Σκηνοθεσία: David M. Rosenthal
Ηθοποιοί:
Sam Rockwell, Jeffrey Wright, Kelly Reilly, William H. Macy, Jason Isaacs
Ο Τζον Μούν (Σαμ Ρόκγουελ) είναι ένας περιθωριακός τύπος, που
ζει απομονωμένος σε ένα τροχόσπιτο στις παρυφές ενός δάσους στη δυτική
Βιρτζίνια. Θεωρεί τον εαυτό του πολύ περήφανο για να δουλέψει ως υπάλληλος στην
πρώην οικογενειακή φάρμα, η οποία κατασχέθηκε από την τράπεζα, παρόλο που του
το προτείνεται από τον ευγενικό ιδιοκτήτη και κυρίως από την καλόκαρδη έφηβη
κόρη του. Αρνείται να αποδεχτεί το χωρισμό και την εγκατάλειψη από τη σερβιτόρα
γυναίκα του (Κέλι Ράιλι), η οποία τώρα μένει στην κοντινή πόλη μαζί με τον
μικρό τους γιο. Επιβιώνοντας μετά βίας, μη βρίσκοντας διέξοδο από τη ζοφερή του
πραγματικότητα, κυνηγά παράνομα ελάφια σε προστατευόμενη περιοχή, σχεδόν σε
καθημερινή βάση. Σε μια τέτοια λοιπόν εξόρμηση (που αποτελεί και την πρώτη,
ίσως και ομορφότερη, σχεδόν βουβή σεκάνς της ταινίας) σκοτώνει κατά λάθος, με
ένα και μόνο θανάσιμο πυροβολισμό, μια γυναίκα. Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ,
βρίσκει την αυτοσχέδια κατασκήνωση όπου ζούσε το θύμα και το αφήνει εκεί
προσπαθώντας να σκηνοθετήσει μια αυτοκτονία. Αντιλαμβάνεται όμως γρήγορα ότι τα
πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, όταν βρίσκει εκεί ένα κουτί γεμάτο χρήματα,
τα οποία και αποφασίζει να πάρει. Πολύ γρήγορα ο ίδιος θα βρεθεί μπλεγμένος σε
μια δίνη λανθασμένων επιλογών (προφανώς τα χρήματα ανήκουν σε κάποιον), στην
οποία όλες του οι πράξεις τον ωθούν όλο και πιο βαθιά στην εξόντωση.
Το φιλμ (προβλήθηκε για πρώτη φορά στο φετινό φεστιβάλ Βερολίνου), είναι
διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του συγγραφέα Matthew F. Jones, που υπογράφει και το σενάριο. Στη
σκηνοθεσία βρίσκεται ό David M. Rosenthal, ο οποίος προσπαθεί να κινηθεί σε
γνωστές νέο νουάρ φόρμες, δίνοντας έμφαση στον βασικό χαρακτήρα και τα
συναισθηματικά του κίνητρα, με έναν τρόπο όμως που η συγκεκριμένη, μη πειστική
αφήγηση, αδυνατεί να αντέξει. Ίσως τελικά και εκεί να εντοπίζεται και το βασικό
πρόβλημα της ταινίας. Το σενάριο αποτυγχάνει να περάσει το μυθιστόρημα σε
ξεκάθαρες κινηματογραφικές γραμμές, η οποιαδήποτε απόπειρα ενίσχυσης του σασπένς,
κυρίως μέσω του μοντάζ, αποδεικνύεται προβληματική, ενώ φαίνεται να μην υπάρχει
και μια ευδιάκριτη σκηνοθετική πινελιά, που θα μπορούσε να δώσει μια άλλη
διάσταση στην ελλιπή εξέλιξη της πλοκής. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι
το φιλμ αποδίδει καλύτερα όταν κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν λέει απολύτως
τίποτα. Η φωτογραφία από μόνη της καταφέρνει κάποιες στιγμές να αποτυπώσει τη
μοναξιά και τη ματαιότητα, παρόλο που δεν συνοδεύεται από μια σοβαρή απόπειρα
του σκηνοθέτη να συλλάβει την καταθλιπτική απομόνωση της αμερικάνικης ορεινής
επαρχίας. Τα ομιχλώδη βουνά (στην πραγματικότητα τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν
στο Βανκούβερ), οι βούρκοι με το στάσιμο νερό που αλλάζουν χρώμα καθώς
βαθαίνουν, τα σάπια φύλλα, η λάσπη. Όλα μοιάζουν στη θέση τους, συνθέτοντας ένα
σκηνογραφικό κάδρο βουβής θλίψης. Δυστυχώς οι ακατανόητες αποφάσεις του
πρωταγωνιστή, αλλά και οι πολλές παράλληλες αφηγήσεις που είτε δεν οδηγούν
πουθενά, είτε γίνονται γρήγορα προβλέψιμες, βαραίνουν ανεπανόρθωτα το εγχείρημα
και αυτοαναιρούν την ατμόσφαιρα που προσπαθεί να επιβάλλει.
Το καστ παρουσιάζεται πολύ δυνατό, αλλά μόνο στα χαρτιά. Κανένας χαρακτήρας,
πέραν του πρωταγωνιστή, δεν αποκτά το απαραίτητο βάθος, κατά συνέπεια ούτε και
πραγματική υπόσταση. Οι κακοί κάνουν μεγάλες εισόδους στη σκηνή απειλώντας και
βρίζοντας, με βαριά προφορά του αμερικάνικου Νότου, μόνο και μόνο για να
αποχωρήσουν λίγο αργότερα. Οι συμμαχίες μεταξύ τους είναι ασαφείς, χωρίς να
καταφέρουμε τελικά να καταλάβουμε πολλά γι αυτούς (ιδίως για τον Τζέισον Άιζακς
που αποτελεί και μέρος της κορύφωσης του δράματος). Ο κατά τα άλλα εξαιρετικός
καρατερίστας Τζέφρυ Ράιτ (μοναδικός φίλος του Τζόν Μούν), εμφανίζεται ελάχιστα
και τις περισσότερες φορές είναι τόσο μεθυσμένος που καταντά ακατανόητος,
ιδιαίτερα στην επεξηγηματική σκηνή της δεύτερης πράξης. Η Κέλι Ράιλι δείχνει
ξεχασμένη στο σκηνοθετικό υπόβαθρο, ενώ στοιβαγμένος στο καστ βρίσκεται και ο Γουίλιαμ
Μέισι ερμηνεύοντας τον τοπικό οπορτουνιστή δικηγόρο. Φορώντας το οφθαλμοφανές
περουκίνι και το κιτς σακάκι του, μοιάζει περισσότερο μια καρικατούρα, μια
συλλογή τικ και δυσμορφιών, παρά ένας πραγματικός ρόλος.
Το κυρίαρχο θετικό της ταινίας είναι προφανώς ο Σαμ Ρόκγουελ, του οποίου
οι ερμηνείες αρέσουν σχεδόν πάντοτε. Για ακόμη μια φορά αυτός ο ίσως
υποτιμημένος ηθοποιός, υποδύεται έναν χαρακτήρα που μοιάζει να μην του αξίζει.
Παρόλη τη χαμηλή ποιότητα του ρόλου, ο ίδιος στέκεται με αξιοπρέπεια και
εσωτερικότητα, χωρίς υπερβολές κατορθώνοντας να δώσει σάρκα και οστά στον
απεγνωσμένο αντιήρωα και το αδιέξοδό του. Δυστυχώς μόνος του δεν μπορεί να
αντισταθμίσει τις φανερές αδυναμίες του φιλμ, που στο μεγαλύτερο μέρος του
παρουσιάζεται ατελές, μοιρολατρικό και ανίσχυρο. Φέρνοντας δε στη μνήμη
αντίστοιχες ταινίες του είδους, από το «Fargo» και το «A simple plan», μέχρι το πιο πρόσφατο,
αριστουργηματικό «Winters bone», αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι το «Single shot» τελικά δεν βρήκε το στόχο του.