[ 1 ] Δεν ξέρω, και καθόλου δε μπορώ να αναλύσω, πώς ξάφνου γυρνά κανείς απέναντι στον άνθρωπο και τον εχθρεύεται και τον πολεμά — και γιατί. Ξέρουν οι κοινωνιοψυχολόγοι, οι ψυχίατροι, οι φιλόσοφοι. Ούτε επίσης ξέρω, και καθόλου δε μπορώ να αναλύσω, πώς αναπτύσσεται όλο αυτό σε Μαζικό Κίνημα μέσα σε ένα (με σιχασιά γράφω κάθε φορά τη λέξη, με αποστροφή, με βαθύ φόβο) κράτος — ξέρουν οι φιλόσοφοι της Ιστορίας, οι πολιτικοί επιστήμονες, οι (αστειεύομαι) αναλυτές των εφημερίδων, εντύπων και μη (όχι· αυτοί, σε τιτάνιο ποσοστό, δεν ξέρουν — ούτε εικάζουν: απλώς αντιγράφουν από βιβλία ή προχειρομεταφράζουν από το Νετ). Ξέρω όμως να διακρίνω τα σημάδια, τα σημείαι, που πιστοποιούν τη γέννηση τέτοιων Μαζικών Κινημάτων, ιδίως μάλιστα όταν τα σημάδια, τα σημεία —τα σημεία—, είναι βαθιές χαραγματιές, ρωγμές και σκισίματα και γρατσουνίσματα και πεσμένοι σοβάδες στους τείχους της αμεριμνησίας μας. Ξέρω, δε, να τα διακρίνω όταν εκείνα θέλουν να φωνάξουν, «Παρών!» (Μόνο τότε). Και ξέρεις κι εσύ. Εσύ (ειδικά εσύ) τα ξέρεις καλά. Όλα. Γιατί εσύ φωνάζεις, «Παρών!» Παρών στη βαρβαρότητα και στα γιουρούσια και στα αίματα. Παρών απέναντι στον άνθρωπο. Παρών απέναντι στη σφαγίτιδα φλέβα του Άλλου.
[ 2 ] Η Χρυσή Αυγή, και κυρίως και πρωτίστως και πάν’ απ’ όλα ο χρυσαυγιτισμός (η ΧΑ είναι το σπυρί, εσύ είσαι το πύον· και είσαι και η αρρώστια πίσω από το σπυρί και το πύον), βοούν δεκαετίες τώρα. (Μια γενιά). Κάποιοι φώναζαν, κάποιοι προειδοποιούσαν, κάποιοι πάλευαν
[ 3 ] Μόνο, εμένα, αυτό με νοιάζει, δε σ’ το κρύβω: ότι για να τους τσακίσει η Δημοκρατία θα κάνει, φευ, ό,τι κάνει πάντα στις μακριές διαδρομές της (και ξέρει να το κάνει καλά, και καθαρά): θα τους λιώσει θεαματικά διά της ατέγκτου βίας των όπλων· θα τους πατήσει με την καλογυαλισμένη αρβύλα της· θα αποκόψει τις κεφαλές τους και θα τις επιδεικνύει δεξιά-αριστερά. Μια ζωή γίνεται αυτό… Στο τέλος, η κάθε ζωώδης, ορκιανή ΧΑ πάντα συντρίβεται και λιώνεται σαν το σκουλήκι που είναι. Κι ΑΥΤΟ (γιατί πάλι δεν κατάλαβες) είναι το πρόβλημα με την ύπαρξη και το χαμό της (τα υπόλοιπα είναι πταίσματα που τα επιτρέπει όλα η Ζωή, Φραγκισκανέ μου νεανία): αναγκάζει τη Δημοκρατία να πάψει να παράγει πολιτισμό, και να ζώνεται όπλα ολέθρου — και να τα χρησιμοποιεί με Χαρά και Μαεστρία. (Την αναγκάζει, δηλαδή, να τη μιμηθεί: να ασκήσει, και να ονειρεύεται, βία, απόλυτη βία). Πάλι θα το κάνει, πάλι θα κερδίσει απέναντι στον Θάνατο, πάλι θα χάσει — χρόνο παραγωγής πολιτισμού.
[ 4 ] Δε με μέλλει, δολοφονικό μειράκιο, διόλου τι γίνεται με την πορεία του ανθρώπου. (Δε με νοιάζει κι αν χαθείς, δε με νοιάζει κι αν χαθώ:
(ας τους πούμε φιλοσόφους της ιστορίας, πολιτικούς επιστήμονες, αναλυτές των εφημερίδων — ξανά αστειεύομαι ως προς τους τελευταίους: δεν ήταν ποτέ πάνω από έναν τη φορά, και πάντα λοιδορούνταν και ξοδεύονταν σαν τα πιτσιρίκια τυμπανιστές στους παλιούς πολέμους: ήταν ένα κρέας-τζόκερ), αλλά η Κρίση (φαινόμενο που ξεκίνησε προ μίας —να το εμπεδώσεις— γενιάς, κι όχι πρόπερσι: σήμερα δεν έχουμε Κρίση, έχουμε προϊούσα Καταστροφή, η Κρίση πάει-πέρασε, σκεπάστηκε με μπουμπούκια από μισομαραμένα γαρίφαλα στις πίστες, να ’ταν κι άλλη — η Κρίση μάς άφησε χρόνους: κι ΕΣΕΝΑ… μας άφησε κι εσένα), η Κρίση, σου λέω, φώναζε κατά τι περισσότερο. Κι είναι και γλυκιά, οργασμική, λιβιδική (η Κρίση, με τη ριγώδη γλύκα της, σε θρέφει: τίποτ’ άλλο δε θες — ναι: τίποτ’ άλλο), είναι σαν ηθελημένος εκστατικός πνιγμός σε δωμάτιο ξενοδοχείου, με καλοστρωμένα σεντόνια, με τα πορτατίφ σβηστά, με τα στόρια κατεβασμένα, με τον σύντροφό σου να συμμετέχει ενεργά. Στον πνιγμό σου. (Για τον οποίο πνιγμό σου θα χαλάλιζες όλους τούς κλοσάρ τού σύμπαντος κόσμου, όλη την αναθεματισμένη Κίνα, όλη την fucken Ινδική Χερσόνησο, όλα τα λίγδικα μέρη που δε θες να πιστεύεις ότι ίσως κάνεις την αποκοτιά κάποτε να επισκεφτείς για να βγεις φωτογραφίες στα ερείπιά τους — μη γελιέσαι: μ’ όλα σου τα φτηνορουχαλάκια από τον Ζάρα, έχεις σουλούπι και αγριεμένη κοψιά γεννημένου φονιά). Η Κρίση —σου λέω— φώναζε περισσότερο.
[ 6 ] Είσαι και θα είσαι το Κακό. —