Η βρόμα γράφεται με όμικρον. [ 1 ] Από την ημέρα που το πρησμένο τέρας του ημεδαπού γαργαντουϊκού λαϊκισμού (του σιαμαίου αδερφού του φασισμού: εκείνου του παλιού, ε; του γειτονικού μας φασισμού, του φασισμού τού Μουσολίνι — περί αυτού ακριβώς ο λόγος, δε χρειάζεται να βάζουμε τα δάχτυλα μπροστά στα μάτια, δε μιλάμε για κάτι άγνωστο και φευγαλέο και ανόητο: γι’ αυτό που έρχεται ακριβώς ο λόγος, ας το παραδεχτούμε, μιλάμε για μακριές καμπαρντίνες και για πυροβολισμούς μέσα στη νύχτα), από την ημέρα που ο κτηνώδης, λέω, λαϊκισμός άρχισε να πηδολογάει έξαλλα στους δρόμους της καθημερινότητάς μας με τη σαλιάρικη γλώσσα του να του κρέμεται χαλαρή στο πιγούνι και να τινάζεται δεξιά-αριστερά και πάνω-κάτω (από τη μέρα εκείνη —θυμηθείτε— που σήκωσε μεγαλεξανδρινώ τω τρόπω τη μπάρα των διοδίων ο Απόστολος Γκλέτσος, αυτό το θλιβερό φιγκιράν του Χάους, δηλώνοντας πως «δεν πληρώνει, δεν πληρώνει» και προκαλώντας για πρώτη και τελευταία φορά στύση στα πικραμένα σκέλια τού Αυτιά — πρώτη μεν, μόνιμη έκτοτε δε: αλλά πάντα τελευταία), από την ημέρα που ο εχθρικός κάθε πολιτισμού λαϊκισμός ξέφυγε από το ευρύχωρο κλουβί του, ήτοι την τηλεόραση, και κατέλαβε εξ εφόδου το κατάστρωμα των δρόμων, η βρόμα στον δημόσιο αβίωτο βίο μας φούντωσε, απλώθηκε, πέταξε και κατέλαβε σα σκόνη ηφαιστειακή κάθε ακάλυπτο κυβικό χιλιοστό του: από την εν λόγω βρόμα, που βέβαια είναι παλιά κάτοικος αυτής της κρατικής ψευδευρωπαϊκής παρωνυχίδας,
βαθιά, υπόγεια, συγκλονιστική διαφθορά, πρέπει να ηττηθεί η αναξιοπιστία μας και η αφερεγγυότητά μας, πρέπει να ηττηθεί ο εθνικισμός (ο κύριος και προαιώνιος εχθρός του έθνους, δηλαδή), πρέπει να ηττηθεί η ντόπια καμόρα των τερατωδών ΜΜΕ, πρέπει να ηττηθεί η ολιγαρχία (και να ηττηθεί από την αριστοκρατία του πνεύματος — δεν προβλέπεται κάτι άλλο, δεν υπάρχει κάτι άλλο για να τη νικήσει), πρέπει να ηττηθεί η βία (και να ηττηθεί μέσω τής μη-βίας — δεν προβλέπεται κάτι άλλο, δεν υπάρχει κάτι άλλο για να τη νικήσει), και πρέπει, ναι, πάνω απ’ όλα να ηττηθεί ο εαυτός μας: ο αυτοκτονικός λάτρης του ψυχικού μας στέατος. [ 3 ] Δε θα ηττηθεί. Πολύ λυπάμαι γι’ αυτό. Ο εαυτός μας δε θα ηττηθεί. Πάντα θα κερδίζουμε όλες τις μάχες. Πάντα, μ’ άλλα λόγια, θα χάνουμε. Όλες τις μάχες. Δε θα ηττηθεί. — Αυτό. [ 4 ] Ακούω διαρκώς πως τώρα όσο ποτέ είναι η εποχή για να κοιτάμε τα καλά, τα θετικά, τα μικρά και ωραία που αναδύονται ή κρύβονται δίπλα μας: πως αυτά είναι το λίπασμα του αύριο, πως αυτοί είναι οι πυρήνες αντίστασης απέναντι στον κοτζαμπασισμό και στους κλέφτες και αρματολούς που λυμαίνονται τις πηγές ευτυχίας των πολιτών (ίδια τομάρια μ’ εκείνους τούς γνωστούς, σφαγείς και βιαστές όπως και οι παλιοί, οι χιλιοτραγουδισμένοι, οι ψευτοήρωες και ποτέ εξεγερθέντες: οι ζοφεροί, κτηνώδεις, κονομημένοι μπράβοι). Έχω πει κι εγώ κάτι τέτοια περί τού «μικρού καλού», του «ευμεγέθους αγαθού». Έχω πει. Και ορισμένως τα πιστεύω πού και πού. Μα όχι και ολόψυχα. Δεν τα πιστεύω ολόψυχα:
του σοβιετικού σουλτανάτου με το δοτό όνομα-ανέκδοτο, δε θα απαλλαγούμε ποτέ, ό,τι και να γίνει — ό,τι και να γίνει με τη νέα Κυβέρνηση (που, φευ, θα έχει καθώς όλα δείχνουν πολύ χαμηλό προσδόκιμο ζωής, και όχι τουλάχιστον δύο χρόνια όπως όλοι οι νουνεχείς υποστήριζαν και εξακολουθούν να υποστηρίζουν), και όσο καλά κι αν τα πάει (αν τα πάει: αν σχηματιστεί καν — είναι Τρίτη βράδυ κι ακόμη τίποτε), και όσα εμπόδια και αν της θέσουν και αν της θέτουν η νεκροζώντανη αντιδημοκρατική Αριστερά (με τους πραιτοριανούς της) και η σαμαρική θεοκρατική Ακροδεξιά (με τους πραιτοριανούς της), και όσο κι αν βάλουμε πλάτη όλοι όσοι πιστεύουμε ότι το μέλλον μας μπορεί να έχει είτε Δυτική κατεύθυνση και πορεία και στόχευση, είτε καμία (γιατί έξω από την Ευρώπη απλώς θα πάψουμε να υπάρχουμε ως κρατική οντότητα πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα, με έναν ήχο πομφόλυγας που σκάει και χάνεται, έναν ήχο απολύτως άηχο: ούτε καν γελοιογραφίες δε θα μας αφιερώσουν οι σοβαρές διεθνείς εφημερίδες —δεν είναι απαραίτητο να το αγνοούμε αυτό, καλώς; ας μην το αγνοούμε λοιπόν—, γελοιογραφίες θα αφιερώνονται μόνο στην παραπαίουσα Ιταλία), ό,τι, λέω, και να γίνει, ακόμη και κάτι θετικό, η βρόμα, σαν κατράμι σε νύχια γέρου ναυτικού, δε θα φύγει. Ποτέ πια τώρα. [ 2 ] Ναι: πρέπει να ηττηθεί το έλλειμμα, πρέπει να ηττηθεί το υδροκέφαλο Δημόσιο, πρέπει να ηττηθεί η φτενή μας επιχειρηματικότητα, πρέπει να ηττηθεί η γλίσχρα εξαγωγική μας δυνατότητα, πρέπει να ηττηθεί η
πρέπει να έχεις πολύ χιούμορ για να μπορείς να αφεθείς στην απατηλή θάλπη της αγκαλιάς τους. (Εγώ είχα, και το ’χασα). Ο καθένας, προτείνω, ας κοιτάξει να δουλέψει και να δημιουργήσει και να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να σκεφτεί και να ψάξει, να συντηρεί και να ποτίζει τις απορίες του, να ερευνά και να αντιμάχεται τη μικρότητά του — κι ας αφήσει τα ταπεινά ή μεγάλα επιτεύγματα του άλλου: δεν υπάρχει κάτι που να μπορείς να μιμηθείς εδώ, υπάρχουν μόνο αίτια φθόνου. Και δεν περισσεύει πια χρόνος για τέτοια. Καλές οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες μέσα από τα αποκαΐδια: αλλά δεν είναι δικές μας. Πρέπει να στοχεύσουμε στις δικές μας «επιχειρηματικές» πρωτοβουλίες. [ 5 ] Δε χρειάζεται να μιλήσουμε για την ετυμολογία της λέξης «βρόμα». Αλλά, ναι: δε χωράει κανένα ωμέγα εντός της, όπως τη συνηθούν και γράφουν οι καλαμαράδες. Πρόκειται περί (εν μέρει συγγνωστής) παρανοήσεως, που ξεκινά από το γνωστό «εξέλθωμεν και ίδωμεν εν τοις τάφοις ότι γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία» των Μακαρισμών της Νεκρώσιμης Ακολουθίας. Βρώμα, λοιπόν, είναι η τροφή (εξ ου και το βρώσιμος κ.τ.σ.). Η βρόμα η δικιά μας δεν τρώγεται: η δυσώδης βρόμα του λαϊκισμού μάς τρώει. Μας καταπίνει. Και μας αναμασά. Κι όσο καθόμαστε και χαζογελάμε και δεν της αντεπιτιθέμεθα, ή αναλωνόμαστε σε ευφυολογήματα στα social media, τόσο ανοίγει η όρεξή της. Τόσο μεγαλώνει η αχορτασιά της. Τόσο θεριεύει ο κίνδυνος και τόσο πιο κοντά έρχεται το βέβαιο τέλος. — Κυριάκος Αθανασιάδης.