Φέτος το 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου καινοτομεί δημιουργώντας μια πρωτότυπη επιτροπή που αποτελείται από νέους και νέες κριτές. Η Κριτική Επιτροπή Νέων συγκροτείται από πέντε άτομα με φοιτητική ιδιότητα (προπτυχιακή, μεταπτυχιακή, διδακτορική) και από τα δύο πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, το Α.Π.Θ και το ΠΑ.ΜΑΚ. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος της επιτροπής, Σωτήρης Πετρίδης (υπ. Διδάκτορας του τμήματος Κινηματογράφου, ΑΠΘ) και οι Άννα Χατζηπαντελή (μεταπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Επικοινωνίας και Πολιτισμού, ΑΠΘ), Κωνσταντίνα Δάμπαλη (τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΠΑΜΑΚ), Γιάννης Μέλφος (τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, ΑΠΘ) και Νατάσα Δεληβοριά (τμήμα Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών, ΑΠΘ) απαρτίζουν τη νεοσύστατη κριτική επιτροπή.
Οι κριτές παρακολούθησαν όλες τις ελληνικές ταινίες του φεστιβάλ και έκριναν τις νικήτριες ταινίες στις οποίες απονεμήθηκαν τα εξής βραβεία: Βραβείο Επιτροπής Νεότητας Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης για Καλύτερη Ταινία στο Έτερος Εγώ (2016) του Σωτήρη Τσαφούλια και Ειδικό Βραβείο Επιτροπής Νεότητας Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης στο Πλατεία Αμερικής (2016) του Γιάννη Σακαρίδη.
Μιλήσαμε με τον πρόεδρο της επιτροπής Σωτήρη Πετρίδη και τη Νατάσα Δεληβοριά λίγο μετά την απονομή των βραβείων.
Ποια τα κριτήρια επιλογής των νικητριών ταινιών;
Σ.: Τα κριτήρια στα οποία βασιζόμαστε είναι καταρχάς τεχνικά και αφηγηματικά, δίνοντας βάση στην ιστορία, στο σενάριο και στη σκηνοθεσία. Βέβαια, εκπροσωπώντας την πανεπιστημιακή κοινότητα της πόλης, θέλουμε να λάβουμε υπόψιν μας και την «νεανική ματιά» επάνω στον κινηματογράφο, προσπαθώντας έτσι να βρούμε και τα στοιχεία τα οποία θα προσέλκυαν τη γενιά μας.
Ν.: Αρχικά, ως προς τα κριτήρια που επιλέξαμε τις δύο ταινίες σίγουρα κομβικό ρόλο είχε η ορθή χρήση των κινηματογραφικών μέσων, σεναρίου, σκηνοθετικές τεχνικές κλπ. Η ανάδειξη μιας άλλης πραγματικότητας (αυτή της εκάστοτε ταινίας) είναι φυσικά μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία, ωστόσο δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε σε αυτό, καθώς τα μέσα και οι τεχνικές έχουν εξελιχθεί σε σημαντικό βαθμό, ώστε το αποτέλεσμα να είναι το ελάχιστο ικανοποιητικό και συνεπώς, οι απαιτήσεις που έχει το κοινό αυξάνονται συνεχώς. Επομένως, είναι λογικό πως δεν θα αξιολογήσεις με τον ίδιο τρόπο μια ταινία της δεκαετίας του '60, για παράδειγμα, με μία νέα παραγωγή.
Πώς σας φάνηκε το σύνολο των ελληνικών ταινιών στο φεστιβάλ;
Σ.: Υπήρχε μία ποικιλομορφία που έδινε το στίγμα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Είναι δεδομένο ότι πολλές ταινίες είχαν έλλειψη χρηματικών πόρων, αλλά αρκετές από αυτές το χρησιμοποίησαν υπέρ τους δίνοντας το
δημιουργικό τους στίγμα.
Ν.: Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω πως το πρόγραμμα του ελληνικού διαγωνιστικού στο φετινό φεστιβάλ ανταποκρινόταν επαρκώς στις κινηματογραφικές απαιτήσεις της εποχής. Η πλειονότητα των ταινιών είχαν σημαντικά ελλείμματα στους τρόπους αναπαράστασής που επέλεγαν, με κυρίαρχα ελαττώματα στο σενάριο και στη σκηνοθεσία.
Γιατί βραβεύτηκαν οι συγκεκριμένες ταινίες; Ήταν δύσκολη ή σχετικά εύκολη η διάκρισή τους από τις υπόλοιπες;
Σ.: Αν και υπήρχαν αρκετές αξιόλογες ταινίες, αποφασίσαμε να δώσουμε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Έτερος Εγώ, καθώς είναι ένα άρτιο αστυνομικό θρίλερ (ένα είδος που δεν συνηθίζεται να παράγεται εύκολα στη χώρα μας) που χρησιμοποιεί τις αφηγηματικές και τεχνικές δομές του προς όφελος της ίδιας της ιστορίας. Το τιμητικό βραβείο δόθηκε στην Πλατεία Αμερικής για την τόλμη της να καταπιαστεί τόσο καλά με τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας και να τα αναδείξει μέσα από έξυπνο χιούμορ και καυστικά σχόλια.
Ν.: Φυσικά, δεν έλλειπαν και αξιόλογες συμμετοχές όπως φυσικά αποτελούν και οι δύο ταινίες που ως επιτροπή βραβεύσαμε, το Έτερος Εγώ σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια (βραβείο καλύτερης ταινίας) και το Πλατεία Αμερικής σε σκηνοθεσία Γιάννη Σακαρίδη (ειδικό βραβείο επιτροπής). Ως προς την πρώτη, η επιλογή της δεν μας δυσκόλεψε ιδιαίτερα, καθώς ξεχώριζε από τις υπόλοιπες ως προς την άρτια εφαρμογή της τεχνογνωσίας που απαιτείται για την κινηματογράφηση, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσε μια ταινία που δεν βαριόσουν ούτε δευτερόλεπτο. Παράλληλα, αποτελεί μία από τις λίγες ελληνικές παραγωγές που καταπιάνονται με αυτό το είδος (αστυνομικό θρίλερ) και μάλιστα τόσο καλά, ώστε να συμμετέχουν ακόμα και σε διεθνές διαγωνιστικό. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως η επιλογή του Πλατεία Αμερικής αποτέλεσε απλά μια λύση ανάγκης για εμάς, να δώσουμε απλά το ειδικό βραβείο και να τελειώνουμε. Είναι μία εξαιρετική ταινία, καθώς δεν διστάζει να καταπιαστεί, αλλά και να σχολιάσει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα με όλες τις παθογένειες και αντιφάσεις της. Προβάλλει σκέψεις και εικόνες οικείες, καθημερινές σε όλους και όλες μας και αυτό της δίνει άλλη ζωντάνια.