HomeCinemaΚριτική ταινίαςΜικρή Άρκτος, Ένα Ημερολόγιο για την Ανδρική...

Μικρή Άρκτος, Ένα Ημερολόγιο για την Ανδρική Εξουσία

Σκηνοθεσία: Ελισάβετ Χρονοπούλου






Σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής, ένας άντρας συλλαμβάνεται ενώ το αναίσθητο σώμα μιας κοπέλας μεταφέρεται στο ασθενοφόρο. Μέσα στο περιπολικό που τον μεταφέρει στο αστυνομικό τμήμα, ο άντρας ανακαλεί το διάστημα των τελευταίων μηνών, προσπαθώντας να καταλάβει τι πήγε λάθος.

Πολύ ωραία αφήγηση και ιδέα, άψογος ρυθμός και αισθητική ανεξάρτητου σινεμά με υποσχόμενα στοιχεία. Ένα έργο προσεγμένο και καλοφτιαγμένο που φέρει την γοητεία του παλαιότεροι ελληνικού σινεμά συνδυάζοντας το με το νέο αλλά και διεθνείς επιρροές (κυρίως του ανεξάρτητου ρωσσο-αμερικανικού κινηματογράφου) για να χτίσει όμως κάτι που στέκει μόνο του αξιοπρεπώς. Τεχνικά αποτελεί αυτό που θα έπρεπε κάθε ταινία χαμηλού προϋπολογισμού να είναι: απλή, ευρηματική με καθαρή γραμμή αισθητικής και ένα ισχυρό νόημα.

Πρόκειται για την καταγραφή της πορείας μίας σχέσης μέχρι να φτάσει στην καταστροφή, ολοκληρωτικά από την οπτική του πρωταγωνιστή, από την στιγμή που γνωρίζει την πρωταγωνίστρια μέχρι το τέλος. Το έργο κυλάει ακριβώς όπως ένα μυθιστόρημα, όπου ο βασικός χαρακτήρας με τον οποίο ταυτιζόμαστε μετατρέπεται σταδιακά σε κάτι τερατώδες και απωθητικό. Οι παρεμβολές της περιφοράς του στους δρόμους της Αθήνας μαζί με τους μονολόγους του, θυμίζει κάτι από ένα αντίστροφο Έγκλημα και Τιμωρία, όπου ο Ρασκόλνικωφ φιλοσοφεί και παρατηρεί, επιδιώκοντας να αυτο-δικαιωθεί ως μέρος του αστικού τοπίου που τον περιβάλει – στοιχείο πολύ έξυπνο, μπορώ να πω, αφού το θέμα της ταινίας που θα αναλύσουμε παρακάτω έγκειται στο πρόβλημα ότι η συμπεριφορά του πρωταγωνιστή εντάσσεται στην κανονικότητα του περιβάλλοντος του και την ευρεία αποδοχή. Μιλώντας για αστικό τοπίο, το έργο με αυτές του τις παρεμβολές αλλά και της αισθητικής του αποτελεί, θέλοντας και μη λόγο του τρόπου αφήγησης της, μία υπόγεια εξύμνηση της Αθηναϊκής πόλης, με μία κάμερα που περιφέρεται πέρα-δώθε περιγράφοντας την καθημερινότητα του περίγυρου.

Βεβαίως στην περίπτωση του συγκεκριμένου έργου, δεν καταφέρνει να πετύχει μία αρκετά ισχυρή ταύτιση από την αρχή για να μας συγκλονίσει η μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή και ο λόγος είναι διότι το έργο θυσιάζει την ταύτιση για την κριτική, για να αποδώσει το θέμα του, που δεν είναι άλλο από τον εγκληματικό σεξισμό. Όπως αναφέρεται στην περιγραφή της ταινίας, ο άνδρας που μόλις διέπραξε ένα φρικτό έγκλημα, ανατρέχει στις αναμνήσεις του για να κατανοήσει τι, πως και γιατί, ενώ είναι ολοφάνερο στα μάτια μας και αυτό είναι το δυνατότερο στοιχείο του έργου, η άγνοια του ήρωα. Ο άνδρας που προσπαθεί να εισχωρήσει με την βία στο μυαλό και το σώμα της γυναίκας, ο άνδρας που απαιτεί με τον δικό του τρόπο ολοκληρωτική κατάκτηση πάνω στην γυναίκα (η τελευταία σκηνή θυμίζει ελάχιστα το Dogville στο ότι από την στιγμή που η γυναίκα έχει ανοιχτεί σε έναν ή πολλούς εραστές, το σώμα της ανήκει δικαιωματικά στον σύντροφο της).

Σαφώς ο πρωταγωνιστής δεν θα κατανοήσει που βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος αφού πρόκειται για την ίδια την κληρονομημένη από μία πατριαρχική κοινωνία φύση του, την οποία ουδέποτε θα αμφισβητήσει, εν αντιθέσει με την πρωταγωνίστρια που για χάρη του θα αμφισβητήσει τα όρια της.

Το καλό είναι ότι υπάρχει μία συμπόνοια για τον πρωταγωνιστή και μία κατανόηση, που τον γλιτώνει από το να είναι μονοδιάστατος. Είναι βέβαιο ότι ο πρωταγωνιστής αγαπάει την σύντροφο του και το γεγονός ότι ακόμα δεν μπορεί να κατανοήσει τι πήγε στραβά για να οδηγηθεί (κατ'ουσίαν από μόνος του) σε αυτό το σημείο, τον κάνει τραγική φιγούρα. Δεν πάει όμως το έργο (παρότι βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια) αρκετά βαθιά μέσα για να μας ταξιδέψει στο μυαλό του και να βρούμε την ρίζα του προβλήματος του. Στο τέλος δεν εισχωρούμε στην αντίληψη του πρωταγωνιστή αλλά το έργο λειτουργεί σχεδόν το ίδιο αποστασιοποιημένα από αυτόν όσο και από την πρωταγωνίστρια που απλώς καταγράφει. Συνεπώς τον παρατηρούμε και τον κρίνουμε μέσα από τις πράξεις του χωρίς να τον καταλαβαίνουμε, γεγονός που τον κάνει λίγο στεγνό.

Παρόλα αυτά, αποτελεί και μία έξυπνη μανούβρα η απουσία ταύτισης, αφού ο τραγικός μας ήρωας βρίσκεται έρμαιο του κοινού που θα τον κρίνει εύκολα και οφείλω να πω πως είναι αρκετά καλογραμμένο και καλοστημένο το έργο για να μην νιώσεις (παρότι λόγω θέματος βρίσκεται πολύ κοντά) ότι πάει να σου κάνει ένα μονοδιάστατο κήρυγμα.

Το κείμενο και οι μονόλογοι είναι καλοφτιαγμένοι και αποδίδονται επιτυχώς από τον πρωταγωνιστή, με ποιητικές ελληνικές παρεμβολές που δένουν όμορφα. Παρόλα αυτά, συχνά οι διάλογοι και τα θέματα διαλόγου ξεφεύγουν του ρεαλισμού για να φανούν σχεδόν ημερολογιακοί (δίνεται και ιδιαίτερη βάσει στο στοιχείο του ημερολογίου). Αισθητική και οι ηθοποιοί το στηρίζουν αρκετά όμως, ώστε να κυλάει συμπτυγμένα. Βεβαίως θα υποκύψει στα στοιχεία του ανεξάρτητου σινεμά που έχουμε ξαναδεί: ένα ιδιαίτερο σεξουαλικό στοιχείο που συνδυάζεται με βία, ένας τραγικός και αποτρόπαιος θάνατος και μία εναλλακτική αισθητική γραμμή με ιδιαίτερους χαρακτήρες. Παρόλα αυτά, ειδικά στο στοιχείο σεξ και βία, ενώ γνωρίζει ότι προσδίδει το στοιχείο σοκ και σαφώς επιδιώκει να το παρουσιάσει αντίστοιχα, έχει την εξυπνάδα να του αποδώσει έναν σημαντικότερο σκοπό στην πλοκή, συνεπώς αυτά τα στοιχεία παρότι όντως σοκάρουν και θα μπορούσαν να είναι κουραστικά και εφετζίδικα δεν ξεχωρίζουν ιδιαιτέρως άσχημα, διότι στέκονται λειτουργικά.

Το έργο δεν έχει πραγματικά μία τεχνοτροπία που να είναι ριζοσπαστική, παρότι η μέθοδος αφήγησης του παραμένει κάτι αρκετά σπάνιο στο σινεμά – ειδικά το ελληνικό και τουλάχιστον υποκύπτει σε αυτά τα στοιχεία – κλισέ του ανεξάρτητου κινηματογράφου, υπό μια ωραία διαχείριση που κρατάει στο έργο μεστότητα και χαρακτήρα, κάνοντας μικρές αισθητικές επεμβάσεις που το ξεχωρίζουν, εξυπηρετώντας σχεδόν άψογα τον χαρακτήρα του. Η χρήση της κλασικής μουσικής προσδίδει μια ανώτερη πινελιά στο έργο που έρχεται σε αντίθεση με την καταγραφική απλότητα της, συνδυασμός που λίγο ξενίζει αλλά εν τελεί ισχυροποιεί. Σταδιακά ήχοι τηλεόρασης μεταδίδουν σκηνές τρόμου και οι κραυγές τους που ακούγονται σιγανά στο βάθος, σε κάτι που θα μπορούσε επίσης να είναι κλισέ αλλά δεν γίνεται, αντικαθιστούν την ηρεμία της κλασικής μουσικής, καθώς το σενάριο παίρνει μια ροπή προς μια εμμονική σχέση.

Πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα, όχι άψογο αλλά που κερδίζει την προσοχή.

Related stories

Η Φλώρινα του Αγγελόπουλου – Τότε και τώρα

κείμενο/φωτογραφίες Αλέξανδρος Βοζινίδης Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (Αθήνα, 27 Απριλίου 1935 - 24 Ιανουαρίου...

Όταν μια παράσταση γίνεται έμφυλο debate: Η σκηνή της κωμωδίας μιλά για ανισότητες

Ξεκίνησε έντονη συζήτηση γύρω από τις έμφυλες διακρίσεις στον...

Λαδάδικα: Αιχμηρή απάντηση των καταστηματαρχών εστίασης σε δημοσίευμα περί ηχορύπανσης

Eπιστολή απάντηση και διαμαρτυρία σχετικά με δημοσιευμα που φαίνεται...

Όσκαρ 2025: Οι υποψηφιότητες

Η μεγάλη τελετή της απονομής των βραβείων Όσκαρ, θα...