Είχαμε λίγα λεφτά. Πολύ λίγα. Ήταν το ’89-’90, κι εκεί στη Φειδίου, στο ισόγειο, (κατέβαινες ένα-δυο σκαλάκια) πουλούσαν γραφομηχανές, και ταινίες για γραφομηχανές. (Η δίχρωμη ήταν σουξέ: μαύρο-κόκκινο. Το κόκκινο έμενε ανέπαφο όσο η μαύρη λουρίδα κουρελιαζόταν, αλλά όταν ήταν σε καλή τιμή έπαιρνες χωρίς σκέψη τη δίχρωμη ταινία κι έγραφες και με κόκκινο μελάνι — γιατί όχι;) Δεν πουλούσαν μόνο: νοίκιαζαν κιόλας. Εδώ που τα λέμε, βασικά νοίκιαζαν, παρά πουλούσαν. Και μπορούσες να διαλέξεις από μια μεγάλη ποικιλία. Εμένα μού άρεσε μια ωραία βαριά Olivetti —θα ’ταν και δέκα κιλά, μπορεί και παραπάνω— που δε μπλόκαρε ποτέ και που άπαξ και την απίθωνες στο τραπέζι δεν κουνιότανε με τίποτα. Και, ξέρω γω, έδινε στο γράψιμό σου μια κάποια βαρύτητα. Είχαμε και μια μανία τότε, μιαν ιδιοτροπία, βγάζαμε «έξω» τα πνεύματα (δε μ’ εννοείς), χρησιμοποιούσαμε μόνο μια συγκεκριμένη ποιότητα χαρτιού (μα τελικά βάζαμε νερό στο κρασί μας), και κάτι τέτοια περίεργα που τα ’χω μισοξεχάσει. Τη νοίκιαζα αυτή την Olivetti με τη βδομάδα. Μπρος-πίσω, μπρος-πίσω, απ’ το σπίτι στη Φειδίου, απ’ το σπίτι στη Φειδίου, μέχρι να ξαναβρώ λεφτά να την ξανανοικιάσω για να συνεχίσω το βιβλίο. Μπρος-πίσω. Μπρος-πίσω. Εννιά μήνες, βδομάδα παρά βδομάδα.
Ωραίες εποχές. Δε θέλω να τις ξαναζήσω.