Αυτός, αυτή και αχ! τι ωραία που είναι η ζωή! [ 1 ] Να υπάρχεις· με κάποιον τρόπο, να υπάρχεις — να ζεις, έστω· σα θώρακας γονιδίων, σαν το άρμα τού στοιχειώδους αναπαραγωγικού Εγώ τους, σαν μερικώς έλλογη σκυτάλη· σαν: οτιδήποτε. Σαν οτιδήποτε: μα να ζεις. [ 2 ] ΠΡΩΙ [ 3 ] Φοράς ένα γκρι κουστουμάκι. Φοράς ένα καλοπλυμένο φουστανάκι. Έχεις πάει στον κουρέα χτες τ’ απόγευμα: σ’ τα ’χει πάρει ένα ψέμα· κάπου διάβασες (ίσως στο ίδιο το κουρείο, πού αλλού; πού αλλού;) ότι ποτέ δεν πρέπει να φαίνεσαι φρεσκοκουρεμένος. Έχεις φτιάξει τα μαλλιά σου: στην κάσκα· οι σωστές λέξεις, εδώ, είναι ρόλεϊ και είναι λακ· κοιμήθηκες προσεχτικά το βράδυ· σχεδόν δεν κοιμήθηκες· τα μαλλιά είναι τόσο εύθραυστο πράγμα. Τα παπούτσια σου έχουν αυτή τη γυαλάδα των επανειλημμένων στιλβωμάτων· μιαν ασημιά θαμπάδα παλιού καθρέφτη· οι σόλες κρατάνε. Λίγο το λουλουδάκι-φιόγκος έχει γείρει· να το στρώνεις: να μην ξεχνάς να το στρώνεις, έχει σημασία· ίσως με το χέρι, ίσως —όποτε το απαιτεί η περίσταση, όποτε πρέπει να γίνει γρήγορα, σχεδόν αστραπιαία— με το άλλο παπούτσι· οι σόλες κρατάνε. Μπορείς να πάρεις όποιο λεωφορείο θέλεις: έχεις Κάρτα Απεριορίστων Διαδρομών — ανακούφιση, ίσως και νίκη, εδώ που τα λέμε· θαυμάζεις τη φωτογραφία σου στην άκρη· μια στάλα σε κρύβει η μπλε ρουαγιάλ σφραγίδα· μόνο μια στάλα· είσαι ωραίος ανφάς. Στο Μετρό βρίσκεις πάντα εύκολα θέση: ανακούφιση· κρύβεις και το λουλουδάκι-φιόγκο πιο εύκολα όταν είσαι καθισμένη· χαϊδεύεις μια πτυχή τού μαντό,
μόνο να ’ξερες τι έβλεπε εκείνος ο διάολος στον υπολογιστή του· μόνο αυτό. Στο Μετρό βρίσκεις πάντα εύκολα θέση: ανακούφιση· και να βγάλεις επιτέλους αυτά τα παπούτσια, σ’ έχουν τσακίσει· είναι ωραία όμως· παρά το λουλουδάκι-φιόγκο που ’χει γείρει για τα καλά· ωραιότατα· πολύ ωραία παπούτσια· και οι σόλες κρατάνε ακόμη. Νά τη: ωραία κοπέλα· γυρνάει από τη δουλειά· τι όμορφα μαλλιά· και κομψή· προχωράει λες και είναι σε πασαρέλα σεμνότητας· κοιτά τα παπούτσια της· τη θέλω. Αχ νά τος: τι όμορφος· γυρνάει απ’ τη δουλειά· φρεσκοκουρεμένος· στητό παράστημα· ελαφρά γερμένη πλάτη, αλλά συνολικά ωραίο παράστημα· με κοιτάει· ω Θε μου, ω Θε μου, ο φιόγκος ξεκόλλησε, γέρνει· τον θέλω. [ 8 ] ΒΡΑΔΥ [ 9 ] Το μυστικό για τη στραπατσάδα είναι το προσεχτικό ξεφλούδισμα της ντομάτας· αυτό· και να ’χεις το μάτι στο ενάμισι· και τα αβγά δε θέλουν χτύπημα: μόνο ανακάτωμα με το πιρούνι. Το σπανακόρυζο τρώγεται και κρύο· το λεμόνι κάνει καλό· ένα δόντι, κάπου εκεί μέσα, πονάει μια στάλα· ίσως έπρεπε να φτιάξει κι ένα αβγό μάτι· αλλά καλύτερα να προσέχει, είναι τριάντα· καλύτερα όχι αβγό, όχι αβγό. Μια ωραία ταινία. Μια ωραία ταινία. Θέλει λίγο αλάτι ακόμα. Χρειαζόταν περισσότερο πιπέρι. Έχουμε γλιτώσει. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Πολύ νόστιμη. Πολύ νόστιμο· έχει και σίδηρο· μόνο πιπέρι τού λείπει. Όχι ειδήσεις, μια ωραία ταινία· και αλάτι. Μια ωραία ταινία, και μετά κουκούλωμα. Και μετά ύπνος· τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα· πάνε καλά·
ελέγχεις μυστικά μία ράντα· σφίγγεις στην ποδιά σου την τσάντα σου· στρώνεις το λουλουδάκι-φιόγκο με το άλλο παπούτσι, κάπως μηχανικά. Φοράς μανσέτες στα μανίκια: δεν πρέπει να λερωθεί με μελάνη το πουκάμισό σου — δε βγαίνει, είναι δύσκολος λεκές, ξέχασέ το: μανσέτες· γι’ αυτό υπάρχουν οι μανσέτες. Τα νύχια σου· το κλαβιέ σ’ τα ξεβάφει στις άκρες· άτιμα πλήκτρα, άτιμα γράμματα, άτιμοι (πιο άτιμοι απ’ όλα) αριθμοί, και πιο άτιμος όλων τους το βρομομηδέν· προσπαθείς να γράφεις με τις ρώγες των δαχτύλων, μα δεν είναι εύκολο· τίποτε δεν είναι εύκολο· τα νύχια σου φθείρονται, μασιούνται, φοβάσαι πως τιμωρούνται και δεν ξέρεις το λόγο. [ 4 ] ΜΕΣΗΜΕΡΙ [ 5 ] Κολατσιό. Κολατσιό. Μετά: μανσέτες. Μετά: πλήκτρα. Ξανά. Ξανά. Θα ’θελες (μάλλον: θα ’πρεπε) να κοιτάξεις, να μπορείς να κοιτάξεις, τι βλέπει ο προϊστάμενος στον υπολογιστή του· είναι άδικο — έστω, όχι άδικο, είναι λάθος· ψέματα: άδικο είναι· και δεν έχει να κάνει με τη δουλειά· τι να ’ναι, τι να βλέπει; Θα ’θελες το καλοκαίρι να… όχι, όχι· μη το σκέφτεσαι· μη το σκέφτεσαι· πλήκτρα· φθαρμένα νύχια· κοίτα να τα λιμάρεις το βράδυ· να τα βάψεις. Αυτό. Αυτό. Μανσέτες. Πλήκτρα. Όλα είναι καλά. Όλα είναι καλά. [ 6 ] ΑΠΟΓΕΥΜΑ [ 7 ] Μπορείς να πάρεις όποιο λεωφορείο θέλεις για την επιστροφή: έχεις Κάρτα Απεριορίστων Διαδρομών — ανακούφιση, ίσως και νίκη, εδώ που τα λέμε· όχι ίσως: είναι νίκη, μεγάλη νίκη· να το ξέρουν· είναι νίκη· να το ξέρουν όλοι αυτοί· και δε λέρωσες ανεξίτηλα το πουκάμισό σου· νίκη κι αυτό·
έχουμε στραπατσάδα· αύριο, κι αν όχι αύριο, μεθαύριο, θα μιλήσω στη γειτόνισσα. Ο σίδηρος κάνει καλό στο αίμα· έχω να βάλω σίδερο αύριο. Θα του ζητήσω να καθίσω κι εγώ στον υπολογιστή του· αύριο κιόλας. Αχ να πάρω κόλλα· τσαγκαρόκολλα· θα χαθεί· αύριο, κι αν όχι αύριο, μεθαύριο, πάω στοίχημα ότι θα μου μιλήσει. Η ζωή είναι ωραία. Η ζωή είναι ωραία. [ 10 ] ΤΟ ΕΠ’ ΕΜΟΙ [ 11 ] Εμ δεν είναι ωραία. Εν πολλοίς, έτσι ιδωμένη, έτσι βιωμένη, είναι χειρότερη από το θάνατο. Για σένα δεν ξέρω (και βασικά δε δίνω δεκάρα τι σε φτιάχνει εσένα): για μένα (που, ξέρεις, τυχαίνει να είμαι το κέντρο του κόσμου μου) είναι: χειρότερη από το θάνατο· τρισχειρότερη. Σιχαίνομαι τις Κάρτες Απεριορίστων Διαδρομών, τις μανσέτες, τη στραπατσάδα και το σπανακόρυζο, dude. Και τα θαμπά παπούτσια. Και να μην έχω Ίντερνετ 24/7. Τα σιχαίνομαι, και τα μισώ. Και το δικό μου όραμα για Μετά την Κρίση δεν είναι αν έχει πολύ ή λίγο αλατοπίπερο το φαΐ μου μπροστά στην τηλεόραση, αλλά ο πλούτος. Σοκάρεσαι; Αν ναι, δεν έχουμε κανένα κοινό — συμπάθα με (εγώ όχι εσένα· διόλου). Θέλω να ’χω όλα τα βιβλία, όλες τις μουσικές, όλα τα θεάματα, όλες τις απολαύσεις και όλα τα καλά — όλα τα ταξίδια και όλα τα λούσα — ό,τι χρήσιμο και ό,τι παραπανίσιο. (Ειδικά ό,τι παραπανίσιο). Όποιος δεν τα θέλει δε θα τα έχει. Αλλά εμένα πάντα, όσο δε θα τα έχω όλα τους, θα μου λείπουν και θα παλεύω ακριβώς γι’ αυτά. Όχι για τη «ζωή»: γι’ αυτά. Γιατί αυτά είναι η ζωή. Και τη λατρεύω. — Κυριάκος Αθανασιάδης.