Ο Αμερικανός κινηματογραφιστής Alexander Payne είναι ο μαιτρ της δραματικής κωμωδίας. Βρίσκει τις κωμικές στιγμές στο δράμα και τις δραματικές στιγμές στην κωμωδία.
Η προσέγγιση του είναι περισσότερο χαρακτηροκεντρική και καθώς παίζει με τις συμβάσεις, είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς την ροή των γεγονότων. Οι γεμάτες διάλογο ταινίες του λειτουργούν ως σχόλιο για την αμερικάνικη κοινωνία, ειδικά για τον τόπο καταγωγής του, την πολιτεία της Νεμπράσκα. Παραγωγός, σεναριογράφος (κυρίως μαζί με τον συνσεναριογράφο του, Jim Taylor), ο Payne δεν μένει μόνο στον ρόλο του σκηνοθέτη και είναι από τους λίγους κινηματογραφιστές που έχουν δικαίωμα στην τελική έγκριση των ταινιών τους.
Γεννήθηκε το 1961 στην Όμαχα της Νεμπράσκα από γερμανο-ελληνικής καταγωγής γονείς. Κέρδισε 2 Όσκαρ για διασκευή σεναρίου, ενώ συνολικά οι ταινίες του έχουν προταθεί 19 φορές.
1. Citizen Ruth (1996)
Μία ανθρώπινη κωμικο-τραγωδία από την οποία δεν μπορούμε να αποστρέψουμε το βλέμμα μας.
Η Ruth (Laura Dern), μία ναρκομανής, συλλαμβάνεται για δημόσια χρήση ναρκωτικών. Αφού μάθει ότι είναι έγκυος (για 5
η φορά), ο δικαστής την καταδικάζει για κακούργημα λόγω διακινδύνευσης της υγείας του εμβρύου και της προτείνει να κάνει έκτρωση για ελάφρυνση της ποινής. Τότε, η Ruth πέφτει στα χέρια της Gail Stoney (Mary Kay Place), μίας φανατικής χριστιανής, ενώ μία ομάδα φεμινιστριών προσπαθεί να τη σώσει. Σύντομα, η Ruth βρίσκεται στο κέντρο της διαμάχης υπέρ ή κατά της έκτρωσης, με τους φανατικούς οπαδούς και των δύο πλευρών να ξεχνούν ότι πίσω από το σύμβολο που προσπαθούν να δημιουργήσουν υπάρχει ένας πληγωμένος, πολυδιάστατος και στην τελική ανεύθυνος άνθρωπος.
Η πρώτη μεγάλου μήκους του Payne, σε σενάριο του ίδιου και του συχνού συνεργάτη του Jim Taylor, απέτυχε οικονομικά. Αν και οπτικά σχεδόν αδιάφορη, θεματικά υπερέχει. Σε σημεία, η ιστορία αγγίζει την υπερβολή, αλλά, ως σάτιρα-μαύρη κωμωδία, η υπερβολή ταιριάζει στο θέμα, στον τόνο και στην ένταση των αντιμαχόμενων πλευρών. Με την υποκριτική τους δεινότητα, οι ηθοποιοί σηκώνουν με χάρη το βάρος της υπερβολής και μας δίνουν πολυδιάστατους χαρακτήρες, που ξεφεύγουν από τα όρια της απλής καρικατούρας. Εδώ αξίζει να σημειωθεί η εκφραστικότητα της Dern, όπως και η παρουσία σε μικρούς ρόλους των Burt Reynolds και Tippi Hedren. Οι ασυνέπειες των φανατικών χριστιανών και φεμινιστριών διακωμωδούνται εξίσου, όπως στη σκηνή όπου οι φεμινίστριες διακόπτουν το δείπνο της οικογένειας Stoney για να σώσουν την Ruth, ουρλιάζοντας και χτυπώντας τα κλειστά παράθυρα, ενώ ο σύζυγος της Gail, Norm (Kurtwood Smith), τις απειλεί με καραμπίνα.
Αν και έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε, ο Payne μας χαρίζει μία έξυπνη και τολμηρή κωμωδία – ωστόσο σε σημεία το δραματικό στοιχείο υπερτερεί – για την έκτρωση και τη διαχείριση του γυναικείου σώματος. Αναφερόμενος σε αυτή την ταινία, ο Αμερικάνος κριτικός Roger Ebert έγραψε: «εδώ είναι μία ταινία που θα προσβάλει οποιονδήποτε έχει ισχυρή άποψη για την άμβλωση». Αλλά αυτό δεν κάνουν όλες οι καλές σάτιρες;
2. Election (1999)
Παιχνιδιάρικο μοντάζ, εφηβικές υπερβολές, μεσήλικες απογοητεύσεις.
Χρησιμοποιώντας τη διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Tom Perrotta για να σχολιάσουν την τότε επίκαιρη πολιτική κατάσταση, ο Payne και ο Taylor στρέφονται στις μαθητικές εκλογές ενός σχολείου της Όμαχα. Σε σενάριο και των δύο, η εφηβική δραματική κωμωδία ακολουθεί τέσσερις πρωταγωνιστές κατά την διάρκεια των εκλογών.
Οι προσπάθειες της φιλόδοξης μαθήτριας Tracy Flick (Reese Witherspoon) να προσθέσει στη λίστα των επιτευγμάτων της και την θέση του σχολικού προέδρου εμποδίζονται από τις ενέργειες του δασκάλου Jim McAllister (Mathew Broderick, σε έναν διαμετρικά αντίθετο ρόλο από αυτόν που τον έφερε στο προσκήνιο –
Ferris Bueller's Day Off). Θεωρώντας πως η Tracy δεν αξίζει την θέση, ο McAllister πείθει τον πρώην αθλητή Paul (Chris Klein) να θέσει υποψηφιότητα. Ωστόσο, η Tammy (Jessica Campbell), η αδερφή του Paul, θέτει και αυτή υποψηφιότητα για να εκδικηθεί την πρώην κοπέλα της.
Αν και οι ιστορίες είναι σχετικά απλές χωρίς φαντασμαγορικές ανατροπές, καταγράφουν την υπερβολή και την αμηχανία της εφηβείας, καθώς και τη μετάβαση στη μέση ηλικία. Παρά τα ελαττώματά τους, δεν μπορούμε παρά να συμπαθήσουμε τους χαρακτήρες που επιχειρούν να διαχειριστούν τις σεξουαλικές ορμές τους και να επιτύχουν τους στόχους τους. Για μία ακόμη φορά, ο Payne καταφέρνει να εμβαθύνει μέσα στις καρικατούρες και τις συμβάσεις του εφηβικού είδους (απαιτητική μοναχική κοπέλα, αφελής αθλητής, θυμωμένη έφηβη, απογοητευμένος δάσκαλος) και να μας υποδείξει ότι μέσα από αυτά που λένε και πράττουν (και από αυτά που δεν λένε και δεν πράττουν) κρύβεται ένας πολυεπίπεδος άνθρωπος.
Οι χαρακτήρες από τη μία παρεμποδίζονται και από την άλλη εμποδίζουν τους άλλους με τις πράξεις τους, κάνοντας εμφανή τα όρια της προοπτικής τους. Ακριβώς αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την παιχνιδιάρικη χρήση του μοντάζ και συγκεκριμένα από τη συνεργία εικόνας, ήχου και μοντάζ. Εισαγόμαστε στην οπτική γωνία των τεσσάρων ηρώων μέσα από την χρήση voice over – που ευτυχώς δεν κουράζει καθόλου – και την χρήση μουσικής και ήχου που εξωτερικεύουν την συναισθηματική τους κατάσταση. Συχνά προκύπτει αντιπαράθεση μεταξύ αυτού που βλέπουμε και αυτού που ακούμε τονίζοντας έτσι τα όρια γνώσης και αυτογνωσίας του καθενός.
Το μοντάζ έχει δυναμικότητα, χρησιμοποιώντας αβίαστα τις τεχνικές επανάληψης πλάνων και διπλοτυπίας. Οι πιο χαρακτηριστικές σκηνές φανερώνουν την μαεστρία της συνεργίας της ταινίας: τα αιωρούμενα χείλη της Tracy ψιθυρίζουν προκλητικά λόγια στο αυτί του κουρασμένου Jim, ενώ η μουσική του Morricone συνεπικουρεί στο ξέσπασμα θυμού της Tracy με το σκίσιμο των εκλογικών αφισών.
Αν και απέτυχε οικονομικά, προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου, μας έδωσε έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους ρόλους της Witherspoon και απέκτησε cult status. Και όχι άδικα. 18 χρόνια αργότερα μας μιλάει ακόμα.
3. About Schmidt (2002)
Η τραγικότητα της ύπαρξης του Warren Schmidt.
Το
About Schmidt (σενάριο Payne και Taylor, διασκευή του βιβλίου του Louis Begley), η πιο γλυκόπικρη και οπτικά άρτια ταινία του Payne ως τότε, υπήρξε η πρώτη του οικονομική επιτυχία. Οι ηθοποιοί Jack Nicholson και Kathy Bates ήταν υποψήφιοι για Όσκαρ Α' ανδρικού και Β' γυναικείου ρόλου αντίστοιχα.
Τα σχέδια που είχε κάνει ο Warren Schmidt (Nicholson) για την συνταξιοδότησή του ανατρέπονται. Αντί να βοηθήσει στο παλιό του γραφείο και να ταξιδέψει οδικώς με την σύζυγό του (June Squibb), ο πρόσφατα συνταξιούχος έχει να αντιμετωπίσει τον ξαφνικό της θάνατο και την ανακάλυψη της μοιχείας της. Συνειδητοποιώντας την κενότητα της ζωής του, αποφασίζει να ταξιδέψει μόνος του με το αμάξι για να παρευρεθεί στον γάμο της κόρης του (Hope Davis).
Η ταινία είναι αργή και ήσυχη και όπως στις περισσότερες ταινίες του Payne το cast δίνει μία παραπάνω από καλή ερμηνεία. Ο Nicholson ζωντανεύει αριστοτεχνικά το άδειο κέλυφος θυμού και θλίψης που είναι ο πρωταγωνιστής, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την απογοήτευση και τα γηρατειά. Με τον επιβλητικό και εγωκεντρικό της αέρα, η Kathy Bates, στον ρόλο της συμπεθέρας, συναγωνίζεται τον Nicholson, και η Squibb είναι απλά απολαυστική, όπως θα έχουν την χαρά να ανακαλύψουν οι θεατές.
Τα κωμικά στοιχεία ελαφρύνουν τον τόνο της ταινίας. Αν και μας κάνουν να γελάμε – η σύμβαση συγγραφής γραμμάτων προς τον ανάδοχο γιο Ndugu είναι απολαυστική – μας «τσιγκλάνε» κι όλας, καθώς αφήνουν πίσω τους μία γλυκόπικρη γεύση. Κάτι που μπορεί να ειπωθεί για όλη την ταινία.
Καθώς παρακολουθούμε την ενδοσκόπηση του Schmidt, δεν μπορούμε παρά να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα με αυτόν: έχοντας φτάσει στο τέλος της ζωής του, έχει καταφέρει να επιφέρει τη διαφορά;
4. Sideways (2004)
Έρωτας, κρασί και αυτοαπαξίωση.
Βασισμένη στο βιβλίο του Rex Pickett, αυτή η ρομαντική δραματική κομεντί ακολουθεί τους φίλους Miles (Paul Giamatti) και Jack (Thomas Haden Church) στο οδικό τους ταξίδι στον δρόμο του κρασιού της Καλιφόρνια. Σε μία εβδομάδα, ο Jack, αποτυχημένος ηθοποιός, πρόκειται να παντρευτεί και θέλει να έχει μία τελευταία ερωτική περιπέτεια. Ενώ ο Miles, αλκοολικός δάσκαλος, περιμένει νέα για την έκδοση του βιβλίου του και θρηνεί ακόμα τη διάλυση του γάμου του.
Ένα απροσδόκητο κωμικό ζευγάρι – η επιρροή του Payne από τις παλιές κωμωδίες είναι ευδιάκριτη – ζωντανεύουν τους διαλόγους των Payne και Taylor (στην τέταρτη συνεργασία τους που τους απέφερε το 77
ο Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου). Το ταλέντο τους για έξυπνο διάλογο βρίσκει τα κατάλληλα πρόσωπα στον αποτυχημένο σεξομανή ηθοποιό και τον δάσκαλο-νευρικό ναυάγιο, καθώς αντιμετωπίζουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την κρίση μέσης ηλικίας. Οι χαρακτήρες, όντας όψεις του ίδιου νομίσματος, πνίγονται στην αυτοαπαξίωση.
Ωστόσο, αν και αυτό αρχικά μας προκαλεί συμπάθεια, δεν είναι αρκετό για να μας κρατήσει δυναμικά μέχρι το τέλος. Μεσήλικοι άνδρες που προσπαθούν να βελτιώσουν τις μέτριες, απογοητευτικές ζωές τους, προκαλώντας μας γέλιο, αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικά μοτίβα του Payne και η σύμβαση αυτή αποκρυσταλλώνεται στην ταινία.
Η γεωγραφία αντιμετωπίζεται ως ένας ακόμα χαρακτήρας με το σκηνικό της Νεμπράσκα να αλλάζει για αυτό της Καλιφόρνια. Η ταινία είναι στενάχωρη, αλλά με έναν πρόσχαρο τρόπο. Οι ήρωες μπορεί να είναι ενήλικες, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως έχουν ωριμάσει ή μάθει να διαχειρίζονται τις σχέσεις τους.
5. The Descendants (2011)
Μαύρη θλίψη στο ηλιόλουστο τοπίο της Χαβάης
Χάρη στη διασκευή του ομώνυμου βιβλίου της Kaui Hart Hemmings, ο Payne μαζί με τους συνσεναριογράφους Nat Faxon και Jim Rash κέρδισαν το βραβείο διασκευής στα 84
α Όσκαρ (προτάθηκε για 5 συνολικά).
Ο Payne μας συστήνει την οικογένεια King. Ο δικηγόρος-γαιοκτήμονας Matt (George Clooney) έχει πολλά μέτωπα να αντιμετωπίσει. Αφού η σύζυγός του, Elizabeth (Patricia Hastie) βρίσκεται σε κώμα ύστερα από ναυτικό ατύχημα, ο Matt πρέπει να μάθει να επικοινωνεί με τις ανεξέλεγκτες κόρες του, Alex και Scottie (Shailene Woodley και Amara Miller αντίστοιχα). Ταυτόχρονα, πρέπει να διαχειριστεί την ανακάλυψη της μοιχείας της Elizabeth και να συμβιβαστεί με την ευρύτερη οικογένειά του, που διχάζεται για την πώληση των κτημάτων τους.
Είτε πρόκειται για γενικά πλάνα που αγκαλιάζουν την ανθρώπινη φιγούρα είτε για κοντινά που σκιαγραφούν τον πόνο των χαρακτήρων, η πέμπτη ταινία του κινηματογραφιστή είναι από τις καλύτερές του, οπτικά και θεματικά. Στη δεύτερη συνεργασία τους (η πρώτη ήταν το
Sideways), ο διευθυντής φωτογραφίας Phedon Papamichael χρησιμοποιεί ξανά ζεστά χρώματα και το ηλιόλουστο περιβάλλον-χαρακτήρα της Χαβάης. Η κάμερα κινείται ελεύθερα στον χώρο και δίνει έμφαση στη φυσική ομορφιά του τοπίου.
Ο Payne γνωρίζει καλά πώς να κατευθύνει τους ηθοποιούς του. Υπό τους ήχους της χαβανέζικης μουσικής, ο θρήνος, ο πόνος και ο θυμός που εκφράζουν οι χαρακτήρες είναι απύθμενος. Η ησυχία και η ηρεμία της ταινίας ξεγελάνε, διότι ακριβώς μέσα της κρύβεται ένα τρομακτικά μεγάλο συναισθηματικό βάθος. Ο Clooney, ως ανήμπορος πατέρας και σύζυγος, είναι απλά καταπληκτικός στον ρόλο του άνδρα που βρίσκεται ένα βήμα πριν τα παρατήσει όλα. Το φάσμα των συναισθημάτων του χρησιμοποιείται στο έπακρο επηρεάζοντάς μας ανάλογα.
Εξίσου καταπληκτική είναι η Woodley στον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο, της οποίας ο πόνος εκφράζεται αριστοτεχνικά μέσα από τα συγκινητικά κοντινά υποβρύχια πλάνα. Φυσικά, πρέπει να αναφερθούν η Miller και ο Nick Krause, στον ρόλο του φίλου της Alex. Η αφέλειά τους, εσκεμμένη και μη, προσφέρει το απαραίτητο κωμικό στοιχείο.
Όπως και το
About Schmidt, η ανθρωπιά αυτής της ταινίας καταφέρνει να μας συγκινεί αφοπλιστικά.
6. Nebraska (2013)
Οικογενειακή παράνοια σε ασπρόμαυρο φόντο
Προτεινόμενο για 6 Όσκαρ (Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, Α' ανδρικού, Β' γυναικείου, πρωτότυπου σεναρίου και διεύθυνσης φωτογραφίας), το
Nebraska αποτελεί την επιστροφή του Payne στον τόπο καταγωγής του, στο οδικό ταξίδι και στον οπτικό πειραματισμό.
Στον ρόλο που του χάρισε το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στις Κάννες, ο Bruce Dern υποδύεται έναν ηλικιωμένο αλκοολικό πατέρα, τον Woody, που νομίζει ότι έχει κερδίσει 1 εκατομμύριο δολάρια σε κλήρωση. Αφού τον πιάνουν να προσπαθεί να πάει με τα πόδια από τη Μοντάνα στη Νεμπράσκα για να τα εξαργυρώσει (σχεδόν 1500 χιλιόμετρα), ο μικρός του γιος, David (Will Forte), αποφασίζει να τον πάει ο ίδιος σε μία προσπάθεια να δεθούν περισσότερο.
Ο πιο καταφανής σχολιασμός που επιφέρει η ταινία είναι η στροφή του Payne προς την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ο διευθυντής φωτογραφίας Papamichael μας προσφέρει καλοστημένα κάδρα με συγκλίνουσες και παράλληλες γραμμές που κόβουν το κάδρο δημιουργώντας ένταση. Η απουσία χρώματος τονίζει την σκληρή ομορφιά του εξωτερικού τοπίου – από το οποίο βλέπουμε παραπάνω από ό,τι στις προηγούμενες ταινίες – και δίνει έμφαση στα σφιχτά φορτωμένα εσωτερικά πλάνα, με τα παραγεμισμένα σκηνικά που δίνουν την αίσθηση ότι οι χαρακτήρες έχουν περάσει όλη τους την ζωή εκεί.
Το γέλιο και η συγκίνηση βγαίνουν αβίαστα από τις «βαρετές» καθημερινές στιγμές αληθοφάνειας. Από τον David που ανακαλύπτει πληροφορίες για τους γονείς του μέχρι τον διάλογο για αμάξια στην οικογενειακή συγκέντρωση, ο διάλογος και οι χαρακτήρες του Bob Nelson (το πρώτο σενάριο που δεν συνυπογράφει και ο Payne) δεν κουράζουν καθόλου. Αντίθετα, μας συγκινούν. Σε αυτό συνεισφέρουν και οι ηθοποιοί. Ο Forte μεταφέρει τον πόνο και την σύγχυση για τη ζωή του χαρακτήρα του, ενώ ο Dern, άριστα και με χάρη, μας κάνει να αναρωτιόμαστε πότε και κατά πόσο αυτός ο άνδρας στέκεται και με τα δύο πόδια στην πραγματικότητα. Και η June Squibb, για μία ακόμη φορά εξαιρετική στον ρόλο της καυστικής αυταρχικής συζύγου του Woody, κλέβει τις σκηνές την μία μετά την άλλη.
Στον πυρήνα της, η ταινία ασχολείται με την παράνοια που μερικές φορές προκύπτει από τη συναναστροφή με ηλικιωμένους. Επιστρέφοντας στο ίδιο ερώτημα που θέτει επανηλλειμένα, οι χαρακτήρες του Payne διερωτώνται για την σχέση του παρελθόντος με το παρόν και κατά πόσο αυτό μπορεί να αλλάξει..