Γαλλία / Καναδάς 2016 Σκηνοθεσία: Ξαβιέ Ντολάν με τους: Γκασπάρ Ουλιέλ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Βενσάν Κασέλ, Λία Σείντου, Νάταλι Μπέι
Πρόκειται για την έκτη ταινία ενός σκηνοθέτη που είναι αναμφισβήτητα από τους πιο ταλαντούχους της γενιάς του. Σε ηλικία μόλις 28 ετών γέννημα θρέμμα του φεστιβάλ των Καννών, ο Χαβιέ Ντολάν αυτή τη φορά με ένα εντυπωσιακό κάστ κατάφερε να κερδίσει με τη νέα του ταινία το Grand prix και το Prize of the Ecumenical Jury στις Κάννες.
Κεντρικό πρόσωπο ο Λούις ένας πετυχημένος θεατρικός συγγραφέας επιστρέφει μετά από δώδεκα χρόνια στο πατρικό του με σκοπό να ανακοινώσει στην οικογένεια του ότι πρόκειται να πεθάνει. Αναμενόμενα η άφιξή του προκαλεί συγκρούσεις και φέρνει στην επιφάνεια συναισθήματα και αλήθειες κρυμμένες για καιρό.
Η ταινία δε μας δίνει τελικά καμία εξήγηση για τους λόγους που οδήγησαν στη μακρόχρονη απουσία του Λούις. Πίσω από την απόφαση του δεν κρύβεται κανένα σκοτεινό μυστικό ή οικογενειακό δράμα και αυτή αν και καθοριστική παραμένει ανεξήγητη. Όταν λοιπόν τελικά επιστρέφει αναζητά την ευκαιρία να τους ανακοινώσει το μυστικό του. Έρχεται ωστόσο αντιμέτωπος με έναν υπερβολικά ευέξαπτο αδερφό που αντιδρά βίαια σχεδόν κάθε φορά που κάποιος του απευθύνει το λόγο, καθώς η παρουσία του πετυχημένου επαγγελματικά και μορφωμένου Λούις τον γεμίζει με αισθήματα κατωτερότητας. Η μικρότερη αδερφή του από την άλλη που για χρόνια αδημονούσε για την επιστροφή του, δε ρωτά ποτέ όπως οι υπόλοιποι γιατί αποφάσισε να γυρίσει, είναι γεμάτη ερωτήματα όμως για τους λόγους που τον έκαναν να φύγει. Το δράμα συμπληρώνουν η μητέρα του, που φαίνεται να ζει σε ένα δικό της κόσμο, αλλά επιδέξια παράλληλα να κρατά ισορροπίες στην οικογενειακές σχέσεις και η σύζυγος του αδερφού του, ενσαρκωμένη αριστοτεχνικά από τη Μαριόν Κοντιγιάρ, μια ήσυχη και διστακτική γυναίκα που μιλά ελάχιστα αλλά φαίνεται σαν από διαίσθηση να καταλαβαίνει περισσότερα από τον καθένα, να προαισθάνεται την καταιγίδα πριν αυτή ξεσπάσει, να μαντεύει τα μυστικά, τα συναισθήματα, τις κρυμμένες αλήθειες.
Το « Ακριβώς στο τέλος του κόσμου» είναι η δεύτερη ταινία του Ντολάν που βασίζεται σε θεατρικό κείμενο, μετά το «Ο Τομ στη φάρμα» αλλά αυτή τη φορά φαίνεται ότι δεν κατάφερε να αποφύγει τις παγίδες του είδους, δηλαδή τη δραματουργική στατικότητα, τη φλυαρία, την υπερβολή.
Τα ίδια δραματικά μοτίβο επαναλαμβάνονται συνεχώς, χωρίς να προσφέρουν τίποτα ούτε στην εξέλιξη της πλοκής, ούτε στην ανάπτυξη των χαρακτήρων. Κάθε σκηνή αδέξια και κουραστικά καταλήγει σε μεγάλης διάρκειας καυγάδες, οι φωνές, το κλάμα, οι οικογενειακές συγκρούσεις και οι στιγμές αυτογνωσίας όχι μόνο πληθωρίζονται αλλά φαίνεται ότι τελικά δεν εξυπηρετούν κανένα δραματουργικό στόχο.
Παρόλα αυτά ο Ντολάν κάνει και πάλι το σκηνοθετικό θαύμα του, καταφέρνει εκβιαστικά σχεδόν, μέσα από την εμπνευσμένη του προσέγγιση να αιχμαλωτίσει την προσοχή του θεατή. Χρησιμοποιεί κοντινά πλάνα σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα κυρίως σε πρόσωπα αλλά και σε αντικείμενα χέρια ή κινήσεις. Δείχνει έτσι την απόλυτη προσήλωση του στους χαρακτήρες, δίνει χώρο στις ερμηνείες να εντυπωσιάσουν. Τα ελάχιστα γενικά του πλάνα, κινούνται είτε μέσα σε αυστηρά πλαίσια, που δεν αφήνουν στη τελική στους χαρακτήρες περισσότερο χώρο από ένα κοντινό, είτε αλλοιώνουν εξπρεσιονιστικά το χώρο γύρω τους, με θολά χρώματα, ανετάριστες εικόνες και σταγόνες της βροχής. Χρησιμοποιεί παράλληλα τα αγαπημένα του slowmotion σε συνδυασμό με μουσική δίνοντας νόημα σε σιωπές, υπογραμμίζοντας την εσωτερική σύγκρουση των ηρώων ή συχνά τα βλέμματα τους, την κρυφή τους επικοινωνία.
Με μια εντυπωσιακή σεκάνς παράλληλων σκηνών, όπου οι χαρακτήρες ετοιμάζονται για την τελική σύγκρουση και το ρολόι του τοίχου, υπογραμμίζει μηχανικά το μετρημένο χρόνο που έχουν στη διάθεση τους, ο Ντολάν ετοιμάζει το έδαφος για την κορύφωσή του, την οποία ντύνει σουρεαλιστικά σε ένα έντονο πορτοκαλί φως. Τη σύγκρουση ακολουθεί όμως η λύση και ο επίλογος αυτής της ταινίας με περίσσιους διαλόγους γίνεται σε απόλυτη, λυτρωτική σιωπή, με μια ανταλλαγή βλεμμάτων, μια χειρονομία, ένα νεύμα και ένα γλυκό συμβολισμό. Αποδεικνύει περίτρανα λοιπόν ο Ντολάν ότι ακόμη και με ένα δυσλειτουργικό σενάριο ξέρει να γεμίζει την οθόνη με συναισθήματα, ξέρει να εκμεταλλεύεται το φως, τα χρώματα, τη μουσική, να χειραγωγεί το βλέμμα να ζωντανεύει τις σιωπές, να ζωντανεύει τα αντικείμενα, να μηχανεύεται μαγικές κινηματογραφικές στιγμές.