Με μία αρκετά σύντομη και λιτή τελετή έναρξης χωρίς πολλές φανφάρες, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έβαλε μπρος για άλλη μία χρονιά το πρόγραμμα του.
Μπήκαμε στην είσοδο του Ολύμπιον προσπερνώντας τους 110 απολυμένους της εφημερίδας Αγγελιοφόρος και του περιοδικού Close Up, που είχαν παρατάξει στους στύλους του κινηματογράφου δύο μεγάλα πανό, γνωστοποιώντας το γεγονός ότι ήταν απλήρωτοι οχτώ μήνες πριν απολυθούν.
Προχωρώντας στο εσωτερικό του Ολύμπιον από την άλλη κυριαρχούσε ένα κάπως διαφορετικό κλίμα. Μία γιορτινή ατμόσφαιρα με αρκετούς και ιδιαίτερους καλεσμένους να κάνουν την εμφάνιση τους, τόσο του πολιτικού τομέα όσο και παράγοντες του πολιτισμού.
Η ίδια η τελετή ξεκινάει υπό την σκηνοθετική επιμέλεια του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, σε κάτι που ομολογουμένως ήταν αρκετά απλό για να μην χρειάζεται ιδιαίτερη σκηνοθετική επιμέλεια και εγκαινιάζεται με ένα θεατρικό σκετς από τους σπουδαστές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, με θέμα τα γυρίσματα του βωβού κινηματογράφου υπό την διεύθυνση του Γιώργου Κολοβού. Ακολουθεί η παρουσίαση της τελετής έναρξης από τον ηθοποιό Αντίνοο Αλμπάνη, ο οποίος έβαλε τα δυνατά του να κρατήσει ψηλά την αίγλη του φεστιβάλ με έναν λόγο για το σινεμά και την αξία της τέχνης ως αγαθό σε εποχές όπου δεν υπάρχουν πόροι για την τέχνη. Ύστερα ο Διευθυντής του Φεστιβάλ Δημήτρης Εϊπίδης ανεβαίνει στο πόντιουμ για να δώσει τον καθιερωμένο του λόγο. Φέτος αυτός ο λόγος έδωσε βάση στο προσφυγικό ζήτημα που έχει καταλάβει τεράστιες διαστάσεις τόσο στην χώρα μας όσο και παγκοσμίως. Ο Δημήτρης Εϊπίδης δήλωσε την στήριξη του φεστιβάλ στην κίνηση For A Thousend Lives: Be Human την οποία συνυπογράφουν περισσότεροι από 5500 καλλιτέχνες στην Ευρώπη για την αλληλεγγύη και την δίκαιη μεταχείριση των προσφύγουν που φτάνουν στα σύνορα της.
Ακολούθησε ο λόγος του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος ήταν απών, γεγονός στο οποίο αντέδρασε το κοινό. Στην θέση του έστειλε αντιπρόσωπο να μεταφέρει έναν λόγο που όμως απευθυνόταν στο κοινό του 55ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αντί του 56ου, προς αντίδραση πάλι του κοινού. Εκτός από την στήριξη του στις τέχνες και την σημασία επιβίωσης τους εν καιρώ κρίσης, ο Υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς δεν δίστασε να τονίσει πως ο καταργημένος φόρος που ενίσχυε τον ελληνικό κινηματογράφο θα αντικατασταθεί σύντομα με νέο ισοδύναμο αλλά και πως τα τηλεοπτικά κανάλια θα καταβάλουν σύντομα αντίστοιχο φόρο διαφημίσεων για την στήριξη του ελληνικού σινεμά. Ο συγκεκριμένος λόγος δεν έλαβε ιδιαίτερο χειροκρότημα και τον ακολούθησε μία σύντομη παρουσίαση της ταινίας έναρξης Victoria από τον συν-σεναριογράφο της ταινίας που μεταφράστηκε λάθος στα ελληνικά.
Ταινία Έναρξης: Victoria
3.5/5
Η επιλογή της ταινίας έναρξης φέτος σημείωσε αρκετά μεγάλη επιτυχία ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Το Victoria του
Σεμπάστιαν Σίπερ που βραβεύθηκε για τη σκηνοθεσία του στο Φεστιβάλ Βερολίνου, πρόκειται για ένα έργο εξαίρετο στην εκτέλεση, ένας πολύ καλός εκπρόσωπος του νέου Γερμανικού σινεμά. Μία μοναχική κοπέλα η Βικτόρια, Ισπανίδα και πρώην πιανίστρια, βρίσκεται στο Βερολίνο να αναζητήσει την τύχη της. Στο νυχτερινό club στο οποίο πήγε μόνη και στο οποίο ανοίγει η ταινία, γνωρίζει μία ομάδα νεαρών, που από την πρώτη στιγμή μπορούμε να καταλάβουμε ότι αποτελούν παιδιά που ασχολούνται με μικροκλοπές και μάλλον δεν θα αποτελέσουν ιδιαίτερα καλά νέα για την ίδια.
Παρόλα αυτά, ωθημένη από μία ιδιαίτερη μοναξιά τους ακολουθεί για να διανύσει μαζί τους ένα όμορφο βράδυ που θα οδηγήσει σε ένα χαοτικό πρωί και μία πολύ διαφορετική μέρα. Το αξιοσημείωτο δε, είναι πως ολόκληρη η ταινία αποτελείται από ένα πλάνο,το οποίο ποτέ δεν σταματάει να μας κρατά το ενδιαφέρον.
Φωτογραφία, σκηνοθεσία και σενάριο είναι όλα έξοχα και στημένα στην εντέλεια.
Σε ένα έργο που ισορροπεί μεταξύ arthouse και εμπορικού σινεμά ούτως ώστε να έχει την δημιουργική φρεσκάδα του ενός αλλά και να μπορεί εύκολα να το απολαύσει ο οποιοσδήποτε, ξεχωρίζουν η αμεσότητα της σκηνοθεσίας που σε βάζει διαρκώς μέσα στην ταινία με εξαιρετικό δυναμισμό, η αισθητική της φωτογραφίας, η πολύ καλή ανάπτυξη των χαρακτήρων που εξελίσσονται και ξετυλίγονται με απόλυτο ρεαλισμό αλλά που κυρίως πλαισιώνονται από μία άψογη διανομή. Όλοι οι χαρακτήρες φαίνονται και παίζουν ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι, ταξιδεύοντας τον θεατή τόσο σε οικείες καταστάσεις όσο και σε ιδιαίτερες που μάλλον θα ήθελες να αποφύγεις. Οι μικρο-μεγάλο απατεώνες είναι συμπαθητικοί και ανθρώπινοι, η αφελής πρωταγωνίστρια – παρότι σε βάζει στην διαδικασία να αναρωτηθείς για την αφέλεια της, γίνεται κατανοητή μόνο από την παρουσία και την μοναξιά της. Τον συμπρωταγωνιστή της, τον Φρέντερικ Λάου, τον έχουμε ξαναδεί στο Die Welle, για να επιστρέψει εδώ και να μας δώσει μία μακράν καλύτερη ερμηνεία υπό μία μακράν καλύτερη σκηνοθεσία.
Παρότι στην εκτέλεση το έργο είναι ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να είναι, το προβληματικό του στοιχείο είναι το θέμα της ταινίας, που ξετυλίγεται με μία δόση προβλεψιμότητας και αναχρονισμού. Έχουμε ξαναδεί τέτοια δράματα στα 90's και παρότι το σενάριο φαίνεται πολύ καλοδουλεμένο τόσο σε ρυθμό όσο και σε ανάπτυξη χαρακτήρων, στην πραγματικότητα έχει λίγα νέα πράγματα να μας πει.
Μετά την τελετή έναρξης ακολούθησε το καθιερωμένο πάρτι του φεστιβάλ, σταθερό σημείο αναφοράς για τους παρευρισκόμενους του.