Sic, sick, chic. [ 1 ] Υπάρχει ένας γιατρός (ή κάτι τέτοιο) που στην πινακίδα του μαγαζιού του, κάτω στην είσοδο, έχει κολλήσει μια κόλλα Α4 μ’ αυτό εδώ το ανατριχιαστικό κείμενο τυπωμένο πάνω της (γιατί η γραφή δεν είναι για καλό, κύριοι): «Νοιώθοντας ένοχος που με την ψήφο μου συνήργησα στην παράδοση της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας στις κατοχικές δυνάμεις με συνέπεια να βυθιστούνε στη φτώχεια εκατομμύρια Έλληνες ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ να εξετάζω δωρεάν όλους όσους έχουνε πέσει θύματα του Μνημονίου (απολυμένους, εφέδρους, συνταξιούχους κλπ.)». Μεταφέρω, από επαγγελματικό βίτσιο, πιστά το ακραιφνώς εθνικοσοσιαλιστικής κοψιάς, από κάθε άποψη κατάπτυστο και μοναδικά ελεεινό αυτό χυδαιόγραμμα («sic» που λέμε κι εμείς που δουλεύουμε στα βιβλία και σε άλλα Μέσα), με τη διαφορά πως το πρωτότυπο (που ενδεχομένως εσείς έχετε δει σε διάφορες Σελίδες Φίλων σας στο Facebook και αλλού: εγώ τώρα έγινα κοινωνός της χυδαιότητάς του, γλίτωνα ώς τα τώρα) είναι φυσικά γραμμένο με κεφαλαία και bold δώθε-κείθε — το μόνο που του λείπει είναι τα ζιτεμένα θαυμαστικά, η σβάστικα (δηλωτική της ιδεολογίας που το γέννησε) και η καρικατουρίστικη φάτσα του Αυτιά, ας πούμε, ή του Τράγκα σε μια γωνιά, ή κάποιου άλλου από τους πρωταγωνιστές του απεχθούς επιθεωρησιακού μπουλουκιού που σπρώχνει την ανεκπαίδευτη και αθλία και ασύγγνωστης μωρίας «κοινή γνώμη» στο άσυλο, στην ηθική κατρακύλα, στη δραχμή και στο αλά Μαντ Μαξ context που ευαγγελίζονται η καθ’ ημάς
των σακατεμένων υπάρξεων και των πάσης λογής δουλοφρόνων. Μετανάστες (δηλαδή: άνθρωποι ΙΕΡΟΙ, που πρέπει να έχουν πιο πολλά δικαιώματα από σένα κι από μένα, πολύ περισσότερα, ΟΛΑ τα δικαιώματα — πλην, φευ: εξαιρούνται τής Χάρτας παντελώς, τους πατάμε και τους ζουπάμε με τα πόδια μας όσο πιο δυνατά το μπορούμε, κάθε μέρα κι όλη μέρα κι όλην ώρα), καθημαγμένες από τις εξαρτήσεις υπάρξεις (η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων αστέγων — μια πληγή που, μολονότι όζει, εσύ κλείνεις τα μάτια σου αντί για τη μύτη), και λογής παρίες, εκδιωγμένοι (ή απλώς φευγάτοι) από το σπίτι ΣΟΥ είναι οι άστεγοι. Κι όμως: με κάθε σοβαρότητα, βγαίνουν και σου λένε, πουλώντας σε σαν τηλεοπτικό κοινό (που είσαι: η τηλεόραση δεν πουλάει εκπομπές σε σένα, αλλά κοινό στους διαφημιστές — μη μπερδεύεσαι, δεν είσαι μωρό, αν μη τι άλλο είσαι σε θέση να διαβάζεις, δε χροσοχοΐζεις), πως η Κρίση (εννοώντας όχι την ΟΝΤΩΣ Κρίση, δηλαδή τη βρομερή σπατάλη του σοβιετικού σουλτανάτου όπου ζούσαμε οικεία βουλήσει επί τρεις δεκαετίες, αλλά το προμετείκασμα της επερχόμενης που σχηματίζει ολογραφικά ο φλοιός μας: τίποτε περισσότερο απ’ αυτό, κι ας σού φαίνεται κομιλφό) μέσα σε δύο χρόνια πέταξε ανθρώπους στους δρόμους… Ε λοιπόν, λυπάμαι αλλά ΔΕΝ τους πέταξε. Μήτε έναν. Κανέναν. Απλώς έχουμε να κάνουμε με επίθεση ύποπτης αβελτηρίας από παντού. Αβελτηρίας, και φυσικά λαζοπουλισμού-πιτσιρικισμού (ήτοι το ανώτατο στάδιο
Ακροδεξιά και η σταλινική Αριστερά, τη συνεργεία ενός εσμού πολιτικών σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ που, γνωρίζοντας πως δεν είναι σε θέση να κάνουν ΤΙΠΟΤΕ άλλο από αυτό που μια ζωή κουτσοέμαθαν (να γλείφουν κόκαλα: όχι με τη γλώσσα αλλά με τα χείλια — να τα βυζαίνουν), τρέχουν να στριμωχτούν στο ασανσέρ για το Υπόγειο: για το αύριο όπου ζερβά-ζερβά θα θρονιάζεται ο Καρατζαφέρης σας και άλλος κανείς. Ζερβά-ζερβά. Ίσαμε κει. [ 2 ] Δεν πρόκειται να χάσω χρόνο για να «απαντήσω» στη ρεκλάμα του κομπογιαννίτη κλέφτη: όποιος μιλά για παράδοση εθνικής κυριαρχίας (!), για κατοχικές δυνάμεις (ήμαρτον, Θε μου), για… εφαρμοσμένο Μνημόνιο και για θύματα της εφαρμογής του (απολυμένους…) είναι απλώς ή δυνάμει δήμιος ή θλιβερά βλαξ. Και σε κάθε περίπτωση αυτό που στον καιρό μου λέγαμε «αντιδραστικός» και «χουντικός». Αίσχος. Και ας μένει εδώ ο λόγος. [ 3 ] Βέβαια, έχουμε τέτοια κρούσματα πολλά. Κυριότερο (και παύω να ασχολούμαι) είναι η σύνδεση της αύξησης των αστέγων στις πόλεις με την Κρίση. Άλλη (και δη σφόδρα επικίνδυνη όταν γίνεται για αλλότριους λόγους: όπως φέρ’ ειπείν η τηλεοπτική αγορά) γελοιότητα. Όλοι ξέρουν πως οι άστεγοι έχουν αυξηθεί επειδή έχουν Κρίση στις χώρες ΤΟΥΣ, όχι επειδή μισοαρχίσαμε κάποιοι από μας να νιώθουμε ΚΑΠΩΣ τι κακό πρόκειται να φέρουν στην Ελλάδα όσοι απεργάζονται με νύχια και με δόντια τη χρεοκοπία (δηλαδή: τον μη εξορθολογισμό της δημόσιας πολιτείας μας· δηλαδή: το κάψιμο των τεφτεριών που θα μας πετάξει στο βαλκανικό Πουργατόριο), για να έχουν τη δυνατότητα να άρχουν επί των πεινασμένων συμμοριών,
του λαϊκισμού, που πάνε αλαμπρατσέτα με τους θιασώτες των κόκκινων δικτατοριών και τους παρανοϊκούς που μιλάνε εν έτει 2012 για ένθεα χαρακώματα). (Δεν το πιστεύω, μά τον Θεό, ότι συναγελάζομαι και επικοινωνώ με ανθρώπους που πιστεύουν ότι κάποιος κατάντησε κλοσάρ άξαφνα και μέσα σε μήνες. Κι όμως: ακούγονται και πολύ χειρότερα από δαύτο — ακούγονται τα πάντα· δεν είναι τυχαίο φαινόμενο ο Λιακόπουλος και οι εξωγήινοι βελζεβούληδές τους: τους προσκαλείς ΕΣΥ). Τέλος εδώ με τα σιχάματα. [ 4 ] Έχουμε χρέος μπροστά μας. Πολλά πράγματα που είναι να γίνουν. Ή που θα τα κάνουμε, ή που θα αυνανιζόμαστε με τους ντόπιους Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς (ή Αλεξέγιεβιτς) και τον σύντροφο Αδόλφο που σαλιάζει το μουστάκι του. (Και που είναι σωρός δίπλα μας και μέσα μας, και οι μεν και οι δε. Και που είχαν γεμίσει τις πλατείες πέρυσι, και τις τηλεοπτικές συνειδήσεις μας μια ζωή. Αλαμπρατσέτα. Και που κι αν έχουν να «δώσουν»). [ 5 ] Εμείς; Εμείς θα κάνουμε πολλά. Αρκεί να ξεφύγουμε από την ιλαρή ποταπότητα. [ 6 ] Ένα ΤΙΠΟΤΑ απ’ όλ’ αυτά που ’ναι να γίνουν ξεκινά το μεσημέρι της άλλης Πέμπτης και τελειώνει εικοστέσσερις ώρες μετά στο «Manifesto». Πολύς κόσμος (ωραίος κόσμος) δούλεψε γι’ αυτό (δούλεψε, πλήρωσε, κουράστηκε, ξενύχτησε, ξόδεψε, πίστεψε), κι όσον αφορά εμένα, που δεν έκανα τίποτα, αυτούς θα τιμήσω διαβάζοντας τον «Οδυσσέα». [ 6 ] Αλλά. Αλλά, αφού χορτάσουμε από Τέχνη (έστω: για μια γεμάτη μέρα), πάμε και γι’ άλλα, κύριοι. Για να χορτάσουμε κι εμείς, και για να χορτάσουν κι άλλοι. Εκεί σάς θέλω. — Κυριάκος Αθανασιάδης.