Η στήλη αυτή φολοδοξεί να φωτίσει πτυχές ζητημάτων της τέχνης από σκοπιές που ίσως παρακάμπτει, ή, ηθελημένα αγνοεί η επικρατούσα άποψη. Δεν διεκδικεί κανενός είδους πρωτοπορία σκέψης ούτε και το αλάθητο του πάπα. Θα προσπαθήσει να ιχνηλατήσει απάτητα μονοπάτια των έργων τέχνης, κυρίως αυτών της αναπαραστατικής εκδοχής της, αντλώντας κυρίως αφορμές από την επικαιρική πραγματικότητα.
Ξεκινώντας, θα ήταν σκόπιμο να γίνει η εξής παραδοχή: Η τέχνη διέπεται από μία εγγενή αντίφαση. Η εσωτερική της σκοπιμότητα προέρχεται αναγκαστικά από τον εξωτερικό κόσμο, στου οποίου την τάξη θα ήθελε να αντιταχθεί. Η τέχνη είναι μια κατασκευή από υλικά που μάζεψε από την αποθήκη της πραγματικότητας για να μας πει ότι η πραγματικότητα δεν είναι πραγματική. Η αντιφατικότητα αυτή είναι ένα δομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ενσυνείδητα ή ασυνείδητα κάθε καλλιτέχνης, και, καθώς η φόρμα του έργου του μετουσιώνεται σε περιεχόμενο, αυτή η αμηχανία αντανακλάται στο κοινό. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι το εξής: Πως μπορεί να παρακάμψει ο καλλιτέχνης αυτή την αντίφαση και πως γίνεται το κοινό να νιώσει ασφαλές όταν υπόκειται σ' αυτήν την κοροϊδία. Είναι ένα δύσκολο ερώτημα που απαιτεί κάποιου είδους διαλεκτική αντιμετώπιση.
Η απάντηση ίσως είναι ότι το έργο τέχνης οφείλει να ενσωματώσει την αντίφαση της ύπαρξής του στη δομή του και αναπόφευκτα στην ουσία του, στο περιεχόμενό του. Σε μια αμφίδρομη αλλά και παράλληλη σχέση, το κοινό καλείται να θεωρήσει την παραπάνω διαδικασία, όχι ένα σκηνοθετημένο εφέ, αλλά μια αυθεντική αφετηρία απ' όπου ξεκινάει η ιστορία του έργου τέχνης. Με λίγα λόγια ο καλλιτέχνης είναι χρήσιμο να ξέρει πως κοροϊδεύει και το κοινό καλό θα ήταν να συνειδητοποιεί συνεχώς ότι η τέχνη δεν είναι απλώς ένα ψέμα, αλλά ότι οφείλει να είναι ένα ψέμα. Προσοχή όμως. Τούτη η παραδοχή καθόλου δεν μετριάζει την πιθανή αισθητική απόλαυση, μάλλον την εντείνει. Επιπρόσθετα, η αλήθεια του έργου τέχνης είναι η πρωταρχική αποδοχή της πλαστοτητάς του. Σε μια ακόμα πιο προοδευτική θεώρηση, η αυθεντικότητα του έργου τέχνης επιτυγχάνεται όσο αυτό αρνείται τον εαυτό του, όσο απομακρύνεται από την πραγματικότητά του. Κι αυτο γιατί το έργο τέχνης περιγράφει και αισθητικοποιεί μια κατάσταση προερχόμενη από μιαν άλλη κατάσταση που μισεί. Η προσκόλληση του έργου τέχνης στον εαυτό του το καταστρεφει, η απόμάκρυνση από τον εαυτό του το αναδεικνύει.
Αφορμή για τον παραπάνω συλλογισμό στάθηκε η τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο Οι μισητοί οκτώ. Φαίνεται εδώ καθαρά, όπως και στις υπόλοιπες ταινίες του σκηνοθέτη, ότι εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι το χτίσιμο μιας δομής που έρχεται να συγκρουστεί με τον εαυτό της. Το κατασταλλαγμένο περιεχόμενο που θα προκύψει, προσδοκά να ενσωματώσει την αντίφαση που προκαλεί στην τέχνη ο ρεαλισμός. Με λίγα λόγια, έχουμε να κάνουμε εδώ με μια ταινία που, με την αντίθεσή της στην απλοϊκή δομή παρόμοιων εμπορικών αμερικάνικων ταινιών, έρχεται να συγκρουστεί με τον αμερικανισμό της, επιτυγχάνοντας να γίνει πιο αμερικάνικη από οποιαδήποτε άλλη. Πιο πολλά θα μάθεις από τους Οκτώ του Ταραντίνο για την Αμερική (και τον κόσμο;) παρά από το Λίνκολν του Σπίλμπεργκ. Η αισθητική της βίας (που είναι πραγματική στην Αμερική αλλά και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο κατ' επέκταση) έρχεται απλά να υπογραμμίσει πόσο μη πραγματικός είναι ο πραγματικός κόσμος, πόσο σουρεαλιστικός είναι ο ορθολογισμός του (μας). Η ανάδειξη της βίας σε αισθητικό γεγονός είναι απλώς η ενσωμάτωση του υλικού της πραγματικότητας στο έργο τέχνης (καθώς λέγαμε προηγουμένως) σε μια πρωταρχική αλλά απείρως απολαυστική μορφή.
Ο Τριαντάφυλλος Μποσταντζής είναι υποψήφιος διδάκτορας Θεατρολογίας στο τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ.