Δάχτυλα. [ 1 ] Είναι τώρα ενάμισης μήνας που δεν έχω καθόλου διαθέσιμο χρόνο για ανάγνωση βιβλίων, ξεφύλλισμα εφημερίδων, ταβέρνα, γήπεδο και ύπνο: είμαι μονίμως καρφωμένος σε μια καρέκλα, με τα μάτια στην οθόνη και τ’ αφτιά μου σκεπασμένα με μεγάλα ακουστικά, πράξεις, και οι δύο, που επίσης μ’ έχουν αποκλείσει από σχεδόν οτιδήποτε γίνεται. (Δεν έμαθα, φέρ’ ειπείν, τι ποσοστό κοτζαμπάσηδων είναι εναντίον της γερμανικής-ευρωπαϊκής πολιτικής: 99%; ή παραπάνω;) Πράγμα ενδιαφέρον, πότε-πότε (αυτή η αγρανάπαυση, εννοώ), αν διαρκεί λίγο. Από την άλλη, γνωρίζω αυτό το διάστημα της αναγκαστικής ακινησίας όλο και περισσότερους φίλους και πιθανούς συνεργάτες. Και διαρκώς, επομένως, και με το στανιό, σκέφτομαι πόσο μονίμως κρίνουμε κάποιον από τις διαφορές του μ’ αυτόν που μας θυμίζει. (Το ίδιο βέβαια κάνουμε και με την Τέχνη, κι ας είναι αυτά —άνθρωποι και Τέχνη— όπως ο επισκέπτης του Μεγάλου Ενυδρείου και ο Μεγάλος Λευκός πίσω από το τζάμι, αντίστοιχα). Είμαστε πάντα μετεικάσματα των άλλων (και όλα κρίνονται στη ζωή μας από το ποιους άλλους θυμίζουμε στους ανθρώπους που μας ενδιαφέρουν), αναλογίες ταπεινών, σχεδόν πάντα διόλου αρχετυπικών, ψευδοπροτύπων. Κάποιες συγγένειες όμως έχουν και αίμα. [ 2 ] Ένας από τους καινούργιους πιθανούς συνεργάτες μου έχασε πάνω σε μια δουλειά σχετική μ’ αυτό που είναι να κάνουμε ένα του δάχτυλο — θα του το κολλήσουν. (Ελπίζω). Έχω τουλάχιστον δύο ιστορίες με κομμένα δάχτυλα που συνέδεσα μ’ αυτόν. [ 3 ] Η μία είναι από το στρατό. Απεχθάνομαι, από νέος, τις ιστορίες από το στρατό, και δεν ακούω (δεν έχω ακούσει) ποτέ καμιά τους. Παρά ταύτα: Είμαστε σε ένα βουνό, είναι χειμώνας, πρέπει να ζεσταθούμε και να τραφούμε όπως βρει ο καθείς — κι όλ’ αυτά στο πλαίσιο ενός προγράμματος χωρίς καμία σύγχρονη λογική, φυσικά.
Ψάξαμε μέσα στη φωτιά για το δάχτυλο, αλλά δεν το βρήκαμε. Ή, κι αν το βρήκαμε, είπαμε πως είχε αχρηστευτεί. Τι άλλο να λέγαμε; [ 4 ] Ο Κ.Γ. ήταν ο συγγραφέας της τάξης. (Ούτε ιστορίες από σχολεία ακούω ποτέ μου, έλεος). Κάπου εκεί στην Α΄ Λυκείου είχε γράψει μια νουβέλα, αστυνομική, μυστηρίου, στην οποία όλοι οι άντρες ήρωες λέγονταν Γιάννης. Ο δολοφόνος αποκαλυπτόταν μεν στο τέλος, αλλά και πάλι έμενες με την απορία: ποιος διάολο Γιάννης απ’ όλους; Αγαπούσε τους Στόουνς, είχε ωραία μακριά μαλλιά, ήταν όλο ερωτευμένος, δεν τον ένοιαζε το σχολείο, έπαιρνε πολλές αποβολές. Βρεθήκαμε μετά από καμιά εικοσαριά χρόνια, και ήρθε σπίτι την πρώτη (και τελευταία) μέρα με μια κοπέλα πανέμορφη — σκέτος άγγελος. Ξανθιά, με χείλια στο χρώμα της σπασμένης αρτηρίας, με μια χούφτα φακίδες: άγγελος. Από τις Σέρρες, θυμάμαι. Τέλος πάντων. Μαζί του έφερε και δυο μπουκάλια ουίσκι, φτηνά, κι ένα σακ βουαγιάζ. Και καλά το ουίσκι (έπινε από πολύ μικρός, πολύ), αλλά το σακ βουαγιάζ; Ήταν κι εκατό κιλά. Μου λέει, «Είναι τα χειρόγραφά μου, τα κείμενά μου, τα βιβλία μου». Καθόμουν και τον κοίταγα με απορία (προφανώς), αλλά εκείνος επέμενε. «Ναι, ναι», έλεγε, «κι αν μου συμβεί κάτι; κι αν γίνει κανένας σεισμός;» Μετά ήπιε αρκετό και από τα δύο μπουκάλια, και επέμενε όλο πως, σε περίπτωση σεισμού ή άλλης μείζονος καταστροφής, θα έπαιρνε το σακ βουαγιάζ πρώτο μαζί του βγαίνοντας από τα χαλάσματα, και όχι εκείνο το αγγελικό κορίτσι. Το οποίο κορίτσι μάλιστα συμφωνούσε, τον αγαπούσε ή τον υποληπτόταν πολύ, ή τέλος πάντων πίστευε πως έκανε μια άσκηση κρίσης εκείνες τις στιγμές. Ή πως έπαιζε έναν ρόλο.
Δε μπορούμε όμως να ζεσταθούμε, ούτε να τραφούμε. Κάποιοι κλέβουν τα λιγοστά πράγματα του μαγειρείου, κάποιοι άλλοι τούς χτυπούν άσχημα, είναι και κάποιοι καταδρομείς από άλλη μονάδα που μας κλέβουν τα σκεπάσματα και κάτι προμήθειες, οπότε καθόμαστε όλη μέρα άπραγοι. Χιονίζει. Πιο κει είναι ένα αλσύλλιο, περιποιημένο παραδόξως. Άντεξε τρεις μέρες. Καταπέσαμε επάνω του με τσεκούρια και κόψαμε όλα τα δέντρα, που όμως ήταν νέα, φρέσκα, όλο χυμούς, και δεν καίγονταν καλά. Είχαμε φτιάξει μια ψευτοφωτιά, που πιο πολύ μάς παρηγορούσε ο λευκός καπνός που έβγαζε και το τσιτσίρισμα, το τσίριγμα, των ξύλων, παρά η ζέστη της. Δεν έβγαζε ζέστη. Καθόμασταν γύρω-γύρω πάνω σε κομμάτια των κορμών, που τα ’χαμε σμιλέψει σαν σκαμπό. Οι μισοί κρατάγαμε τσεκούρια και δε μιλάγαμε, όλο καπνίζαμε. Εγώ είχα το συνήθειο να παίζω με το δικό μου τσεκούρι: το κάρφωνα στον κορμό-σκαμπό δίπλα μου, έστρεφα τον καρπό μου, το ξέμπηγα, το ξανασήκωνα, το ξανακάρφωνα. Κάποια στιγμή ήρθε ο Δ.Μ. από την τετράωρη σκοπιά, μέρες αξύριστος, κι έκατσε δίπλα μου με χλαίνες και τα συναφή, πιάνοντας τον διπλανό μου κορμό για να βοηθηθεί να κάτσει, και του ’κοψα το δάχτυλο. Πολύ καθαρό κόψιμο. Κάποιος με κρεμασμένο στόμα και παγωμένα δάκρυα στα μάγουλα πήρε τις δύο αποκομμένες φάλαγγες και τις πέταξε στη φωτιά, ο γιατρός που φωνάξαμε λιποθύμησε, ο Δ.Μ. προσπαθούσε ν’ ανάψει τσιγάρο, τον έβαλαν σ’ ένα τζιπ και τον πήγαν στην πιο κοντινή πόλη — δε θυμάμαι ποια.
(Σάμπως η αγάπη τι είναι; Δύο καλώς συγκερασμένοι ρόλοι. Ενίοτε: ένας). Κάποια στιγμή μετά το φαγητό, πήγα ν’ ανοίξω το πτυσσόμενο τραπέζι που είχα τότε με τη γυάλινη επιφάνεια και τα λεπτά μεταλλικά πόδια (ψήλωνε και χαμήλωνε με τη βοήθεια μιας μακριάς και μιας κοντής μεταλλικής βέργας: έξυπνο), ξεκόλλησα από τις βεντούζες του το πολύ βαρύ γι’ αυτόν τζάμι και το σήκωσα στον αέρα, οπότε εκείνος έπρεπε να κάνει την απλή δουλειά, ν’ αλλάξει βέργα, μα σκόνταψε κι έπεσε πάνω στο νικελωμένο τραπέζι, κι εκείνο έκλεισε από τα κιλά του και τα χιαστί πόδια γίναν μια ίσια γραμμή και του ψαλίδισαν τον αντίχειρα, που βρέθηκε μακριά, στην πέρα άκρη του δωματίου (άντε να το βρεις), και σύριζα απ’ την παλάμη τού Κ.Γ. εκτοξευόταν αίμα, πολύ αίμα, με παλμό. Πήγαμε στον Ερυθρό Σταυρό με τα πόδια (τα ταξί δε σε παίρνουν), κι όσην ώρα τού ράβανε το δάχτυλο είχε κάπου εκεί δίπλα το σακ βουαγιάζ του, κι εγώ ήμουν έξω μ’ εκείνο το κορίτσι που θα προτιμούσε να ήταν στη θέση του, με κομμένο το δικό της δάχτυλο. Ή στη θέση τού σακ βουαγιάζ: να ήταν μια ιστορία. [ 5 ] Δε μας πειράζει να είμαστε ιστορίες, δε μας πειράζει να είμαστε αφηγήσεις στο μυαλό του άλλου. [ 6 ] (Γιατί τα λέω τώρα όλα αυτά. Απάντηση δεν υπάρχει. Κι αν σου πω πως το διασκέδασες, και πως χάρηκες γιατί εσένα δε σου λείπει κανένα δάχτυλο, δε θα ’ναι αλήθεια: μπορεί να συμβεί από στιγμή σε στιγμή). — Κυριάκος Αθανασιάδης.