Όταν πήγαινα
σχολείο είχα μερικά μαθήματα που ειλικρινώς τα μισούσα, τα σιχαινόμουν βαθιά
και με πάθος. Κι επειδή εννοείται ότι δεν ήθελα καθόλου να κάτσω να συγκεντρωθώ
για να τα μελετήσω, έβρισκα ένα κάρο δικαιολογίες. Επιχειρηματολογούσα κιόλας
με πάθος και βερμπαλισμούς για το πόσο αδικημένη είμαι από τον τρόπο διδασκαλίας
– πρέπει να φταίει που στο σπίτι μου παρακολουθούσαμε οικογενειακώς τις συνεδριάσεις
του Ειδικού δικαστηρίου και έμεινε μέσα στο παιδικό μυαλουδακι μου κάτι από
Κουτσογιωργα. Στον έλεγχο λοιπόν, η δασκάλα μου έβαλε Β. Κατέβασα μούτρα μέχρι
το πάτωμα, ο πατέρας μου με ενημέρωσε πως ότι εξυπνάδες κι αν έλεγα κι όπου κι
αν έριχνα ευθύνη, ο βαθμός δεν θα άλλαζε αν δεν διάβαζα τα μαθήματα μου και έγινα
μελιτζανί από το κλάμα. Θίχτηκε ο εγωισμός μου βλέπετε. Αλλά βρέθηκα σε εκείνο
το χρήσιμο σημείο που έχεις δυο επιλογές: να κάτσεις να κλαίγεσαι και να ψάχνεις
τι φταίει ή να κάνεις και την αυτοκριτική σου και να δράσεις. Υπό μια έννοια ήταν
το πρώτο μου πολιτικό μάθημα αυτό.
Το σκεφτόμουν
παρακολουθώντας τις εσωκομματικές περιπέτειες και τις κόντρες εν όψει των
διπλών εκλογών του Μαίου. Πρώτα πρώτα για το ενδιαφέρον ζήτημα του εκλογικού συστήματος
των ευρωεκλογών, κάθε ιδεολογική συζήτηση αντιμετωπιζόταν σχεδόν ως πολυτέλεια,
ενώ όλη η συζήτηση εξαντλήθηκε στον εντοπισμό, στον καταλογισμό και στην κριτική
των πολιτικών σκοπιμοτήτων της απόφασης, ενιοτε ακόμη και σε δηλώσεις κακής πίστης
προς συνεργαζόμενες δυνάμεις ως και προσβολές προς διαφωνούντες. Λες κι υπάρχει
πολιτική απόφαση στην ιστορία του ανθρώπου που δεν υποκρύπτει κάποια καλώς ή κακώς
νοούμενη σκοπιμότητα.
Σε ότι αφορά
τις αυτοδιοικητικες, τα προβλήματα είναι προφανή και παίζουν και πραιμ ταιμ στα
δελτία στις τηλεοράσεις σας. Όσοι φοβόμασταν πως, εξαιτίας του ότι θα συμπέσουν
με τις ευρωεκλογές, θα γίνει «πολύ πολιτική» η ψήφος και τα ζητήματα αυτοδιοίκησης
θα θαφτούν, κάναμε λάθος στη μισή εκτίμηση, γιατί τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Η κατάρτιση
των ψηφοδελτίων για τους δήμους και τις διοικητικές περιφέρειες της χώρας, η όποια
σημειωτέον δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, ανέδειξε όλο το πρόβλημα των κομμάτων σήμερα.
Από τα πρωτοκλασάτα στελέχη με πολύ καλές δημοσκοπικες επιδόσεις, που αρνήθηκαν,
σε μια περίοδο κρίσης και αγωνίας για τα κόμματα τους, να κατέβουν υποψήφιοι,
ως τις τυφλές διευρύνσεις του Σύριζα προς το δεν-θέλω-να-θυμάμαι-ότι-ήμουν-μνημονιακο-κέντρο
ή την ψεκασμένη ακροδεξιά. Το πρώτο πλασάρεται από τα ΜΜΕ ως παραπολιτικό, αλλά
φανερώνει πρόβλημα. Τα κόμματα είναι οργανισμοί, όχι δίκτυα πολιτών βασισμένα
στην προσφορά και την πρωτοβουλία. Όταν ο πρόεδρος του κόμματος καλεί το έμπειρο
στέλεχος Τάδε Ταδοπουλο και του λέει «σύμφωνα με τις μετρήσεις μας ένα σεβαστό ποσοστό
των πολιτών του δήμου Ραχούλας θα σε ήθελε για δήμαρχο, χρειαζόμαστε τη Ραχούλα,
χρειαζόμαστε νίκες, καίγεται το μπιπ μας» και εσύ του λες κάτι τύπου «πολύ χαίρομαι
αλλά δεν θα μπορέσω, δεν ταιριάζει στα σχέδια μου», είτε δοκιμάζεις τα όρια αντικομματικής
συμπεριφοράς, έτσι, για γούστο, είτε φοβάσαι να εκτεθείς σε μια εποχή μάλιστα
που δεν υπάρχουν καπαρωμένες ευκαιρίες, ώστε να μπορείς να κλωτσάς εύκολα μια
που σου δίνεται στο πιάτο. Αν μιλούσαμε για 1-2 στελέχη σε 1-2 κόμματα θα το έλεγα
και συμπτωματικό, αλλά, αν πιστέψουμε τα ρεπορτάζ, τα κρούσματα ήταν παραπάνω. Από
εκεί που μιλαγαμε τόσα χρόνια για εκλογές καλλιστεία, βλέπουμε τα φαβορί για
Σταρ Ραχούλα να μην δέχονται καν να βγουν στην σκηνή ακόμα κι αν τους τάζουν
ότι το στέμμα θα το πάρουν και δώρο μαζί ένα τριήμερο με τον Τζονι Ντεπ. Γυμνό.
Δεν το λες και ελπιδοφόρο να φοβούνται το σταυρό ακόμη κι οι δημοφιλείς. Να μου
πεις βέβαια, οι δημοφιλείς τρώνε πιο πολλά γιαούρτια από τους outsiders.
Το δεύτερο,
το θέμα των συνεργασιών και της «αντιμνημονιακής, αντικαλλικρατικής» ατζέντας
είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Ασχοληθήκαμε πάρα πολύ με τον Καρυπιδη και αν τα κεριά
του Χανουκα σημαίνουν κοπέλα ή οι κοπέλες είναι κεριά ή αν έχει φαντασιώσεις με
κορίτσια με κορμί «λαμπάδα» (εκεί θα δείχναμε και μια κάποια κατανόηση), ασχοληθήκαμε
με τις σκοπιμότητες των επιλογών και των διαδικασιών και χάσαμε την αρχή, τη μέση
και το τέλος της ιστορίας. Που δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά τον κατακερματισμό
των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, την διόγκωση άλλων και τα μικρά κόμματα
που ξεπετάγονται σαν αγριομανιταρα (πολύ ρομαντικό). Όλα αυτά που μας προέκυψαν
δηλαδή από τότε που αποφασίσαμε ότι θα αυτοπροσδιοριζομαστε ή θα
ετεροπροσδιοριζομαστε πολιτικά στη βάση του «μνημόνιο-αντιμνημονιο», «πατριώτης
ή προδότης», «μεταρρυθμιστής ή αντιμεταρρυθμιστής» κλπ, με αυτά τα διαιρετικά διλήμματα
που αντικατέστησαν την πολιτική και τις ιδεολογίες όπως τις ξέραμε. Όχι, δεν το
έκανε μόνο το «αντιμνημονιακο» μπλοκ αυτό το παιχνίδι, ΟΛΟΙ το έκαναν, έλα, επανέλαβε
μετά από μένα: Ο-λοι. Όλοι. Ειδές, εύκολο ήταν.
Τα διλήμματα
αυτά έφθειραν ακόμη περισσότερο κι από τα μέτρα της τρόικας και την αποστασία
της Τζακρη (σ.σ. αχ Θεοδώρα δεν σε ξεχνώ) τα κόμματα που έχουν κυβερνήσει και
ευνόησαν την δημιουργία νέων σχημάτων με αφηρημένο πολιτικό πλαίσιο αλλά ισχυρή
συνθηματολογία, αφού η κατηγοριοποίηση στελεχών και πολιτικών χώρων σε αυτά τα
κουτάκια είναι πιο εύκολη από την παραγωγή πολιτικής και την επικοινωνία της
στο εκλογικό σώμα. Όλοι μπορούμε να πούμε τι χρώμα είναι ένα αυτοκίνητο. Για να
πούμε όμως κάτι για τη μηχανή που το κάνει να δουλεύει πρέπει να ανοίξουμε το καπό,
να παρατηρήσουμε, εν ανάγκη να ακούσουμε και κάποιον που ξέρει κάτι παραπάνω
από μηχανές. Και φαντάσου πλάκα να το ανοίξεις το καπό και να είναι κούφιο, άδειο.
Για να μιλήσεις για την αυτοδιοίκηση και την Ευρώπη, χρειάζεσαι ένα σχέδιο. Για
να πεις ότι ο Πάνος Καμένος είναι αντιμνημονιακος αρκεί να θαυμάσεις το αγέρωχο
βλέμμα του και το γρέζι όταν φωνάζει αυτά τα ακατάληπτα που φωνάζει. Για να τον
τοποθετήσεις πολιτικά και ιδεολογικά στο χάρτη, με παραδοσιακούς όρους, εξετάζοντας
τις θέσεις του σε ένα ευρύ κύκλο ζητημάτων, πρέπει καταρχάς να πάρεις χάπια ή
να καταναλώσεις αλκοόλ, ελεγχόμενα παρακαλώ. Ότι κι αν πεις περί εθνολαικισμου
σε έναν συμπολίτη σου που έχει αληθινά (υπογραμμίστε) θυμώσει, θα χρειαστείς θαύμα
για να φτάσεις πιο γρήγορα στα αυτιά του από τις κραυγές του. Κι αληθινά θυμωμένος
δεν είναι αυτός που έχει ακόμα περιθώριο να χάσει από την κρίση, είναι αυτός
που πιστεύει ότι δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει. Αυτή είναι η διαιρετική τομή
της κρίσης.
Οι υποψηφιότητες
Καρυπίδη και Βουδούρη βέβαια καταδεικνύουν πως αυτή η αποπολιτικοποίηση, δημιουργεί
μεγάλο πρόβλημα στο κόμμα που διογκώθηκε γρήγορα μέσα σ’αυτό το κλίμα. Τα μίνιμουμ
ιδεολογικά και πολιτικά στεγανά, η αποτελεσματικότητα κι καταλογισμός κάπου
χάθηκαν στην πορεία της απόδοσης ευθυνών από τα όργανα της βάσης στα κεντρικά όργανα
του κόμματος, ως ψηλά στη γραμματεία του και πάλι πίσω στα τοπικά, τα περισσότερα
μέλη των οποίων στην περίπτωση Καρυπιδη ψήφισαν εναντίον του συμφέροντος του κόμματος
τους προτιμώντας να στηρίξουν τον εξωκομματικό ντόπιο τηλεσταρ. Αν κυβερνήσει μεθαύριο
ο Σύριζα και καταγγέλλουν τις κεντρικές αποφάσεις του τα τοπικά του όργανα θα
είναι αργά για να αλλάξει δομές, για να τους ξηλώσει και να τους θυμώσει (ας ρωτήσουν
τους πασοκους γι’αυτά, εκείνοι ξέρουν).
Έφτασα
στο τέλος και σκέφτομαι γιατί τα έγραψα όλα αυτά. Γιατί παθιάζομαι σαν γράφικος
σπορτκαστερ που περιγράφει λάθη τακτικής, γκολ και αυτογκόλ. Όπως στα παιχνίδια
με τόπι υπάρχουν συστήματα για να αλλάζουν, στο πιο γαμάτο ανθρώπινο παιχνίδι,
στην πολιτική κάνεις την ανάλυση σου, αντιμετωπίζεις ανατροπές και λάθη, προσαρμόζεις
την πορεία σου και προχωράς. Το να εξαντλείται η δημόσια συζήτηση σε γκρίνιες, υστερίες,
στα κουτσομπολιά και το θάψιμο, στην κακή πίστη μεταξύ συνοδοιπόρων, στο ποιος μεθόδευσε,
ποιος αποφάσισε, ποιος ωφελείται, ποιος τα κατάφερε και ποιος τα σκάτωσε, είναι
τόσο αντιπαραγωγικό και αστείο όσο η μανία μου τότε να πείσω τον μπαμπά μου ότι
δεν ξέρω την προπαιδεία επειδή με αδικεί το σύστημα. Το βούλωσα, τη διάβασα,
την έμαθα. Τα κόμματα κι οι διάφορες κινήσεις, εν όψει εκλογών βρίσκονται στο
χρήσιμο σημείο που γράφω στην αρχή. Αυτό που θέλει αυτοκριτική και δράση.