15%. [ 1 ] Δε μπορώ (και δε θα το πολυθέλω, ορισμένως) να ξεφύγω από τον εαυτό μου: τις Τρίτες το απόγευμα, ξεκινώντας να γράφω τη στήλη υπό τους ήχους του ξέφρενου λαϊκού πάρτι στο απέναντι ΚΑΠΗ (δέκα μέτρα σκάρτα μάς χωρίζουν σε ευθεία γραμμή, κι είναι και τα παράθυρά μας ανοιχτά, οπότε συμμετέχω κι εγώ, και συμμετέχει και το Τρίτο Πρόγραμμα, και συμμετέχουμε όλοι εμείς, όλοι αυτοί που είμαι εγώ, εκόντες κατά μίαν έννοια — άλλωστε την άλλη Τρίτη όλο και κάποιος θα λείπει, τα αγγελτήρια με τα νούμερα-ρεκόρ συναγωνίζονται, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, στις κολόνες τής ΔΕΗ, ή μάλλον τής ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ: 83, 84, 87, 91 ετών, άρα είναι απάνθρωπο και δολερό να λείψεις μολαταύτα), κι ενώ όλη μέρα παρακολουθώ επισταμένως και με ένταση ό,τι γίνεται σ’ αυτό που συνηθίσαμε κάτι γενιές τώρα να περιγράφουμε σαν πολιτική, μα που έχει τόση σχέση με την όντως πολιτική όσο και τα ψιθυρίσματα κάτω από ψαλιδισμένα μουστάκια που υποστηρίζουν τα σπασμένα αιμοφόρα αγγεία μιας μύτης ήτις πολλά έγνω και πίσω από διάφανα καλύμματα ροδαλών προσώπων και ρόδινων χειλέων στο απελευθερωμένο (Δόξα Σοι, Κύριε) από τους Οθωμανούς «Βυζάντιο» [καγχασμοί], και διαβάζοντας και ό,τι, και από όποιον, γράφεται στο Νετ, ενδεχομένως για να κολυμπήσω απλώς σ’ αυτή την πετρελαϊκή θάλασσα κοινοτοπιών ωρολογίου, στενόχωρων ασημαντοτήτων, αφορήτων επαναλήψεων, ποταπών αλληλοεπευφημιών, κι ενός λόγου ντεμέκ φιλελευθέρου μα κατάπτυστου στο σύνολό του (ξέρετε τι παναπεί «στο σύνολό του»;) γεμάτον βρισιές και χυδαιότητα
καθώς κάθε Τρίτη απόγευμα, ξεκινώντας να γράφω τη στήλη, σκέφτομαι πάντα, μονομανιακά, τα ίδια και τα ίδια: αυτή τη χώρα που (σαν κάθε άλλη, θα πεις: λέγε, παπαγάλιζε) θα ενδυθεί αύριο το ρούχο που της ύφανε το παρελθόν της: ένα παρελθόν φτωχό σε επιτεύγματα, πλούσιο σε επιθετικούς πολέμους, σπουδαίο σε γενοκτονικές τάσεις, θριαμβευτικά γεμάτο φρίκη και σακατεμό, ύπουλα πλήρες κομματισμού, συντεχνιασμού, συνδικαλιστοκρατίας και συριζοκουκουεδοσταλινισμού, ένα κολοκοτρωναίικο, μεταξικό, ανδρεοπαπανδρεϊκό παρελθόν που υφαίνει της το αυριανό ρούχο. [ 2 ] Οπότε βρίσκομαι μπροστά στο εξής δίλημμα: να ξαναπώ τα ίδια που λέω μια ζωή; ή κάτι άλλο; Η απάντηση γέρνει προς το ένα τάσι συνήθως, μα πού και πού ξεφεύγει. Και σήμερα θα ξεφύγει, καθώς επικαλέστηκα τον Κύριο δις, και εξ αυτού είχα μια κάποια μικρούτσικη και βλάσφημη επιφάνεια, μιαν αστραπούλα της διαίσθησης και ένα λιλιπούτειο όραμα για μια δουλειά (δεν πήγαν και οι πολιτικοί αρχηγοί, ο Παπανδρέου και οι δύο υπερακροδεξιότατοι, στο Δημητρίου Μαξίμου και δεν έχω ειδήσεις για το πώς θα σου μιλήσουν αύριο ή μεθαύριο —για να πουν, όταν διαβάσουν τι υπογράψανε, ότι παλέψανε με τα στοιχεία της φύσης και με το Κακό το Φίδι, μωρέ— στη νέα «Αυριανή» που γουστάρεις, στο MEGA: το κανάλι που σου αξίζει να πνιγείς — και όπου ΘΑ πνιγείς) που θα εξασφαλίσει το μέλλον μου (καθώς σε Δημοτικό, δηλαδή Κρατικό, Μέσο δε θα δουλέψω που να με σκοτώσεις: μακριά το κράτος από ΚΑΘΕΤΙ, όσο πιο μακριά — κι όσο πιο καθόλου, τόσο πιο καλό)
και όλεθρο και ψέμα και απειλές και μπουμπουνητά και βλεννόρροια, δηλαδή παλαιοναζιστικού 100% (ακόμη και το «ου φονεύσεις», αν του προσθέσεις μια χυδαία προσφώνηση, «ου φονεύσεις, μωρή», «ου φονεύσεις, ρε», είναι παλαιοναζιστικό, φρικώδες και ένα ΤΙΠΟΤΑ, και σημαίνει μόνον: «Σκότωνε ΤΩΡΑ, το ξεσταύρι σου!», γιατί, κανείς, κανείς δε γλιτώνει από το ύφος και τη γλώσσα — το ύφος είναι ο πολιτισμός, και η γλώσσα είναι ο πολιτισμός, όχι τα νοήματα, όχι τα σηκωμένα φρύδια, όχι οι αναγνώστες, όχι οι επισκέπτες μουσείων — όχι), οπότε δεν τα ’χω καταφέρει να δουλέψω ολημέρα, όπως κάθε Τρίτη δηλαδή, γεγονός που επιβαρύνει επομένως εργασιακά με ένα ποσοστό της τάξεως του 15% τις υπόλοιπες μέρες μου, δηλαδή κάνει εικοσιεφτάωρα τα εικοσιτετράωρα, ή με ένα αντίστοιχης τάξεως κλάσμα την τάση μου να αργώ στις προθεσμίες (πράγμα λογικότερο) και να μην πιάνω τις προκαθορισθείσες deadline παραδόσεως των εργασιών, και εξ αυτού να κινδυνεύω κατά ακριβώς 15% περισσότερο (προφανώς) να μην εμπνέω εμπιστοσύνη στους εργοδότες μου, ήτοι να μη μου δίνουν στο εξής άλλες επιμέλειες-διορθώσεις πια, οπότε (και για να το δω υπό την έποψη της μισογεμάτης υδρίας — καλύτερα: του μισογεμάτου κρατήρα) έχω επίσης 15% περισσότερες πιθανότητες φτωχαίνοντας να αδυνατίσω, διάολε, να χάσω (δόξα Σοι, Κύριε) αυτά τα επιπλέον 15 κιλά από τα συνολικά 100 που φέρω —δηλαδή ένα ακόμη 15%, ένα ακόμη 15%—, να ξαναβρώ τον εαυτό μου: από τον οποίο δε μπορώ (και δεν το πολυθέλω) να ξεφύγω,
και θα με ταΐσει ώστε να ξαναβάλω το 15% της μάζας που θα χάσω μέχρι να πιάσει, με το καλό, το μαγαζί στο θεοκρατικό σαμαροκράτος που μου χτυπά καλπάζοντας την πόρτα: [ 3 ] Θ’ ανοίξω νεοχριστιανικό γυμναστήριο καλλονής. Έχετε δει τον Κύριό μας και τους six-pack κοιλιακούς του σε πλείστες όσες απεικονίσεις του, ναι; Το λοιπόν, αυτό θα πουλήσω, και φυσικά με ρεκλάμες στο AntiNews: το Kirk’s Holy Fucking Abs. Είναι απλό: οι κύριοι και οι κυρίες στο KHFA θα αποκτούν το σφιχτό σκίνι σώμα του Θεανθρώπου που κοσμεί και σκέπει όλο το ελληνικό Δημόσιο, τα ελληνικά δικαστήρια, τα ελληνικά σχολειά και τους ελληνικούς (μωρέ) στρατώνες μας, παίρνοντας μέρος στο Εβδομαδιαίο Πρόγραμμα Παθών στο οποίο θα τους υποβάλλω (η στολή στην περιπατητική μας Σχολή θα είναι ένας απλούς χιτών): ακάνθινος στέφανος (δε βοηθά άμεσα, αλλ’ ως εφέ είναι απαραίτητος: ρωτήστε τον επόμενο Πρωθυπουργό), μαστίγωση με κνούτο από ελληνικότατο λινάρι, μεταφορά σταυρού σε υψώματα ξανά και ξανά (ο σταυρός θα ’ναι ΙΚΕΑ), εικονική σταύρωση και καθήλωση για όσες ώρες πληρώνεις, στέρηση επί εικοσιτετραώρου τροφής και νερού (για τις μαύρες ζώνες) και άλλα Γραφικά. [ 4 ] (Θε μου, σχώρα με. Δεν είμαι πιστός σου, αλλά έχω τόσο πολλούς προσωπικούς και εθνικούς εχθρούς που Σ’ εξευτελίζουν καθημερινά, παπάδες και δεξιάντζες πολιτικούς, που ’χει σιχαθεί το μέσα μου. Κι ανήκω στην πονεμένη κατηγορία αυτών που το 15% θα ’ναι πάντα το όριό τους: μετά, ξανοίγεται η Κόλαση — ο λαϊκισμός). — Κυριάκος Αθανασιάδης.