φανταστική χώρα της παιδικής του ηλικίας και να μας πάρει εκεί μαζί του. Όλη η ομορφιά από αυτού του άλμπουμ είναι ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας που είχε χαθεί και ξαφνικά ξαναβρέθηκε, μια υπόσχεση απεριόριστης ευτυχίας διάρκειας 41 λεπτών. Όλη η κυκλοφορία εδώ.

Related stories

Γιατί το Studio Ghibli Θεωρείται η ‘Disney’ της Ιαπωνίας

Studio Ghibli: Το μαγεμένο βασίλειο της Ιαπωνικής κινηματογραφίας Όταν μιλάμε...

«Πες το Ψέματα»: Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις – Τι ανακοίνωσαν οι διοργανωτές

Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κωμικού show «Πες το Ψέματα»...

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...