HomeCinemaΕξώστης ΘAgency, Ατομικισμός & Vigilantism στο The Stranger...

Agency, Ατομικισμός & Vigilantism στο The Stranger του Orson Welles

Η ταινία
The Stranger (1946) σε σκηνοθεσία Orson Welles βασίστηκε σε ιστορία του Victor Trivas και της Decla Dunning και διασκευάστηκε σε σενάριο από τον ίδιο, καθώς επίσης και από τους Anthony Veiller και John Huston. Η ταινία κινηματογραφήθηκε το φθινόπωρο του 1945 και προβλήθηκε την άνοιξη του 1946, δηλαδή μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αξίζει να σημειωθεί πως το φιλμ δεν φέρει τη χαρακτηριστική σφραγίδα του Welles-δημιουργού. Ο ίδιος σε συνέντευξή του δηλώνει: «Όχι, αυτή η ταινία δεν είχε απολύτως κανένα ενδιαφέρον για εμένα. Ωστόσο, δεν την έκανα με εντελώς κυνική διάθεση, δεν προσπάθησα σκόπιμα να την καταστρέψω, το αντίθετο. Προσπάθησα να την κάνω όσο πιο καλή μπορούσα, αλλά είναι μία από τις ταινίες μου που είμαι λιγότερο ο δημιουργός». Ο Charles Higham υποστηρίζει ότι η αξία της ταινίας είναι εσωτερική και προσθέτει ότι, ενώ δραματικά το φιλμ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, όσον αφορά την κινηματογράφησή του είναι συμβατικό.

Η ταινία αφορά την προσπάθεια της Επιτροπής Εγκλημάτων Πολέμου να ανακαλύψει και να αιχμαλωτίσει τον άνθρωπο που συνέλαβε την ιδέα του Ολοκαυτώματος. Ήδη από αυτήν την κεντρική πλοκή τίθενται στο επίκεντρο δύο πολύ ισχυρές αντιθετικές δυνάμεις: ο ναζισμός, ο οποίος εκπροσωπείται από τον ίδιο τον εγκέφαλο του Ολοκαυτώματος και από την άλλη, το επίσημο νομοθετικό και δικαστικό σύστημα, που εκπροσωπείται από έναν ερευνητήτης Επιτροπής. Σύμφωνα με τη Jennifer L. Barker, τα στοιχεία του μυστηρίου και του μελοδράματος που συνυπάρχουν στο φιλμ παρέχουν μία καλή βάση για την εξέταση της αμερικανικής ευθύνης στον πόλεμο και ειδικά, σε ατομικό επίπεδο. Σε αυτό το σημείο, συντελείται ένα πρώτο βήμα προσέγγισης της θεματικής που απασχολεί το παρόν ερευνητικό δοκίμιο.

Ένας ερευνητής από την Επιτροπή Εγκλημάτων Πολέμου (War Crimes Commission), ο κύριος Wilson (Edward G. Robinson) αναζητά τον ναζί εγκληματία Franz Kindler (Orson Welles). O Kindler είναι το μυαλό που συνέλαβε την ιδέα του Ολοκαυτώματος και την έθεσε σε εφαρμογή. Παρά τον καταλυτικό του ρόλο στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κατόρθωσε να κρύψει αποτελεσματικά την ταυτότητά του και διέφυγε στην Αμερική. Ο Wilson, προκειμένου να τον εντοπίσει, απελευθερώνει έναν πρώην συνεργάτη του Kindler, τον Meinike (Konstantin Shayne), ο οποίος τον οδηγεί στο Harper του Connecticut. Εκεί ο Kindler κρύβεται πίσω από ένα πλαστό προσωπείο που ο ίδιος έχει δημιουργήσει. Έχει αλλάξει το όνομα του σε Charles Rankin, εργάζεται ως καθηγητής κι έχει παντρευτεί την κόρη του δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου (Philip Merivale), τη Mary Longstreet (Loretta Young).

Σύμφωνα με τον Mike Chopra-Gant, τα πρώιμα μεταπολεμικά χρόνια στην Αμερική, δηλαδή το ιστορικό πλαίσιο κατασκευής της ταινίας, χαρακτηρίζονταν από αντιφατικά διανοητικά, κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα και επισημαίνεται ότι η πιο πιθανή έγκυρη εικόνα του κλίματος που επικρατούσε είναι μία κουλτούρα που χαρακτηρίζεται όχι από ομοφωνία, αλλά από μία άστατη ανάμειξη αντιθετικών συναισθημάτων. Ένας τρόπος αντίληψης αυτής της συγκρουόμενης δυναμικής της μεταπολεμικής Αμερικής είναι η ιδεολογική διένεξη ανάμεσα στην επίσημη εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας, που διατηρούσε μια αισιόδοξη στάση για πολιτικούς λόγους και στην ανεπίσημη αντιθετική αντίληψη των διανοούμενων και των καλλιτεχνών που διατηρούσαν μια περισσότερο επικριτική στάση απέναντι στην κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική μεταπολεμική κοινωνία των Η.Π.Α.
Ο Welles, αποτελούσε μέλος της τελευταίας κατηγορίας, καθώς μέσα από το σκοτεινό δραματικό noir θρίλερ του ασκούσε κριτική στο πώς η αμερικανική κοινωνία εθελοτυφλούσε απέναντι στο έγκλημα του ναζισμού. Το The Stranger αποτελεί την πρώτη μυθοπλαστική ταινία του Hollywood που περιέχει υλικό newsreel από στρατόπεδα συγκέντρωσης, μία επιλογή που, σύμφωνα με την Barker, λειτουργεί ως παιδαγωγική τακτική του αμερικανικού κοινού, μια ώθηση, ώστε το κοινό της Αμερικής να αποκτήσει ενεργή στάση απέναντι στον φασισμό. Παράλληλα, ο Richard Maltby υποστηρίζει ότι η βία, ο κυνισμός, ο πεσιμισμός και η παράνοια που χαρακτηρίζει τα film noir λειτουργεί ως αντανάκλαση ή καλύτερα άρθρωση της πολιτισμικής και κοινωνικής διάθεσης της μεταπολεμικής Αμερικής.

Παράλληλα, ο Thomas Schatz υποστηρίζει ότι το οπτικά σκοτεινό στιλ του film noir αντανακλούσε «βαθμιαία όλο και πιο σκοτεινές πολιτισμικές συμπεριφορές κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο». Επίσης, σε μεταγενέστερο βιβλίο του προσθέτει ότι το film noir αποτελούσε τη βάση μιας σημαντικά στυλιζαρισμένης μεταχείρισης τότε σύγχρονων κοινωνικών και ανθρώπινων συνθηκών. Επομένως, η ειδολογική επιλογή του noir δεν είναι τυχαία, αλλά ενσωματώνεται ομαλά στην ιστορική και κινηματογραφική πραγματικότητα της εποχής.

Το φιλμ θέτει στο επίκεντρο την προσπάθεια ανακάλυψης και τιμωρίας των φορέων του ναζισμού που χρησιμοποιούν την αμερικανική κοινωνία ως πεδίο απόκρυψης την πραγματικής τους ταυτότητας. Αυτή τη βαρύτατη ευθύνη φέρει στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης ένας και μόνο ερευνητής δρώντας ατομικά. Το φιλμ, προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του, εστιάζει στη σημασία της ατομικής ευθύνης με έναν τρόπο υπερβολικό.

Δεδομένου ότι ο Wilson αναλαμβάνει υπό το βάρος της προσωπικής ευθύνης την ανακάλυψη του εγκληματία Kindler, θα επεκταθούμε στους όρους του agency και του ατομικισμού, όπως εκφράζονται από τη δράση του. Επίσης, θα αναλύσουμε εάν και με ποιον τρόπο αυτές οι έννοιες εντοπίζονται και στη δράση άλλων χαρακτήρων στην αφήγηση, ενώ παράλληλα θα επεκταθούμε στον όρο του vigilantism και στο ποιοι/ποιες ήρωες/ηρωίδες λειτουργούν ως φορείς του.

Ήδη από τις πρώτες αδρές γραμμές της αφήγησης καθίσταται εμφανής η επιθυμία να καταλογιστούν ευθύνες, όχι μόνο για εγκλήματα πολέμου, αλλά για την ίδια τη σύλληψη και εφαρμογή της ιδέας του Ολοκαυτώματος, καθώς επίσης και μία βαθιά επιθυμία για επιβολή ποινής. Το κείμενο μεταβάλλει δραματικά την ευθύνη για απόδοση δικαιοσύνης από το επίσημο σύστημα του νόμου, δηλαδή τις Δίκες της Νυρεμβέργης, στην ιδιωτική σφαίρα.
Η ατομική ευθύνη απέναντι στα εγκλήματα πολέμου των Ναζί φανερώνεται δυναμικά από την αρχή της αφήγησης, όταν ο Wilson αποφασίζει να απελευθερώσει τον Meinike με τη λογική ότι ο τελευταίος θα τον οδηγήσει στον Kindler. Μια επιλογή σαφώς ριψοκίνδυνη, που αφορμάται αποκλειστικά από την αποφασιστικότητα και την εξουσία ενός ατόμου, του Wilson. Απέναντι στις αντιρρήσεις που εκφράζονται λογικά από τους συνεργάτες του και την ανησυχία τους για τις ατιμωτικές συνέπειες που μπορεί να ακολουθήσουν ένα τόσο ακραίο σχέδιο δράσης, ο Wilson δηλώνει σθεναρά πως οι φόβοι των συναδέλφων του περί επιπτώσεων δεν ωφελούν σε αυτή την περίπτωση. «Αυτή η αισχρότητα πρέπει να καταστραφεί!» ανακοινώνει αποφασιστικά κρίνοντας πως η ιδέα του αποτελεί το πιο αποτελεσματικό σχέδιο δράσης. Η φράση του: «Αν αποτύχω, εγώ είμαι υπεύθυνος!» συμπυκνώνει την ιδέα περί ανάληψης της ευθύνης για τον εντοπισμό και την αιχμαλωσία του ενόχου. Εξαρχής, το φιλμ δηλώνει την αντί-φασιστική, μελοδραματική και ατομικιστική του διάσταση.

Ο Wilson δρα ατομικά και ασύμμετρα σε σχέση με το περιβάλλον του, αφού παίρνει μια απόφαση αντίθετη με την επιθυμία των συνεργατών του, για να επιτύχει έναν συγκεκριμένο απώτερο σκοπό. Αυτή η παραδοχή οδηγεί σε τρεις διαφορετικές αλληλοσυνδεόμενες πτυχές της έννοιας της δράσης (agency), την Ατομικότητα (Individuality), την Ασυμμετρία Αλληλεπίδρασης (Interaction Asymmetry) και τέλος, την Κανονιστικότητα (Normativity). Οι έννοιες αυτές επεξηγούνται αντιστοίχως με τον εξής τρόπο: «προκειμένου ένα σύστημα να είναι δρών (agent) πρέπει να υπάρχει μια διαφοροποίηση του συστήματος από το περιβάλλον του. Αυτό θα το ονομάσουμε κατάσταση ατομικότητας». Έπειτα, «agent είναι το σύστημα που αντιτίθεται σε άλλες φυσικές οντότητες» και τέλος, στην περίπτωση του agency προϋποθέτουμε ότι η αλληλεπίδραση δεν είναι τυχαία ή αυθαίρετη, αλλά οι agents έχουν στόχους ή νόρμες σύμφωνα με τα οποία δρουν.

Στο φιλμικό κείμενο, ο Wilson με την απόφαση και τη δράση του να κυνηγήσει μόνος του τον Kindler υπακούει στις τρεις πτυχές του agency. Αρχικά, εφαρμόζει το σχέδιο δράσης που θεωρεί καταλληλότερο για τον εντοπισμό του ενόχου και απελευθερώνει τον Meinike, ο οποίος τον οδηγεί στην επαρχιακή πόλη. Ο Wilson μόνος του, χωρίς καμία στήριξη από την Επιτροπή Εγκλημάτων Πολέμου, ακολουθεί τον πρώην κρατούμενο στο Harper της Αμερικής θέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό του. Προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του και να έρθει όσο πιο κοντά γίνεται στον κύριο ύποπτο αλλάζει την ταυτότητά του και παρουσιάζεται ως αγοραστής αντικών. Αυτή η επιλογή επαγγελματικής ιδιότητας τον φέρνει πιο κοντά στον δικαστή Longstreet και κατά συνέπεια, στην κόρη του και τον σύζυγό της Rankin/Kindler. Ο τελευταίος κατορθώνει με ένα εχθρικό λογύδριο κατά των Γερμανών
να πείσει τον Wilson ότι είναι υπεράνω υποψίας. Ωστόσο, η πρότασή του ότι ο φιλόσοφος Karl Marx ήταν Εβραίος και όχι Γερμανός οδηγεί τελικώς τον ερευνητή στο συμπέρασμα ότι μόνο ένας ναζιστής θα αφαιρούσε από τον Marx τη γερμανική του εθνικότητα. Τότε ο Wilson στρέφεται πρώτη φορά σε κάποιον άλλον ήρωα για βοήθεια, στον αδερφό της Mary, τον Noah (Richard Long), ο οποίος, όμως, δεν παίρνει κάποια πρωτοβουλία, αλλά λειτουργεί βοηθητικά στο όλο σχέδιο του ερευνητή, χωρίς να αναλαμβάνει σε καμία περίπτωση τον ρόλο του agent. Ενώ, λοιπόν, ανακαλύπτεται το πτώμα του Meinike στο δάσος, η μόνη που μπορεί να αποκαλύψει την αληθινή ταυτότητα του Kindler, δεν είναι άλλη από τη σύζυγό του, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να πιστοποιήσει ότι ο Meinike πέρασε από το σπίτι της, καθώς αναζητούσε τον σύζυγό της.

Ως εδώ καθίσταται εμφανές ότι ως κύριος φορέας δράσης καθίσταται Wilson. Αυτός είναι ο ήρωας που συλλαμβάνει το παράτολμο σχέδιο, το θέτει σε εφαρμογή, ακολουθεί μόνος του τον εγκληματία πολέμου και τελικώς, αποκαλύπτει ποιος κρύβεται πίσω από το πλαστό προσωπείο του καθηγητή Rankin. Δρα ατομικά, ασύμμετρα σε σχέση με το περιβάλλον του και με έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Ωστόσο, συντελείται μια σημαντική μετατόπιση του βάρους της ατομικής του ευθύνης προς τη Mary.

Αν και ο Wilson ισχυρίζεται ότι αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη αναφορικά με τη μοίρα του Kindler και του Meinike, σύντομα αναθέτει αυτή την υποχρέωση στη Mary Longstreet Rankin. Η Mary λειτουργεί ως ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου στην ταινία, το πρόσωπο στο οποίο συντελείται ο αγώνας της πόλης (και της Αμερικής) για κάθαρση. Η κεντρικότητα της Mary κατά τη διαδικασία απόδοσης δικαιοσύνης είναι σημαντικά απίθανη στο πλαίσιο της λογικής ανάπτυξης της πλοκής, αλλά έχει νόημα, όταν αντιμετωπίζεται υπό το φως της συμβολικής της κατάστασης ως τυπικής Αμερικανίδας […]. Είναι η εκδήλωση της κατάφορτης σύνδεσης που έχει συντελεστεί ανάμεσα στο έθνος και τη γυναίκα ατομικά ως υπαίτια των καταστροφών του πολέμου, επειδή «κοιμάται με τον εχθρό». Στην περίπτωση της Mary, αυτή εισέρχεται στην κατηγορία (αυτών των γυναικών) όντας αθώα, αλλά παρ' όλα αυτά αντιμετωπίζεται ως προδότης που πρέπει να πληρώσει για το λάθος της με το να γίνει, το μόνο άτομο «σε ολόκληρο τον κόσμο… που μπορεί να αναγνωρίσει τον Franz Kindler.» Κατά κάποιον τρόπο, απαλλάσσεται (της ενοχής) από τονWilson και τον πατέρα της που ισχυρίζονται πως θα αθωωθεί, αν προδώσει τον σύζυγό της.

Συνεπώς, η ευθύνη τώρα βαραίνει τη Mary, που υποχρεούται να δει πέρα από τη συζυγική αγάπη και να αποκαλύψει την αληθινή ταυτότητα του Rankin/Kindler. Αυτός, αρχικά, προσπαθεί να την εξαπατήσει δημιουργώντας ψευδείς ιστορίες που δικαιολογούν τις πράξεις του, αλλά η Mary, μετά την προβολή των newsreels από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και αφού έρχονται και άλλες αποδείξεις στο φως, πείθεται ολοκληρωτικά για την ενοχή του συζύγου της. Παρά την ατομική της συνεισφορά στην αποκάλυψη του ενόχου, η Mary δεν μπορεί να θεωρηθεί αμέσως agent για τον βασικό λόγο ότι υπακούει στις υποδείξεις του περιβάλλοντός της. Στην αρχή, αρνείται πεισματικά να δεχτεί τη σύνδεση του συζύγου της με το Ολοκαύτωμα και πείθεται από τις δικαιολογίες του για τις ακραίες του πράξεις. Επομένως, η εξαπατημένη ηρωίδα δεν δρα ατομικά, αλλά ούτε και ασύμμετρα σε σχέση με το περιβάλλον της. Ωστόσο, τη στιγμή που πείθεται απόλυτα για την ενοχή του άνδρα, δεν εξυπηρετεί την επιθυμία του Wilson και του πατέρα της για την αποκάλυψη του ναζιστή εγκληματία για τον απλό λόγο ότι, μέσα στην έξαψη της επιβεβαίωσης της αληθινής ταυτότητας του συζύγου της, του ζητάει να τη σκοτώσει και εν συνεχεία, πηγαίνει στο τελευταίο του καταφύγιο, για να τον εκδικηθεί για την εξαπάτηση που υπέστη εξαιτίας του.

Επομένως, η Mary δρα αυτοβούλως, όταν προβαίνει σε μία πράξη που αντιτίθεται πασιφανώς και με την επιθυμία του Kindler και με την επιθυμία του πατέρα της και του ερευνητή, καθώς θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και την αποτελεσματική σύλληψη του κακοποιού. Με αυτή τη δράση της, η ηρωίδα αναλαμβάνει τον ρόλο της δρώσης (agent).

Μια έννοια-κλειδί που συνδέεται με τον όρο του agency είναι ο ατομικισμός, ο οποίος δύσκολα ορίζεται με απόλυτη ακρίβεια, καθώς διαφοροποιείται ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται. Σύμφωνα με τον Max Weber, ο ατομικισμός αγκαλιάζει την ύψιστη ετερογένεια νοημάτων, ενώ ο Steven Lukes προσθέτει ότι «o'Ατομικισμός' ακόμα χρησιμοποιείται με πάρα πολλούς τρόπους, σε πολλά πλαίσια, και με μία εξαιρετική απουσία ακρίβειας».

Ένας ορισμός περισσότερο σύγχρονος και συγκεκριμένος είναι εκείνος του Nathaniel Branden, σύμφωνα με τον οποίο, ο ατομικισμός είναι ταυτόχρονα μία ηθική-ψυχολογική, όπως επίσης, και μία ηθική-πολιτική έννοια, καθώς στηρίζει την κυριαρχία των ατομικών δικαιωμάτων, την αξία ότι ο άνθρωπος αποτελεί από μόνος του ολότητα. Ως ηθική-ψυχολογική έννοια, ο ατομικισμός πρεσβεύει ότι ο άνθρωπος πρέπει να σκέφτεται και να κρίνει ανεξάρτητα, καθώς σέβεται περισσότερο από όλα την κυριαρχία του δικού του ή δικού της τρόπου σκέψης, για αυτόν τον λόγο συνδέεται άρρηκτα με την έννοια της αυτονομίας.

Καθίσταται εμφανές ότι η αμφιλεγόμενη απόφαση του Wilson να απελευθερώσει έναν πρώην κρατούμενο, για να εντοπίσει κάποιον ακόμη πιο επικίνδυνο εγκληματία ανταποκρίνεται πλήρως στην ηθική-ψυχολογική ερμηνεία του Branden. Ο Wilson αμφισβητεί το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, μολονότι στην ουσία αποτελεί μοχλό του, και αντίθετα με τις απόψεις των συνεργατών του και την επίσημη δικαστική και νομοθετική εξουσία επιτελεί αυτό που ο ίδιος θεωρεί αποτελεσματικό για τη σύλληψη του ενόχου. Τοποθετεί τον δικό του τρόπο σκέψης, τη διανοητική του ικανότητα ως την ύψιστη και απόλυτη αξία, όταν αγνοεί επιδεικτικά τόσο την άποψη των συναδέλφων του όσο και την επίσημη νομοθετική εξουσία. Εν αντιθέσει με τον εγωισμό, όπως ορίζεται από τον Alexis de Tocqueville, δηλαδή ως «παθιασμένη και μεγεθυμένη αγάπη του εαυτού που ωθεί το άτομο να συσχετίζει τα πάντα αποκλειστικά με τον εαυτό του και να προτιμάει τον εαυτό του έναντι όλων», ο ατομικισμός του Wilson προφασίζεται πως έχει ως στόχο το ευρύτερο καλό, την αποτελεσματικότητα της σύλληψης του υπαίτιου του Ολοκαυτώματος.

Η τελική σκηνή κατά την οποία ο Kindler, αφού έχει αποκαλυφθεί η αληθινή του ταυτότητα, αιχμαλωτίζεται στον πύργο του ρολογιού, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση ανάμεσα στη μονάδα (Kindler) και στο σύνολο (όχλος). Οι κάτοικοι της μικρής κοινότητας του Harper έχουν συγκεντρωθεί γύρω από τον πύργο, για να αποθαρρύνουν τον εγκληματία να διαφύγει. Αυτή η αντίστιξη της δύναμης του ενός εν αντιθέσει με την ισχύ του συνόλου οδηγεί σε μία έννοια που συχνά θεωρείται ότι αντιτίθεται του Ατομικισμού, στον Κολεκτιβισμό. Όπως αναφέρεται από τους Urmila και S.K. Sharma, ο κολεκτιβισμός είναι η έννοια που ορίζεται ως αντίθετη του ατομικισμού. Σύμφωνα με τον Harris C. Triandis, ο ατομικισμός εναντίον του κολεκτιβισμού αναφέρεται σε μία ευρεία κατηγορία χαρακτηριστικών με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στην ιδιότητα του μέλους σε ομάδα και στους ατομικούς εναντίον των συλλογικών στόχων.

Ο Triandis ισχυρίζεται στον συλλογισμό του ότι το συστατικό στοιχείο-κλειδί για τον ατομικισμό και τον κολεκτιβισμό είναι η υποταγή των ατομικών στόχων στους κολεκτιβιστικούς στόχους.
Εντούτοις, στην περίπτωση του Wilson ο ατομικός στόχος της αιχμαλωσίας του ενόχου καταλήγει να αποτελεί και την επιθυμία του συνόλου, των μέχρι πρότινος αδαών κατοίκων του Harper. Η συγκέντρωση των πολιτών γύρω από το τελευταίο καταφύγιο του ναζιστή εγκληματία επιτελεί τον ρόλο ενός δημόσιου δικαστηρίου, το οποίο μάλλον αποδέχεται παρά επιβάλλει την τελική τιμωρία, καθώς παρακολουθεί τον Kindler να οδηγείται σε μία μοιραία πτώση από τον πύργο.

Σύμφωνα με τον Kirk Ludwig, η κολεκτιβιστική δράση που έχει έναν απώτερο σκοπό αποτελεί την πιο θεμελιώδη μορφή κοινωνικής πραγματικότητας.
Στην τελική σκηνή απόδοσης δικαιοσύνης η δράση του μεμονωμένου ατόμου, δηλαδή του Wilson, οδηγεί στη δράση του συνόλου ή με άλλα λόγια, o individual agent Wilson ενεργοποιεί τη δράση των collective agents, δηλαδή των πολιτών της κοινότητας του Harper.

Οι έννοιες της απόδοσης δικαιοσύνης σε ατομικό, αλλά και κολεκτιβιστικό επίπεδο χωρίς τη συμμετοχή της επίσημης εξουσίας και κατ' επέκταση, της κυβέρνησης οδηγεί στον όρο του vigilantism που συσχετίζεται τόσο με τον agent Wilson όσο και με το σύνολο των πολιτών του Harper. Ως vigilante ορίζεται ο «αυτό-καθορισμένος πράττων δικαιοσύνης», αυτός/αυτή που παίρνει τον νόμο στα χέρια του/της. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η αντίληψη περί απόδοσης δικαιοσύνης του vigilante είναι υποκειμενική, είναι η άποψη ενός ανθρώπου όχι μόνο για το ποιος/ποια είναι ένοχος/ένοχη, αλλά και για το ποια είναι η κατάλληλη τιμωρία, ανεξάρτητα από το πόσο σοβαρή μπορεί να είναι.
Με βάση την παραπάνω διασαφήνιση της έννοιας, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι στην ταινία τον ρόλο του vigilante αναλαμβάνει πρωτίστως, όχι ο Wilson, όπως ίσως θα ήταν αναμενόμενο, αλλά η Mary, όταν υποκινούμενη από προσωπικά κίνητρα, δρα ως agent και πηγαίνει να σκοτώσει τον σύζυγό της. Μάλιστα, όταν ο Kindler απειλεί πως θα τη σκοτώσει κατά την προσωπική τους σύγκρουση, η Mary απαντά πως δεν την ενδιαφέρει ο δικός της θάνατος, αρκεί να πάρει και τον ίδιο μαζί της. Ο Wilson δεν φέρεται πουθενά να θέλει να επιβάλλει την τιμωρία που ο ίδιος κρίνει ότι αρμόζει στον εγκληματία, αλλά λαμβάνει επιθετική στάση και τον πυροβολεί μόνο, όταν ο Kindler επιχειρεί να ξεφύγει. Ενδιαφέρον προκαλεί ότι τελικά ούτε η σύζυγός του ούτε ο ερευνητής τού δίνουν το τελειωτικό χτύπημα, αλλά ο εγκληματίας οδηγείται μόνος του στον θάνατό του. Τελικά, ο όχλος γίνεται μάρτυρας της μοιραίας πτώσης του από τον πύργο του ρολογιού.

Ένα αριθμός συγγραφέων παρατήρησαν ότι η έννοια του vigilante είναι βαθιά ριζωμένη στην αμερικανική κοινωνία ειδικά στον Νότο και τη Δύση κατά τον 19
ο αιώνα […] Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο John Cawelti πολλές από αυτές τις ιστορικές vigilanteπαραδόσεις ήταν «ένα συγκεντρωτικό φαινόμενο, το αποτέλεσμα της δράσης του όχλου ή οργανισμών όπως η Klan ή οι ψευδό-νόμιμες επιτροπές vigilante κάποιων πρώιμων δυτικών κοινωνιών». Έτσι, αυτές αποτελούσαν «τόσο την έκφραση φυλετικών ή κοινωνικών προκαταλήψεων όσο ήταν αντίθετες της εγκληματικής βίας». Ο Richard Kazis αναφέρει πως «από το 1882 έως το 1951, 4.700 Αμερικανοί σκοτώθηκαν από ανοργάνωτους όχλους λιντσαρίσματος».

Σε αυτήν την περίπτωση, ο όχλος δεν λειτουργεί τόσο ενεργά με την έννοια της άμεσης εκτέλεσης του Kindler. Ο τελευταίος, υπό την απειλή της αιχμαλωσίας του, αποφασίζει να κάνει μια παράτολμη τελευταία προσπάθεια να διαφύγει, όταν ο Wilson δεν πείθεται από την αδύναμη απολογία του. Μέσα στον πύργο συντελείται ένα είδος δίκης με τον ερευνητή να απαγγέλει τις κατηγορίες, τη Mary να θέλει να εκδικηθεί τον διπρόσωπο σύζυγό της και τον Kindler να απολογείται αδύναμα και τελικά, να εξωθείται μόνος του στον θάνατό του. Ο αμετανόητος εγκληματίας τραυματίζεται θανάσιμα από το ξίφος του αγγέλου που κοσμεί το ρολόι του πύργου και, καθώς χάνει την ισορροπία του, οδηγείται σε μία μοιραία πτώση υπό το βλέμμα των πολιτών της μικρής κοινότητας. Οι κάτοικοι του Harper παρακολουθούν το γεγονός περισσότερο με φρίκη, αφού την πτώση του εγκληματία συνοδεύουν ουρλιαχτά τρόμου, παρά με εκδικητική διάθεση. Μπορεί η παρουσία του όχλου να παρουσιάζεται ως υψίστης σημασίας για την αποτροπή διαφυγής του Kindler, αλλά στην πραγματικότητα, το σύνολο των πολιτών απλά παρατηρεί τα τεκταινόμενα και συμβάλλει έμμεσα μόνο στην τελική απόδοση δικαιοσύνης.

Η παράδοση του vigilante ταιριάζει με την εύρεση υποστήριξης για τον εκτελεστή/δήμιο, χωρίς να εκφράζεται ανησυχία για την κυβερνητική υπέρβαση. Ο vigilante εκφράζει εκ φύσεως υποψίες απέναντι στην κυβέρνησή του και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο οι vigilantes είναι πρόθυμοι να διεκδικήσουν χωρίς δικαίωση την εξουσία να τιμωρήσουν το έγκλημα σε κοινοτικές ομάδες. Όσο αυτή η παράδοση είναι ο έμψυχος συμβολισμός της θανατικής καταδίκης, ο εκτελεστής/δήμιος αντιμετωπίζεται ως agent της κοινότητας παρά της κυβέρνησης.

Πράγματι, αν δεχτούμε ότι ο Wilson αναλαμβάνει τον ρόλο του εκτελεστή/δήμιου μπορούμε πολύ πιο εύκολα να υποστηρίξουμε ότι λειτουργεί ως agent που αντιπροσωπεύει την κοινότητα παρά ως agent- φορέας κυβερνητικής εξουσίας. Αυτό οφείλεται στο ότι, με την απόφασή του να ακολουθήσει ένα προσωπικό σχέδιο δράσης για την αποκάλυψη και αιχμαλωσία του εγκληματία, αμέσως διαχωρίζει τη θέση του από το επίσημο σύστημα εξουσίας. Το ότι τελικά ο Kindler δεν δικάζεται σύμφωνα με τις επιταγές της επίσημης δικαστικής εξουσίας, αλλά οδηγείται στον θάνατό του μέσα από μία ανεπίσημη δίκη και ετυμηγορία επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι ο πρώην φορέας κυβερνητικής εξουσίας Wilson δρα, καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ως agent της κοινότητας, χωρίς, ωστόσο, να αναλαμβάνει άμεσα τον ρόλο του vigilante.

Η παράλληλη ανάπτυξη του vigilantism με τον νόμο του «λιντσαρίσματος», συνήθως, συσχετίζει τις δύο έννοιες και δημιουργεί σύγχυση στην ορολογία· γεγονός που ενισχύεται από το ότι και οι δύο όροι αναφέρονται σε συλλογικές δραστηριότητες της κοινότητας. Ωστόσο, το λιντσάρισμα ήταν μια συνήθης πρακτική πολλά χρόνια πριν την πρώτη διαπιστωμένη αναφορά στο vigilantism το 1766.
Το θανατηφόρο λιντσάρισμα ήταν ο εσκεμμένος φόνος από έναν όχλο με έναν κοινό σκοπό και αφού είχε στοχοποιήσει προηγουμένως ένα ή περισσότερα άτομα, ενώ ο φόνος μπορούσε να προκληθεί από κάθε μορφή βίας, από χτυπήματα, πυροβολισμό μέχρι και χρήση φωτιάς. Από την άλλη πλευρά, «ο όρος 'vigilantism' έχει λιγότερα προβλήματα ορισμού και μικρή διαφορά στο νόημα. Είναι η δημιουργία και η επιβολή του νόμου από οργανωμένες, εξωδικαστικές ομάδες κατά την υποτιθέμενη απουσία επαρκούς επιβολής του νόμου.» Άλλες διαφορές των δύο εννοιών εντοπίζονται στα χαρακτηριστικά τους.

Ένα κίνημα vigilante περιλάμβανε ένα οργανωμένο σύνολο ατόμων και τυπικά διαρκούσε περισσότερο από έναν όχλο λιντσαρίσματος, καθώς η λεγόμενη «vigilante» δικαιοσύνη εφαρμοζόταν μέσα από μία ημί-δικαστική διαδικασία, ένα είδος δίκης κατά την οποία ο/η κατηγορούμενος/η μπορεί να είχε δικηγορική υποστήριξη ή το δικαίωμα να παρουσιάσει μία υπεράσπιση του εαυτού του/της. Οι vigilantes είχαν για τις πράξεις τους δικαιώσεις, όπως το δικαίωμα των ανθρώπων να έχουν την εξουσία και επομένως, ο ρόλος τους θα μπορούσε να υποστεί και να αντέξει κριτική αντιμετώπιση.

Καθίσταται, λοιπόν, πλήρως κατανοητό ότι σε καμία περίπτωση η δράση της κοινότητας του Harper δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιθετική ενέργεια λιντσαρίσματος, αλλά ο ρόλος του vigilante θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να συμφωνήσει με την παρουσία των κατοίκων στον χώρο απόδοσης δικαιοσύνης. Όπως προαναφέρθηκε, ένα είδος δίκης μέσα στον πύργο του ρολογιού με δικαστές τη Mary και τον Wilson έκρινε τον Kindler ένοχο με τη βαρύτατη κατηγορία εφαρμογής της ιδέας του Ολοκαυτώματος. Μολονότι, δόθηκε το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, η απολογία του κρίθηκε πολύ αδύναμη και η επιθετική του συμπεριφορά σε συνδυασμό με τις άκαρπες και ανώφελες προσπάθειές του να ξεφύγει οδήγησαν, τελικά, στη θανάτωσή του.

Το συμπέρασμα που αναδύεται από την παρούσα έρευνα μπορεί να συμπυκνωθεί στο ότι το
The Strangerαποτελεί ένα κείμενο που προσφέρει γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη των ιδεών του ατομικισμού, του κολεκτιβισμού και του agency. Ο Wilson δρα ως agent θέτοντας την προσωπική διανοητική ικανότητά του ως ύψιστη αξία και κατ' επέκταση, δρα ατομικά, ασύμμετρα σε σχέση με το περιβάλλον του και με έναν συγκεκριμένο απώτερο σκοπό. Η Mary αναλαμβάνει επίσης τον ρόλο της agent, όταν δρα υποκινούμενη από προσωπικά κίνητρα. Η έννοια της δράσης/agency οδηγεί στον ατομικισμό και την αντίθεσή του με τον κολεκτιβισμό, μολονότι ο ατομικός στόχος του ερευνητή για απόδοση δικαιοσύνης ταυτίζεται με τον σκοπό των πολιτών του Harper. Η ατομικιστική και κολεκτιβιστική επιδίωξη για απόδοση δικαιοσύνης επιτυγχάνεται, αλλά χωρίς τη συμμετοχή της επίσημης εξουσίας και του δικαστικού συστήματος. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο εγκληματίας οδηγείται στον θάνατό του συσχετίζονται με την έννοια του vigilantism που εκφράζεται τόσο ατομικά μέσω της εξαπατημένης συζύγου Mary, αλλά και μέσω του όχλου που έχει συγκεντρωθεί προκειμένου να αποθαρρύνει τον Kindler να διαφύγει.


Related stories

Γιατί το Studio Ghibli Θεωρείται η ‘Disney’ της Ιαπωνίας

Studio Ghibli: Το μαγεμένο βασίλειο της Ιαπωνικής κινηματογραφίας Όταν μιλάμε...

«Πες το Ψέματα»: Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις – Τι ανακοίνωσαν οι διοργανωτές

Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κωμικού show «Πες το Ψέματα»...

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...