Τα σκυλάδικα της Θεσσαλονίκης υπήρξαν ανέκαθεν το καταφύγιο για τους ανθρώπους που ένιωθαν ότι βρίσκονται στο περιθώριο. Μακριά από τη γυαλιστερή εικόνα του συνηθισμένου lifestyle, αυτά τα μαγαζιά ήταν περισσότερο μια αντανάκλαση της πραγματικής ζωής. Εδώ, το παράπονο, η εκτόνωση, και ο σεξισμός δημιουργούσαν ένα ιδιότυπο παραμύθι, στο οποίο η Κοκκινοσκουφίτσα αντί να φοβάται τον λύκο, τον ερωτευόταν. Έτσι, η Θεσσαλονίκη έζησε μια έντονη, σχεδόν μυθική εποχή, όπου τα σκυλάδικα αποτελούσαν το κέντρο ενός κόσμου γεμάτου ένταση, πάθος, και κινδύνους.
Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν επαρχία, αλλά τα σκυλάδικα ήταν το “ναρκωτικό” που ένωνε έντονα τους κόσμους αυτούς. Αν και η λαμπερή πίστα φάνταζε θελκτική, η πόλη πάντα επέστρεφε στα γνήσια, αυθεντικά σκυλάδικα. Εδώ, τα πράγματα ήταν ακατέργαστα, φτηνά, αλλά αυθεντικά, με μια αίσθηση αμαρτίας και πάθους να επικρατεί.
Η χρυσή δεκαετία του ’80
Στη δεκαετία του ’80, τα σκυλάδικα ήταν η “λέσχη” των σκληρών ανδρών. Ανοιχτά μετά τα μεσάνυχτα, αυτά τα μαγαζιά ενώναν το λούμπεν στοιχείο της Θεσσαλονίκης. Εκεί στήνονταν συμφωνίες, γίνονταν χοροί, και συχνά ξέσπούσαν καβγάδες. Για μια γυναίκα να πατήσει το πόδι της εκεί ήταν σαν να εισέρχεται στο άντρο του ΠΑΟΚ φωνάζοντας “Ζήτω ο Άρης”. Ο κίνδυνος ήταν εμφανής.
Κάποτε λένε, μια Σαλονικιά μπήκε αποφασιστικά στο Μιρελέν με πέντε άντρες φίλους της. Η πρόκληση ήταν μεγάλη, καθώς αποφάσισε να χορέψει μια ζεϊμπεκιά χωρίς να έχει προηγηθεί παραγγελιά. Όλοι πάγωσαν, αλλά εκείνη συνέχισε. Κατάφερε να επιβάλει την παρουσία της, αν και οι φίλοι της έσπευσαν να τη φυγαδεύσουν από το μαγαζί.
Γενικά, οι γυναίκες σε αυτά τα μαγαζιά δεν ήταν εκεί συχνά. Αν όμως κάποια εμφανιζόταν με πιο έντονη παρουσία, ο ανταγωνισμός για την προσοχή της ήταν αδυσώπητος, συχνά οδηγώντας σε καυγάδες και τραυματισμούς.
Οι καλοί και οι κακοί πελάτες
Η μαγκιά στα σκυλάδικα σήμαινε ότι φερνόσουν με κιμπαριλίκι, έκανες τις παραγγελιές σου χωρίς να προκαλείς προβλήματα, και ήξερες πότε να σταματήσεις. Οι πονηροί πελάτες που δεν πλήρωναν ήταν γρήγορα αποκλεισμένοι, καθώς οι σερβιτόροι και οι μπράβοι αναλάμβαναν να τους διώξουν με βία. Το μέρος είχε συχνά την οσμή των ρώσικων οιστρογόνων και του καταπιεσμένου μεσήλικα αγρότη που ψάχνει εναγωνίως, ν’ ακουμπήσει κάπου το εφάπαξ των γηρατειών του.
Για την σεξουαλική εξυπηρέτηση των αρσενικών της δεκαετίας του 80 υπήρχε το μπαρ «Αμπάσατορ» -πέρα από το Δερβένι ,κοντά στη περιοχή της Λιτής-με τις περιβόητες Σαντοαμερικάνες. Έτσι έλεγαν τις γυναίκες από τον Αγιο Δομίνικο που εξυπηρέτησαν το θεσμό της σεξουαλικής δουλείας πολύ πριν τις Ρωσίδες.
Γνωστοί δικηγόροι και γιατροί της πόλης επισκέπτονταν κρυφά τα σκυλάδικα, συμμετέχοντας σε αυτή την ιδιότυπη τελετουργία. Τα μαγαζιά αυτά αποτελούσαν επίσης χώρους για ιδιωτικές συναυλίες από καλλιτέχνες της εποχής, σε κλειστά κυκλώματα πελατών.
Παρά τη σκληρή τους φύση, αυτοί οι άνδρες είχαν μια απρόσμενη ευαισθησία όταν ερωτεύονταν. Αν και ζούσαν σε ένα κόσμο βίας και απειλών, υπήρχε κάτι ιπποτικό στον τρόπο που φέρονταν στις γυναίκες που τους γοήτευαν.
Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’80 έως τις αρχές του 2000, η Θεσσαλονίκη είχε έναν θρυλικό και αμφιλεγόμενο χαρακτήρα στη νυχτερινή ζωή. Οι ιστορίες λέγανε πως ήταν ένας τύπος που, με το παρατσούκλι «ο κοντός», απέκτησε φήμη ως κυρίαρχος των σκιερών δραστηριοτήτων της πόλης. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον έβλεπαν με δέος, ακόμα και μεταξύ των πιο σκληροπυρηνικών διανοουμένων της νύχτας. Οι ιστορίες λένε πως, όταν προσπαθούσε να επιβληθεί στον χώρο, η παρουσία του ήταν αρκετή για να αναστατώσει κάθε μαγαζί. Οι εργαζόμενοι, λέγεται, έτρεχαν να εξαφανιστούν στη θέα του, καθώς φήμες οργίαζαν ότι δεν χρειαζόταν πολλά λόγια – μια κίνηση και το μαγαζί γινόταν δικό του. Κάποτε, φαινόταν ότι όλη η νυχτερινή σκηνή της Θεσσαλονίκης του ανήκε…