Στα παιδιά και στα κορίτσια που θα το διαβάσουν. [ 1 ] Δε μ’ ενοχλούν πολλά περισσότερα και πολύ περισσότερο από το συντηρητισμό, αυτό το κακοφορμισμένο λουλούδι (άνθος των κρεοπωλείων και των στρατοπέδων: εκεί ευδοκιμεί, εκεί θέλει και πονά και λαχταρά κυρίως να αναφύεται — α, δεν είναι ωραία όλα τα λουλούδια, δεν είναι καλά όλα τα βιβλία, δεν είναι γλυκά όλα τα φιλιά — σ’ το λέω συνέχεια, και θα σ’ το ξαναπώ, γιατί, ως μικρός και αδαής, τείνεις ανησυχητικά να το ξεχνάς: γι’ αυτό σού αρέσουν τα λόγια, τα λόγια, τα λόγια, γι’ αυτό πέφτεις τόσο εύκολα θύμα τόσο τζούφιας γοητείας, τόσο φτηνής λαγνείας — γι’ αυτό, εντέλει, δυσκολεύεσαι να διαβάσεις κάτι πιο πυκνό από μια λεζάντα μεγάλης φωτογραφίας, πράγμα που είναι και το βασικότερο: αν το μπορούσες, όλα τα άλλα θα ήταν παιχνιδάκια), αυτή την έρημο των κοινότοπων και χιλιοτραγουδισμένων εμεσμάτων τού τρισκαταραμένου φολκλόρ που ολοένα ανακαλύπτουν για χάρη σου και για τα μάτια σου μόνο (και το εκλεκτότερο έδεσμα —κι αυτά που ακούς δεν είναι εκλεκτά, είναι του πεταματού: είναι φρόκαλα και ήρα και ξέφτια από πολυφορεμένα ράκη— καταντά ψωμί παπαριασμένο με το γάλα όταν δε λέει να ξεκολλήσει από το καθημερινό σου μενού, απ’ τον πάτο της κατσαρόλας σου: μην αυταπατάσαι, παιδί), αυτή τη μυτερή πέτρα στη σόλα του παπουτσιού σου που δε σ’ αφήνει να βαδίσεις, να προχωρήσεις, να ευτυχήσεις (γιατί ευτυχία σημαίνει ακριβώς αποκολλώμαι:
δωδεκαψήφιο νούμερο: ένα ανώνυμο δωδεκαψήφιο νούμερο. Και θα ’σαι γκόλεμ. Πάντα. (Ελπίζω να έχεις μάθει μέχρι τώρα στη ζωή σου τι είναι το γκόλεμ). [ 2 ] (Ας είναι. Ας είναι. Πάμε λίγο παρακάτω. Τι έχει παρακάτω; — Α , ναι). Για τη συμφωνία τού Eurogroup, ε ας μην πω κι εγώ. Πήραμε μια παράταση ζωής, που παρά ταύτα απέναντι στις δυνάμεις του συντηρητισμού δε θα σημάνει τίποτε περισσότερο από τούτο: απλώς παρατάθηκε για λίγο η είσοδός μας στο Χάος. Η φελάχικη Ελλάδα δεν υπάρχει σα δυνατότητα, μήτε υπήρξε ποτέ — δεν υπάρχει παρά ως πεδίο άσκησης εξουσίας και απαίτησης αιματηρών και αισθητικών θυσιών των ένθεν-κακείθεν συντηρητικών δυνάμεων: των δυνάμεων του ολέθρου. Και η Αλβανία του Χότζα που ευαγγελίζονται ο νεοεθνικιστής γερο-Αλέξης και το ακραιφνώς εθνικιστικό ΚΚΕ (όλα τα κομουνιστικά κόμματα είναι βαθύτατα εθνικιστικά στον πυρήνα τους, όπως και όλες οι κομουνιστικές δικτατορίες: δες τις ονομασίες και τις σημαίες τους, κι έπειτα μελέτα και μια στάλα — και κάτι παραπάνω από στάλα, αν θες τη γνώμη μου: οι αφίσες και τα φανζίν δε φτάνουν, δεν έφτασαν ποτέ και σε κανέναν — μόνο τα πολλά βιβλία), και που την αποζητούν και κάποιες χιλιάδες χαμένες ψυχές (ψυχές που εκνευρίζονται τρομερά όταν τούς λες «παρακράτος» — πρόσεξέ το αυτό: δεν πολυθές να τους δεις εκνευρισμένους από τέτοια χυδαία ψεύδη… το άκουσαν μία, το άκουσαν δύο, το άκουσαν δεκαδύο:
βαδίζω, προχωρώ, αποστρέφομαι εν τοις πράγμασι τα στάσιμα ύδατα, τη λιμνάζουσα ιλύ, την άμμο όπου παίζω αμέριμνος με τα κουβαδάκια μου — σημαίνει μ’ άλλα λόγια: μοχθώ), αυτό που στην πολιτική πηγάζει και ρέει από τον πάντα στη μόδα λαϊκισμό της Δεξιάς και της Αριστεράς (αυτού του μονοπολικού ψευδοδιπόλου, αυτού του ανελεύθερου Ιανού, αυτού του Κέρβερου με τας δύο κεφαλαί που γοητεύει την έρμη ανερμάτιστη παιδική σου χαρά — πες τες και Ακροδεξιά και Ακροαριστερά αν αυτό σε κάνει να νιώθεις πιο τρέντι ή πιο αντιτρέντι, που λυπάμαι μα είναι το ίδιο), το λαϊκισμό που χαϊδεύει πιγουνάκια αγοριών και χαϊδολογάει μαλλάκια κοριτσιών και τους γλυκοψιθυρίζει στ’ αφτί όσα θέλουν (όσα πρέπει, ντε) ν’ ακούσουν, όσα θέλουν (όσα πρέπει, ντε) να ξέρουν, ή έστω να θαρρούν πως ξέρουν: είναι ο τρόπος του (ο τρόπος της συντήρησης: του κτήνους της συντήρησης που δεν ξέρει πού καθόταν ποιος στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση για να αυτοχαρακτηριστεί, και δεν το κόφτει να ξέρει — του αρκεί που το νομίζεις εσύ: του αρκεί που βάζεις μόνος σου ετικέτες και που φοράς μόνος σου αλυσίδες και χαλκάδες στα σφυρά σου), είναι ο τρόπος της συντήρησης να φτιάχνει γκόλεμ. Έτσι τα φτιάχνει, έτσι τα καθοδηγεί, έτσι τα ορμηνεύει, έτσι τα διατάζει να κάνουν (και να μην κάνουν): μια-ζωή-τα-ίδια — δεν ξεκινά από σένα αυτό, κι ούτε καν σε σένα θα τελειώσει, να με συμπαθάς — σα θύμα του ανελεύθερου συντηρητισμού της πολιτικής, απλώς θα είσαι μόνο ένα (let’s say)
ΦΤΑΝΕΙ — το να μηδενίζουμε τους μηδενιστές είναι ηλιθιότητα ολκής), και που δε θέλουν να τη χάσουν οι στρατιές των επί γενεές βολεμένων ημετέρων με τα πρησμένα βλέφαρα και τις τσιτωμένες ζώνες, και που δε θέλουν να τη χάσουν κι οι Παπαδάκηδες και οι Αυτιάδες που μολονότι νέος προσκυνάς, είναι προ των πυλών (για να μη μιλήσουμε για τους εν όπλοις συνοδοιπόρους όλων αυτών, τα ζώα με τα ξυρισμένα κεφάλια, και όποιον άλλο παραβατικό και ποινικό εγκληματία μετέχει και θα μετάσχει στο τσιμπούσι του κρέατος): καμία αυταπάτη εδώ. [ 3 ] Δεν είναι καιρός για αυταπάτες: είναι είτε καιρός για ενηλικίωση και ξεστράβωμα (πράγματα όμως που σημαίνουν ότι θα μάθεις πως πρέπει να δουλέψεις σκληρά και με πάθος και με έρωτα, και για να βαδίσεις πέραν της ιλύος), είτε για Τέχνη (δεν εννοώ να παράγεις εσύ, μη φοβάσαι), είτε (αλλά για λίγους αυτό: για μια πολύ ξεχωριστή και πολύ σπάνια ελίτ) και για τα δυο μαζί. Μπορείς; Ή μπα; [ 4 ] Αυτό που μας μέλλει, παρ’ όλες τις εν σειρά ευκαιρίες που μας δίνονται και μας δίνονται και μας δίνονται (και τούτη η τελευταία είναι η τελευταία: άλλη δε θα ’χει), δεν είναι καλό. Εδώ, σ’ αυτή τη «χώρα» που δεν έχει θέση στον ευρωπαϊκό κανόνα παρά μόνο μυθολογικά και εξωλογικά, θάλλει και βασιλεύει η βαθιά συντήρηση. Και θα νικήσει. Και θα το θυμηθείς (κατ’ απόλυτη δυστυχία μου) πολύ γρήγορα, δίπλα στα καινούργια καμένα και αναπνέοντας τους καινούργιους καπνούς με τα χωμάτινα ρουθούνια σου, λίγο πριν καταρρεύσεις σε χώμα και σε τίποτα, όπως όλα τα γκόλεμ. — Κυριάκος Αθανασιάδης.