Περνάει ο στρατός: της Ελλάδος φρουρός. [ 1 ] Με σκιάζουν, με τρομάζουν οι σημαίες, όπως και όλα τα σύμβολα κυριαρχίας (πρωτολανσαρίστηκαν για να μπηχτούν σε κορυφές υψωμάτων ξένων φέουδων και μινιόν βασιλείων μετά από εφόδους με εφ’ όπλου λόγχη — εξ ου και ο ιστός: για να φαίνονται από μακριά και να σπέρνουν φρίκη), και με ενοχλούν μέχρις μυελού των οστέων οι παρελάσεις: της μαθητιώσας νεολαίας, των στρατευμένων νιάτων, των καραβανάδων, των αξιωματικών, των οπλικών συστημάτων, των τανκς και των πυραύλων και των γιαταγανιών. (Και η δική σου παρέλαση — κυρίως αυτή). Με τρομάζουν μέχρι βαθιά-βαθιά μέσα μου με την υπόσχεση της βίας των χυμένων σπλάχνων και των αποκομμένων μελών που υπαινίσσονται, με την ανοιχτή γκανγκστερική απειλή που εκπέμπουν, με τον φλύαρο τσαμπουκά τους —τσαμπουκά τού αμετανόητου βλάκα που δε δύναται να αντιληφθεί την επαίσχυντη ποταπότητά του: το μηδέν που φέρει—, με την έπαρση του επαγγελματία νάνου που βρομίζει την ατμόσφαιρα, του Κοντορεβιθούλη με τα σιρίτια και τις μπαλάσκες: του τζόκερ, του γελωτοποιού του βασιλιά, του μεσαιωνικού homunculus: του ανθρωπαρίου. Ανέκαθεν με τρομάζουν και με ενοχλούν οι παρελάσεις, αλλά πια το απώτατο χάλι τους —ο εσωτερικός τους μαρασμός, ο υπαρκτός τους σουρεαλισμός, όλη αυτή η ολέθρια, παρακμιακή αστειότητα που θυμίζει βιντεοκασέτα των αρχών της δεκαετίας τού ’80 με τον Ταμτάκο— ξεπερνά ακόμα και τις χουντικές φιέστες με τους Σπαρτιάτες και τις Μπουμπουλίνες στο Καλλιμάρμαρο.
ήταν απλωμένες στα πόδια μας. Μα δε μας νοιάξαν ποτέ. Κι αντί για μια χώρα συγκινημένων, είμαστε μια χώρα για λύπηση. Και όλα τα δάκρυα δεν είναι ίδια. Ποτέ δεν ήταν. [ 3 ] Παρά ταύτα, η ιερά Αγανάκτηση βρήκε τον προσφιλέστερο χώρο για να αναπτυχθεί: δεν εννοώ τη Μπιενάλε με το τόσο σέξι και τόσο εξοργιστικά κάκιστο σποτάκι της (που βλακωδώς λογοκρίθηκε), εννοώ τα γήπεδα. Επικροτώ την αυθόρμητη κίνηση των πολιτών-οπαδών, καθότι εκεί, στο κάγκελο, η συνθηματολογία του επηρμένου συρμού (με όλο τον αρχοντοχωριατισμό της) έχει πολύ πιο επίκαιρη και, κυρίως, πολύ πιο αρμόζουσα θέση. Της πάει. Εκεί ανήκε, άλλωστε, από μιας αρχής. Στο κάγκελο και στα οπαδικά πανιά. [ 4 ] …Δε μπορώ παρά να χαιρετίσω όλες τις ωραίες προσπάθειες που γίνονται για να εκφραστεί και να επικοινωνήσει τη στάση του και τις πολιτικές του ιδέες ο Φιλελεύθερος χώρος — εντέλει: το διόλου συμπαγές σώμα των πολιτών που έχουν στραμμένη την πλάτη στην ακηδία, στο φαραωνισμό, στη μικροπρέπεια της καθημερινότητας. (Μολονότι είναι νωρίς για να κριθεί οτιδήποτε — ακόμη και αν ο προγραμματικός του λόγος πού και πού φαίνεται κάπως πεπαλαιωμένος, ακόμα και αν κάποια πρόσωπα βαρύνονται από ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Ας μένει ο λόγος). Παρά ταύτα, προσωπικά θα τον ήθελα συσπειρωμένο και ενιαίο, για τον προφανέστερο των λόγων: για να εκπροσωπηθεί, άμποτε, στη Βουλή. Αλλά φοβούμαι πως δε θα γίνει κάτι τέτοιο πριν το οριστικό μας βούλιαγμα.
Βαθιά χρεοκοπημένη και ξοφλημένη, η παντελώς ανίσχυρη Ελλάδα κορδώνεται σαν τον περιφερόμενο φιγουρατζή του συνοικιακού γυμναστηρίου, με την κολάν βερμούδα και το αμάνικο μπλουζάκι, που άπαντες τον βλέπουν και δε μπορούν να κρατήσουν τα γέλια τους και την αποστροφή τους. Δαχτυλοδειχτούμενη, μίζερη, αφόρητα παλαιάς κοπής, σα γερασμένη ντίβα μπουλουκιού που μηρυκάζει την ξεφτισμένη της φήμη και τους παλιούς της εραστές παίζοντας με τα κρόσσια από το σάλι της και με το κραγιόν στραβοφορεμένο στο μουστάκι, φτιασιδώνεται δυο φορές το χρόνο και δανείζεται κι άλλα (κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα) για να επιδείξει τα γερμένα της υποβρύχια με τα στρεβλωμένα ομφαλοσκοπικά τους μη-περισκόπια, υποπροϊόντα της ημεδαπής μείζονος ανάγκης για μπαχτσίσι και φλουριά και επίδειξη και μπούχτισμα και ξιπασιά παρενδυτικού παγονιού. Όσο τίποτε άλλο περιμένω να σταματήσει η τρέλα των εξοπλισμών διά της πτωχεύσεως, και ας εισβάλει και το Δουκάτο του Φένγουικ στην έρημη χώρα μας, με τα φουσάτα του. Ομολογώ πως δε θα τους πολεμήσω. Αντιθέτως, θα τους υποδεχτώ ως απελευθερωτές. [ 2 ] Η εθνική υπερηφάνεια είναι το όπιο του ελληνικού λαού. (Ναι, το ξέρω: είναι προφανές και κλισέ: μόνο που τα κλισέ είναι αξιώματα, κι αυτή την προφανή αλήθεια τείνουμε να την ξεχνάμε). Και η εθνική κυριαρχία είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο. Κάτι που ποτέ δεν υπήρξε: ποτέ και σε κανένα επίπεδο. (Όχι ότι σημαίνει κάτι περισσότερο από μια σαπουνόφουσκα ο όρος, είναι απλώς αστείος). Και πολύ λυπάμαι, πολύ. Όλα θα μπορούσαν να είναι τόσο διαφορετικά — οι προϋποθέσεις υπήρχαν:
Ίσως σε κάποιο Παρίσι πάλι. (Ίσως). Από την άλλη, και μόλο που δε χωρούν πια ψήγματα αισιοδοξίας μέσα μας, είναι μεγάλη παρηγοριά να ακούγονται πολλές, περισσότερες φωνές ελευθερίας, δημιουργίας, ανάπτυξης, εκσυγχρονισμού, παραγωγικότητας και ευρωπαϊκής προοπτικής — ακόμα κι αν δεν είναι παρά μόνο λόγια: τουλάχιστον δεν είναι δημαγωγών. (Ίσως). [ 5 ] Απαίτηση από τον εαυτό μας: να μη χαϊδεύουμε το πιγουνάκι καμιάς ελίτ και καμιάς μάζας (κανενός «λαού»). Και, μιας και το σηκώνει η μέρα και η μόδα, μια προτροπή κι από μένα: πείτε «ΟΧΙ» (βροντερά ή ψιθυριστά, όπως εκφράζεται καλύτερα έκαστος, πάντως όχι μαζικά: ο καθένας το δικό του «ΟΧΙ») στη μιζέρια, στο παρελθόν, στους κακομούτσουνους, στους λογής κλέφτες και στους λογής κομισάριους των συνδικάτων — σε ό,τι συνιστά το ελληνικό κιτς. [ 6 ] (Τι ωραίο πράγμα τα «νέα» Μέσα. Έψαχνα μια φράση του Μπόρχες, δεν τη θυμόμουν κι όσο και να τη γκούγκλαρα δεν την έβρισκα, ώσπου ξάφνου είδα πως ήταν online ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο μεταφραστής του. Του το ζήτησα, κι έπειτα από λίγο, πολύ ευγενικά, μου την έγραψε: «Δε γράφω για μια μικρή ελίτ —που δεν την υπολογίζω— ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και υπερεγκωμιασμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις γενικότητες, τις τόσο προσφιλείς στους δημαγωγούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του χρόνου». Ω, τι φράση!) [ 7 ] (Πάντα με τρομάζει ώς μέσα στην καρδιά μου και η δική μου παρέλαση). — Κυριάκος Αθανασιάδης.