(A Dangerous Method)
Δράμα/Θρίλερ, 99 λεπτά, Μ.Βρετανία/Γερμανία/Καναδάς/Ελβετία, 2011
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ
Παίζουν: Βίγκο Μόρτενσεν, Μάικλ Φάσμπεντερ, Κίρα Νάιτλι
Σαγηνευμένος από την πρόκληση μιας δύσκολης περίπτωσης, ο ανήσυχος Δρ. Καρλ Γιουνγκ αναλαμβάνει ως ασθενή του την ψυχασθενή, αλλά γοητευτική Σαμπίνα Σπιλράιν. Το όπλο του Γιουνγκ είναι η μέθοδος του δασκάλου του, του πασίγνωστου Σίγκμουντ Φρόιντ. Και οι δύο άντρες μαγεύονται από την Σαμπίνα. Στην παρέα προστίθεται και ο Ότο Γκρος, ένας ασθενής που είναι αποφασισμένος να ξεπεράσει κάθε όριο. Ο Γιουνγκ παραδίνεται στον πόθο για την ασθενή του και μια παθιασμένη σχέση ξεκινά. Η Σαμπίνα γίνεται ο καταλύτης στις εμπνευσμένες θεωρίες του. Παράλληλα, ο Φρόιντ προχωρά ένα βήμα παραπέρα, εισχωρώντας ακόμα βαθύτερα στο μυαλό της νεαρής γυναίκας.
Η ψυχανάλυση, όπως αναπτύχθηκε από τις ιδέες του Φρόιντ, βασίζεται πάνω στον διάλογο του θεραπευτή με τον ασθενή, μέσα από τον οποίο θα προκύψει, αν όχι θεραπεία, τουλάχιστον ένα μονοπάτι που φτάνει ως τη ψυχή του ασθενή και μπορεί να ερμηνεύσει θέματα κοινωνικής συμπεριφοράς. Το σινεμά, ως ένα πανίσχυρο μέσο διαλεκτικής σχέσης μεταξύ δημιουργού και θεατή, αρκετά χρόνια μετά τη γέννηση του καταφέρνει σε πολλές περιπτώσεις να αντικαθιστά τον θεραπευτή και μέσα από τις εικόνες του να γίνεται μέσο θεραπείας. Όταν το σινεμά εξερευνά τις ζωές ανθρώπων που έβαλαν τα θεμέλια της ψυχανάλυσης, οφείλει να το κάνει λεπτομερώς έχοντας πάντα υπόψη ότι αντιστρέφει για λίγο τον ρόλο τους, καθώς εκθέτοντας τις πράξεις τους στην οθόνη, τους δίνει τον μετά θάνατον ρόλο του ασθενή.
Το φιλμ αφηγηματικά εξιστορεί την περίοδο της γνωριμίας του Φρόιντ με τον Γιουνγκ, τον αλληλοθαυμασμό τους, πως αυτός μετατρέπεται σε σταδιακή περιφρόνηση και κατά πόσο αυτή η περιφρόνηση οφείλεται σε προσωπικές πράξεις του καθενός ή καθαρά σε επιστημονικούς λόγους καθώς από ένα χρονικό σημείο και έπειτα φαίνεται να εξερευνούν διαφορετικά πεδία. Το ενδιαφέρον στον Φρόιντ είναι η επιρροή του εβραϊσμού στην λογική του, καθώς υπολογίζει πάντα το ενδεχόμενο να κυνηγηθεί για τις απόψεις του (που συνειρμικά οδηγεί στον φόβο που έχουν οι Εβραίοι ως προς την άρια φυλή), αποστρέφεται οποιοδήποτε ηθικό ατόπημα πάνω στην επιστήμη του (γι’ αυτό μάλιστα δεν δέχεται το “θύμα” του Γιούνγκ, Σαμπίνα Σπιλράιν) και διασφαλίζει όσο μπορεί την αυθεντία των ερευνών του (θεωρούμενος ως εκλεκτός). Ο Γιούνγκ από την άλλη, εύπορος και χωρίς ανάγκη “προστασίας”, θεωρεί πως οι συνεδρίες λαμπρών μυαλών της εποχής του πρέπει να ανοίξουν τις πόρτες για την περαιτέρω εξερεύνηση της ψυχής (χρεώνοντας στον Φρόιντ ότι μένει σταθερός σε αρτηριοσκληρωτικές απόψεις), ενώ από γιατρός γίνεται δέσμιος του σώματος της Σπιλράιν (ο ρόλος του σώματος που δεν λείπει ποτέ από τον Καναδό σκηνοθέτη).
Ο Κρόνενμπεργκ φροντίζει να στηρίξει την ταινία του πάνω σε συνεχείς διαλόγους και προτιμά να γίνει κουραστικός ώστε να αναδείξει την αξία της ψυχαναλυτικής διαδικασίας – που σίγουρα ασθενείς και θεραπευτές θα χαρακτήριζαν επίπονη και κουραστική, με ανταποδοτικά όμως αποτελέσματα. Ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται να γίνει θεραπευτής, είναι περισσότερο παρατηρητής συμπεριφορών, αφήνοντας τον πολύπλοκο αυτό ρόλο μάλλον στον θεατή (εφόσον ο ίδιος θέλει), πετώντας έτσι οποιοδήποτε στίγμα διδακτισμού που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια ιστορία. Τα εγχείρημα αυτό της αντιστροφής ρόλων είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και δύσκολο, και μάλλον ένας πιθανός τρόπος μετάφρασης και του τίτλου του, μια πραγματικά επικίνδυνη μέθοδος.