Ξέρεις τι θερμοκρασία αναπτύσσει μια μολότοφ; Ξέρεις αλήθεια; [ 1 ] Μου αρέσει να το χρησιμοποιώ ως παράδειγμα, γιατί είναι εύστοχο και εύκολα κατανοητό ακόμη και από υπολειμματικούς νόες: Ο «Ζιλ Μπλας» τού Λεσάζ γράφτηκε πριν από τρεις αιώνες (ακριβώς) και είναι το βασικό πικαρέσκο μυθιστόρημα. (Βασικό για μια πλειάδα λόγων. Δε χρειάζεται να τους αναλύσουμε. Κανείς —κι εδώ δε μιλώ πια, φυσικά, για τον «Ζιλ Μπλας»—, άπαξ και θέλει, πρέπει να ψάχνει· να ψάχνει με μανία· λες κι είναι νά ’βρει το χρυσό κλειδί για να γλιτώσει, να ξεφύγει, να σωθεί από το χαμό του, σαν την τελευταία σύζυγο του Κυανοπώγωνα από την κάμαρα των μυστικών θανάτων που τη λιγουρεύεται: έτσι πάει με τις πληροφορίες που σε καίνε — κι έτσι πάει πάντα με τα βιβλία και με τους έρωτες και με τη δημιουργία: όμως αυτά κι αν είναι άλλα θέματα. — Κανείς, σου εξηγώ, πρέπει να ψάχνει). Ο pícaro, τέλος πάντων, είναι ο αλήτης, το χαμίνι, το αλάνι, ένας ελευθερόφρων κι ένα αγρίμι μαζί, ένα κατεξοχήν και εμβληματικό αναρχοφιλελεύθερο παιδί, που μπλέκει σε μια σειρά περιπέτειες της ιστορίας, δηλαδή των μεγάλων του καιρού του (όλοι είναι μεγάλοι συγκριτικά με τον ίδιο, κυρίως δε, όχι οι αριστοκράτες και οι βασιλιάδες και οι αυλικοί και οι λογής σφουγκοκωλάριοι και ευνούχοι, αλλά οι μαστόροι, οι αγωγιάτες, οι προγιατροί με τις αφαιμάξεις τους, οι αιμοσταγείς ποικίλες συντεχνίες των αστών —οι ταρίφες, οι δεητζήδες, οι ναυτεργάτες και οι κρατικοί υπάλληλοι της εποχής—, πάντα σε συνεργασία, καλήν ώρα, με τους παπάδες: χέρι-χέρι με τους παπάδες σαν τους δικούς μας «αριστερούς» (τρίζουν και αντηχούν τα κόκαλα των όντως αριστερών
Σημειωτέον ότι ο «Ζιλ Μπλας» διαδραματίζεται έναν αιώνα πριν την έκδοσή του, οπότε ο εν λόγω γεννήθηκε κοντά μισή χιλιετία πριν από σένα. (Μισή χιλιετία). Ένας από τους ελάχιστους λογίους συνδαιτυμόνες, ακούγοντάς τον, τον ελέγχει, τότε, λέγοντάς του ότι, «Έτσι που τα λες, μωρέ ξεμωραμένε, τα ροδάκινα στον καιρό του Αδάμ θα ήσανε μεγάλα σα καρπούζια και θα μυρίζαν σαν την Εύα». [ 2 ] Ναι: όλα έχουν ξαναγίνει. Είσαι, όχι ο πρώτος, μα ούτε καν ο τελευταίος που τα σκέφτεσαι (θα τα υφίστασαι) έτσι, σαν τη θεία μου τη Χρυσούλα με την καλπάζουσα άνοια. Θα σε θερμοπαρακαλούσα, όθεν, να στοχαστείς καταρχάς πάνω σ’ αυτό. Γιατί αλλιώς (και για ένα σωρό άλλους λόγους) οι πράξεις σου είναι πράξεις μόνο ζωώδεις — και δε τη γλιτώνεις κλείνοντας τα μάτια σου με τα δάχτυλα (πάντα μπορείς να κοιτάξεις απ’ ανάμεσα). [ 3 ] Μεθαύριο, λοιπόν (γιατί εδώ μιλάμε πάντα γι’ αυτή τη θεμελιακή αφαίρεση, κάτι ανύπαρκτο, το «λαό»), θα επιτεθούν (όπως επανειλημμένως έχει γίνει και ξαναγίνει) στους Επισήμους των παρελάσεων πολλές ομάδες πολιτών που θέλουν να πλήξουν τη Δημοκρατία και να ξαναφέρουν τη χούντα. (Βαριέμαι τις φιοριτούρες και τ’ άλλα λόγια, ναι;) Θα γίνουν τρομακτικά έκτροπα, που θα μας στοιχίσουν ΠΟΛΥ: σε εμπιστοσύνη έναντι αυτών που μας κρατούν ζωντανούς (τους Ευρωπαίους μικρομεσαίους καταθέτες δηλαδή, που μας δανείζουν από το όποιο έχει τους), σε κύρος, σε χρήματα, σε ντροπή — με τα άλλα δεν ξέρω τι θα γίνει, αλλά η ντροπή δεν ξεπλένεται· και κοστίζει όσο η ακριβότερη πρώτη ύλη, όσο όλο το know how τής γης. — Ανήκω σ’ αυτούς
με τους δικούς μας γηραλέους υπερσυντηρητικούς εθνικοκομουνιστές — ω, ποία φρίκη), που ονειρεύονται να τον λιώσουν σαν αλογόμυγα ανάμεσα στις φούχτες τους επειδή είναι αδούλωτο πνεύμα κι επειδή φοβούνται —τα καταγέλαστα, γκροτέσκα, καταφανώς ηλίθια, σαν κάθε κτήνος, κτήνη— ότι θέλει να μπει στα μισθωμένα χωράφια τους, να προσποριστεί τα αγαλμάτινα κεκτημένα τους, να αμφισβητήσει την αιώνια αλήθεια των αιτημάτων τους (ξέχασα: τα αιτήματα των λαών είναι απριόρι σωστά…), να σκαρφιστεί αλλαγές (αλάρμ! αλάρμ!), να ταϊστεί από τα λίπη που στάζει το πιγούνι τους: οι συντεταγμένες ομάδες συμφερόντων περιφρουρούν ανέκαθεν τα λίπη που στάζει το πιγούνι τους με τη ζωή τους — και, οσαύτως, με τη φτηνή ζωή των άλλων: τι φτηνή ζωή όλων των άλλων, και επιβάλλεται, άρα, να μηχανευτεί τρόπους για να γλιτώσει, πρώτον, το τομάρι του και, δεύτερον, για να δει αν μπορεί να βγάλει κάποιο προσωπικό κέρδος από δαύτες: από τις καθαυτό περιπέτειες, και από την περιβάλλουσα το μισοαργασμένο τομάρι του ιστορία. Το λοιπόν (και τώρα πάμε αλλού, αρκετά είπαμε για το πικαρέσκο — αρκετά σκεφτήκαμε), σε μία σκηνή (φαγητού: μία από τις πολλές στο βιβλίο, και στο λογοτεχνικό είδος, όπου οι ήρωες τρώνε), ο οικοδεσπότης σερβίρει ροδάκινα μετά το δείπνο, κι ένας από τους καλεσμένους, υπέργηρος, πιάνει ένα και, αναστενάζοντας, αποφαίνεται: «Αχ! Στον καιρό μας τα ροδάκινα ήταν νά μεγάλα. Τόσα! Και πώς μοσχοβολάγανε, Θε μου, πώς μοσχομύριζαν!»
που θεωρούν τις παρελάσεις ένα μεταξικό εφεύρημα, μια δικτατορική πρόκληση στον ανθρωπισμό, μιαν απολίτιστη επινόηση σκλαβιάς και απόλυτης στομφώδους φρίκης και «φυλετικής» (my ass) γελοιότητας. Για να είμαι ειλικρινής: σε αντίθεση με τους τοκογλύφους νύκτιους Φερέτηδες των κρα-τι-κών τηλεοπτικών σταθμών, τις μισώ — από τα παντέρμα προσκοπάκια μέχρι τούς εδάφους-αέρος, μισώ οτιδήποτε παρελαύνει. Παρά ταύτα, αν χάρηκα για κάτι όλον αυτό τον τελευταίο καιρό ήταν η γενναία απόφαση να μη ματαιωθούν εφέτος ενόψει τής επαπειλούμενης φρίκης και των λογής ναζιστικών επιθέσεων. Αν από κάτι πρωτίστως και κυρίως κινδυνεύουμε είναι ο Φόβος. Και, όπως ξέρεις, αυτός που φοβάται άπαξ, φοβάται μια ζωή. [ 4 ] Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα, λοιπόν. Και τους κοντραμπαντιέρηδες της απολυταρχίας. Τάσσομαι με τη μπάντα. Εκατό τα εκατό. Τάσσομαι αναφανδόν με το λαϊκισμό των παρελάσεων, παρά με τον απόλυτο χυδαϊσμό της καθοδηγούμενης υαινικής μάζας. Και εύχομαι του χρόνου (έστω: κάποιου «του χρόνου») αυτό το μέγιστο αίσχος των παρελάσεων να καταργηθεί διά παντός: είναι κατάλοιπο του χθες, σχεδόν όσο και η θανατική ποινή. [ 5 ] Γι’ αυτό, εσύ, να σκέφτεσαι τον «πίκαρο» Ζιλ Μπλας, που πολέμαγε τρέχοντας για ένα κοινωνικό συμβόλαιο. Και να ξέρεις πως όλ’ αυτά έχουν ξαναγίνει. Και να μη φοβάσαι. Γιατί ειδαλλιώς θα φοβάσαι μια ζωή. [ 6 ] ΥΓ1: Ελευθερία —όσο και να μη σ’ αρέσει— σημαίνει καταρχήν (ή εν όλω) ελευθερία του άλλου. — Κυριάκος Αθανασιάδης.