Ταινία έναρξης του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου τo Γαλλικό Django του Etienne Comar, επιλογή αρκετά ενδιαφέρουσα αφού δεν πλαισιώνεται από κάποιον αστέρα. Αν σκεφτούμε ειδικά ότι πέρσι, τον ρόλο της ταινίας έναρξης έλαβε το Hail, Ceasar! των αδερφών Cohen, που έφερε τον George Clooney, την Tilda Swinton και ένα από το πιο δυνατό σκηνοθετικό δίδυμο του αμερικανικού σινεμά στο βερολινέζικο κόκκινο χαλί, ακολουθώντας μία παράδοση ετών με ήδη διακεκριμένες επιτυχίες.
Κριτικοί φέτος μιλούν για ένα δυνατό πρόγραμμα στο διαγωνιστικό της Berlinale ύστερα από αρκετά χρόνια απογοητεύσεων, με στροφή στην ανεξάρτητη ποιότητα έναντι των ισχυρών ονομάτων που προσδοκούν σε ένα θεαματικό κόκκινο χαλί. Μία πρώτη γεύση αυτού πήραμε με την ταινία έναρξης σε μία κατά τα άλλα λαμπερή τελετή πλαισιωμένη με καθιερωμένους και επίσημους καλεσμένους.
Ο Etienne Comar είναι γνωστός ως παραγωγός και σεναριογράφος. Παραγωγός του
Timbuktu που το γνωρίσαμε στο φεστιβάλ των Καννών το 2014 και χάρισε στον ίδιο το Βραβείο César Καλύτερης Ταινίας αλλά και του εξίσου βραβευμένου Of Gods and Men του 2010, στο οποίο επίσης συνυπέγραψε το σενάριο και διαγωνίστηκε στις Κάννες.
Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Comar μας προσφέρει μία καλά δομημένη ταινία με ισχυρή θεματολογία, δυνατές ερμηνείες και ένα μακράν καθυστερημένο κινηματογραφικό μοιρολόι για ένα από τα πιο παραμελημένα εγκλήματα της ιστορίας. Πρόκειται για μία αποσπασματική βιογραφία του Django Reinhardt, διακεκριμένου Αθίγγανου κιθαρίστα, επoνομαζόμενου πατέρα της Gypsy Swing αλλά και από τα σημαντικότερα ονόματα της Ευρωπαϊκής Jazz, ο οποίος με την εισβολή των Γερμανών στο Παρίσι το 1943, δέχεται μία πρόταση να κάνει περιοδεία στην Γερμανία με κοινό τον Goebbels. Αποτελεί μία πρόταση μάλλον παγίδα αφού οι περιορισμοί που αναγκάζεται να επιβάλει στην μουσική του για να της αφαιρέσει κάθε ανίερο στοιχείο φαίνονται να την αναιρούν ενώ ταυτόχρονα καταδιώκονται συμπατριώτες του σε όλη την Ευρώπη. Όταν αρνείται την πρόταση, ο Reinhardt αναγκάζεται να τραπεί μαζί με την μητέρα του και την έγκυο γυναίκα του, σε φυγή προς τα Ελβετικά σύνορα, ενώ η ερωμένη του, του παρέχει βοήθεια. Στα σύνορα θα επανευρεθεί με την χαμένη του ευρύτερη οικογένεια, θα ζήσει σε έναν οικισμό Τσιγγάνων αλλά και θα έρθει σε επαφή με την γαλλική αντίσταση. Στο μεταξύ ο Reinhardt θα συνθέσει το μεγάλο του χαμένο ορχηστρικό κομμάτι Requiem για τους Τσιγγάνους Αδερφούς για τον χαμό των Αθίγγανων κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
Ο τίτλος θυμίζει το γνωστό ομώνυμο έργο του Quentin Tarantino και παραδόξως, παρότι πρόκειται για βιογραφία συγκεκριμένου προσώπου, εμπεριέχει όμοια θεματολογία: Ένας καταδιωκόμενος άνθρωπος προσπαθεί να επιβιώσει και να παλέψει απέναντι σε ένα απολυταρχικό καθεστώς καθώς βλέπει τα αδέρφια του να εξουδετερώνονται με βαρβαρότητα.
Η δύναμη του έργου στέκει σε δύο πολύ βασικές θεματικές: τον διωγμό των Τσιγγάνων που είναι σπάνια απεικονισμένος σε δράματα του Β' Παγκοσμίου πολέμου, και η ρεαλιστική απεικόνιση του πολέμου. Το Παρίσι βρίσκεται υπό κατοχή, ο κόσμος όμως συνεχίζει να χορεύει, προβάλλοντας κρυφά χιουμοριστικές ταινίες χλευάζοντας τον Χίτλερ. Στο μεταξύ, ο βομβαρδισμός της πόλης είναι φαινόμενο σύνηθες. Ένας αστέρας της Jazz την μία μέρα βρίσκεται στην σκηνή και την άλλη βρίσκεται να τρέχει στα χιονισμένα βουνά της Ελβετίας, βλέπει τον καταυλισμό όπου μένει να πυρπολείται από τις ναζιστικές δυνάμεις, συμμετέχει στην αντίσταση χωρίς να επιθυμεί να γίνει ήρωας.
Οι χαρακτήρες και οι ερμηνείες του έργου είναι ικανοποιητικά φτιαγμένες. Ο Django είναι ένας ήρωας που όμως δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Στην αρχή θα δεχτεί την πρόταση να κάνει περιοδεία στην Γερμανία. Είναι μόνο μέχρι που αντιλαμβάνεται πόσο επικίνδυνο είναι για τον ίδιο που θα κάνει πίσω. Ύστερα θα συμμετάσχει στην αντίσταση μόνο για να σώσει την οικογένεια και τους δικούς του ανθρώπους. Ξεκινάνε όλα από έναν πόλεμο που θεωρεί ότι δεν τον αφορά, για να καταλάβει ότι η αντίσταση είναι ο μόνος τρόπος να σωθεί. Μία συνθήκη που βάζει τον θεατή σε διαδικασία να αναλογιστεί πως δημιουργούνται συχνά οι ήρωες. Οι αντι-ήρωες, το ναζιστικό καθεστώς, παρότι δεν αντιπροσωπεύουν κάποια νέα απεικόνιση – είναι οι κλασσικοί ναζί που ξέρουμε σε κάθε ταινία, κερδίζουν την προσοχή. Με κάποια διακριτικά στοιχεία καταφέρνει ο σκηνοθέτης να αποδώσει και να προκαλέσει ενα ισχυρό συναίσθημα απώθησης όσο και έκπληξης εμπρός στην ψυχολογία τους. O Γερμανός στρατηγός που έχει την γυναίκα που συνέλαβε και βασάνισε ερωμένη, θα της επιδείξει τρυφερότητα και στην συνέχεια θα την πετάξει στο πάτωμα μόλις καταλάβει ότι τον πρόδωσε. Οι ίδιοι στρατιώτες που θα μαγευτούν από την μουσική του Django στην συνέχεια θα πυρπολήσουν χωρίς δεύτερη σκέψη τον οικισμό των Αθίγγανων, ενώ οι Γερμανοί στρατηγοί θα κατέχουν μία υπεροψία που σε πείθει απόλυτα ότι αντιλαμβάνονται τους γύρω τους σαν ανθρώπους β' κατηγορίας. Όλα τα παραπάνω αποδίδονται με λεπτομέρειες, φανερώνοντας μία ελάχιστα ανθρώπινη πλευρά μόνο για να την ξανακαταστρέψει ο σκηνοθέτης στην συνέχεια, γεγονός που δημιουργεί ισχυρά συναισθήματα στον θεατή που παίζουν αντιπροσωπευτικό ρόλο για την συνθήκη.
Στο έργο βέβαια δεν εκλείπουν και τα αδύναμα στοιχεία που αφορούν κυρίως τον ρυθμό του. Ενώ ξεκινάει δυναμικά, προς την μέση αρχίζει και γίνεται αργό και κουραστικό αφού δεν προσφέρει πραγματικά κάτι νέο για να μας κρατήσει. Μετά την κορύφωση το έργο φτάνει σε έναν σχετικά απότομο αλλά συγκινητικό επίλογο, ο οποίος μάλλον φτάνει απότομα λόγω του αργού ρυθμού του έργου που προϋπήρξε.
Σαφώς όμως το δυνατότερο στοιχείο του έργου είναι η μουσική επένδυση. Όποτε οι συνθέσεις του Reinhardt εισβάλλουν στην αφήγηση καταλαμβάνουν ολόκληρη την σκηνή, μπαίνοντας σε πρωταγωνιστικό ρόλο – γεγονός που γνωρίζει ο σκηνοθέτης και το αξιοποιεί.
Παρόλες τις αδυναμίες του έργου, συνολικά αποτελεί μία καλοφτιαγμένη δουλειά, που μας εισήγαγε στον υπέροχο κόσμο της Gypsy Swing και του Django Reinhardt. Το soundtrack θα το ακούμε για αρκετό καιρό ακόμα.