Η Οδύσσεια. [ 1 ] Δεν έχω ταξιδέψει παρά ελάχιστα στο εξωτερικό, μια-δυο φορές όλες κι όλες σ’ όλη μου τη ζωή —οπότε σ’ έναν πιο δίκαιο κόσμο θα έπρεπε να μου απαγορευτεί να γράφω βιβλία—, μα πήγαινα με τη δουλειά μου επί κάμποσα χρόνια στη Φρανκφούρτη για την Έκθεση, και, μιας και είχαμε πάλι Έκθεση την εβδομάδα που μας πέρασε, τη νοστάλγησα, γιατί είναι τώρα κάτι χρόνια, τέσσερα νομίζω, που μετά από μια ολόκληρη εικοσαετία έπαψα να παριστάνω το στέλεχος εκδοτικού Οίκου, και δεν πηγαίνω πια, κι ακόμα μού λείπει, και νομίζω πως πάντα θα μου λείπει, όπως μάς λείπουν όλα όσα κουβαλάει στον δεύτερο μπόγο της, τον σκοτεινό και άσχημο —αυτόν δηλαδή που είναι γεμάτος τις όμορφες αναμνήσεις—, η Τυράννια της Μνήμης, η κατάρα μας. [ 2 ] Τι θυμάμαι από κει. Πολλά. Αλλά ένα είναι πιο χαρακτηριστικό, γιατί δεν έχει βιβλία μέσα. (Τα βιβλία με κουράζουν με την ομορφιά τους, σαν τις έντονα ωραίες γυναίκες). Έχει όμως γυναίκα, κι είναι μια ιστορία που τη λέω και τη γράφω συχνά. [ 3 ] Ήταν ένα μπαρ του Κέντρου που μάζευε Λατίνους μετανάστες, Βραζιλιάνους και ισπανόφωνους, και λίγους ντόπιους λαϊκούς τύπους με ωραία σκαμμένα πρόσωπα που χάζευαν τις πιτσιρίκες να χορεύουν όπως ξέρουν να χορεύουν αυτές. Πήγαμε με τον Α.Λ. να τις χαζέψουμε κι εμείς. Κι εκεί γνώρισα εκείνη την πελώρια, πανύψηλη, τόσο άξια θαυμασμού μαύρη, την Οδύσσεια, επαγγελματία στρίπερ σε κάποια από τα καλά μαγαζιά της σκοτεινής Φρανκφούρτης, αν και θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, οτιδήποτε, που γέλασε όταν έκανα ότι δεν πίστευα πως λεγόταν στ’ αλήθεια έτσι κι έβγαλε να μου δείξει το βραζιλιάνικο διαβατήριό της για να πειστώ.
κι έπειτα μπήκα σ’ ένα ακόμα ταξί, και μετά από 20 λεπτά ήμουν σ’ ένα άλλο μαγαζί, πολυώροφο αυτό και με λιγότερο εξεζητημένο κόσμο και με ελεύθερη είσοδο, κι εκεί η Οδύσσεια ήταν επίσης εξαιρετικά γνωστή, και έφυγε αμέσως και χάθηκε σε κάποιον από τους ορόφους, κι έμεινα να κοιτάω από ψηλά (ήταν κάτι σαν εξώστης) τα παιδιά να χορεύουν εκεί κάτω, και σκεφτόμουν πως έπρεπε όπως κάθε μέρα να ξυπνήσω στις 7 γιατί τα ραντεβού με τους ξένους εκδότες και τους ατζέντηδες ξεκινούσαν από πολύ πρωί, και κράταγαν ώς το απόγευμα, κι είχε ήδη πάει ποιος ξέρει τι ώρα, αλλά είχα σκάσει που με παράτησε εκείνη η γυναίκα, είχα πνιγεί, και ήλπιζα βουτηγμένος στη ματαιοδοξία μου να έρθει πάλι, κι όταν απογοητεύτηκα εντελώς κατέβηκα όροφο βλαστημώντας (εμένα) και τότε την άκουσα να με φωνάζει, και ήρθε και με πήρε από το χέρι (τόσο ψηλή, τόσο ωραία — διάολε, διάολε) και βγήκαμε στο δρόμο (σα ν’ άλλαζες ζώνη χρόνου) και μετά σ’ ένα στενάκι, και σ’ ένα άλλο, και τέλος στην πίσω αυλή μιας πολυκατοικίας που θύμιζε τμήμα παλιού συγκροτήματος εργατικών κατοικιών, κι έβγαλε κάτι κλειδιά, κι είχε ένα άλλο ύφος πια, πώς να το πω, κάπως πιο αυστηρό, και ανέβηκα ξοπίσω της όλους εκείνους τούς ορόφους, και ξέρω πολύ καλά πως στις σκάλες όταν μια γυναίκα φοράει φούστα ο άντρας προπορεύεται, αλλά έμεινα εκεί, ξοπίσω της. πεισματικά, γιατί είχα ζαλιστεί και λιγάκι και ούτως ή άλλως δε μπορούσα να κάνω αλλιώς, και μετά εκείνη, η εξαίσια εκείνη, έβγαλε κι άλλα κλειδιά, κι άρχισε να ξεκλειδώνει μια πόρτα με χίλιες κλειδαριές, κι εγώ τη χάζευα
Και πείστηκα, όσο και να μη μ’ ένοιαζε στ’ αλήθεια πώς την έλεγαν και γιατί. Επάνω της, το τελευταίο που σ’ ένοιαζε ήταν το όνομά της. Μου έδειξε και τη φωτογραφία δύο μικρών παιδιών, των παιδιών της, που τα ’χε στο Ρίο με τη μαμά της. Βρέθηκα στο δρόμο μαζί της, ο Α.Λ. στάθηκε διακριτικός όπως πάντα, κι ήμουν ήδη μια στάλα μεθυσμένος, μιας κι είχαμε περάσει και κοντά δυο ώρες εκεί, και μετά μέσα σ’ ένα ταξί που οδηγούσε κάποιος με σαρίκι ή κάτι τέτοιο, και μετά στην πίσω αυλή μιας πολυκατοικίας σε μια γειτονιά πολύ απόμερη και τρομακτική και άδεια από αμάξια και περαστικούς (ήταν και αργά πια), και μετά σ’ έναν διάδρομο στενό, περίκλειστο, που το τέλος του φυλούσε ένας θεόρατος τύπος, διπλός από μένα, που την ήξερε την Οδύσσεια και μας άνοιξε χωρίς πολλά-πολλά, και μετά ήταν άλλος ένας διάδρομος, κι άλλη μια πόρτα, κι άλλος ένας θεόρατος τύπος, οπλισμένος φανερά αυτός, που μας άνοιξε όλο κενά χαμόγελα και μπήκαμε σε έναν εξωφρενικό χώρο που δεν είχα φανταστεί καν ότι θα φιλοξενούσε κάποιον σαν εμένα, κι είχε πολύ κόσμο εκεί, μ’ όλα αυτά τα ντυσίματα, και τα χτενίσματα και τα αλά Studio 54, πες, πράγματα που γίνονταν ή υπονοούνταν εκεί, οπότε έκατσα στο μπαρ, σε μια γωνιά τού μπαρ, κι ο μπάρμαν ήταν μεγάλος, πιο μεγάλος από μένα, και έντονα βαμμένος, και με φουστάνι, και η Οδύσσεια ζήτησε δεν κατάλαβα τι για να πιει, κι εγώ μια μπίρα, και μετά όλα παραήταν πολλά και πολύ έντονα και με πολλά ωραία σώματα, αντρικά και γυναικεία, ή κοριτσίστικα, δεν ξέρω, ντυμένα χειρότερα από γυμνά, και φώτα και σκοτάδι, και η ώρα πέρασε (στο μεταξύ βρέθηκα και στην πίστα, εγώ που δε χορεύω, αλλά άσ’ το),
(είχε πια διαρκώς εκείνο το αυστηρό ύφος), και με τα πολλά η πόρτα άνοιξε, κι ήταν σα να ’μπαινες στην πιο ωραία Κόλαση και στενοχωριόσουν που θα ’ταν μόνο για λίγο (ο Παράδεισος πάντα παραμονεύει στη γωνία — μια ζωή παραμονεύει στη γωνία) και όχι μια και για πάντα. [ 4 ] Την επομένη, σε μια από τις δεκάδες κυλιόμενες σκάλες στην Έκθεση, βρέθηκα στο ίδιο σκαλί με τον Κοέλιο. Είναι γνωστό πως τον αντιπαθώ, κι έχω πει πολλά για δαύτονε —τα κακά βιβλία, τα βιβλία που αγαπούν να είναι κιτς και χαϊδεύουν το πιγούνι σου, με κουράζουν με την απόκοσμη ασχήμια τους—, αλλά… Αλλά, ξέρεις, είναι ο Πάολο Κοέλιο τελικά. Ένας από τους πιο γνωστούς ανθρώπους στον κόσμο, από τους πιο επιτυχημένους — και «συνάδελφος». Λοιπόν, έμεινα να κοιτάω τα παπούτσια του όσο ανέβαινε εκείνη η σκάλα, με τόση ντροπή και με τόσες παραλογοτεχνικές τύψεις που δε θυμόμουν να είχα ξανανιώσει ποτέ στη μικρή, πολύχρονη ζωή μου. Απλώς δεν υπήρχα κοντά του, ούτε θα μπορούσα να υπάρξω. Εντέλει η σκάλα μάς πήγε στον όροφο που μας ενδιέφερε, και ο Κοέλιο χάθηκε. Ήταν μια σταλιά, και η πρώτη εγωιστική σκέψη μου όπως τον λοξοκοίταζα να απομακρύνεται μέσα στα σκούρα κοστούμια και τα παρδαλά φουλάρια του κόσμου δεξιά κι αριστερά, ήταν πόσο μικροσκοπικός θα φαινόταν, εκείνος, δίπλα στην Οδύσσεια. — Κυριάκος Αθανασιάδης.