συνέντευξη στον Χρήστο Σατανίδη
ΧΣ: Αγαπητέ Σπύρο. Αρχικά να σε καλωσορίσω στον «Εξώστη» αλλά και στη Θεσσαλονίκη. Πρέπει να ομολογήσω, πως χαίρομαι ιδιαίτερα για τη συνομιλία μας, διότι πέρα από την όλη εκτίμηση που τρέφω για σένα, μετά το «Μόλις γύρισα απ’ το γυμναστήριο», ένιωσα ένα μεγαλύτερο δέσιμο μαζί σου. Επιτέλους ένας καλλιτέχνης, που είπε την αλήθεια για εμάς που «πρέπει» να πάμε γυμναστήριο. Πως σου ήρθε η έμπνευση και τελικά ποια η δική σου σχέση με τα γυμναστήρια;
ΣΓ: Καταρχάς, να σε ευχαριστήσω για την πρόσκληση και τα καλά σου λόγια. Η Θεσσαλονίκη είναι από τις αγαπημένες μου πόλεις – έχει αυτή τη μαγική ικανότητα να συνδυάζει μπουγάτσα με κουβέντες για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Τώρα, για το “Μόλις γύρισα απ’ το γυμναστήριο”, τι να σου πω… Ήταν μια στιγμή αλήθειας. Ένας φίλος μου έλεγε συνέχεια πως “πήγε γυμναστήριο” κι ενώ δεν έβλεπα καμία διαφορά στο σώμα του, κατάλαβα πως το λέμε αυτό όχι για να πείσουμε τους άλλους, αλλά για να πείσουμε τον εαυτό μας. Είναι σαν τα πολιτικά προγράμματα πριν τις εκλογές: λες πράγματα που ούτε εσύ πιστεύεις, αλλά φαίνεται ωραίο στα χαρτιά.
Όσο για τη δική μου σχέση με τα γυμναστήρια, ας πούμε ότι είναι περισσότερο πολιτική παρά πρακτική. Πιστεύω ακράδαντα στο δικαίωμα όλων να πηγαίνουν γυμναστήριο και να φωτογραφίζονται στον καθρέφτη, αλλά προσωπικά το βρίσκω πιο ενδιαφέρον να γυμνάζω τη φαντασία μου. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, είναι δύσκολο να σηκώνεις το βάρος της καθημερινότητας και ταυτόχρονα 10 κιλά σε κάθε χέρι.
ΧΣ: Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου, παρέα με τον Δημήτρη Μητσοτάκη, στον πολυχώρο WE, σε ένα live με τίτλο «Γουστάρω». Όσοι σας έχουμε δει, ξέρουμε γιατί θα «γουστάρουμε» βλέποντας σας. Σε ένα κοινό, που δε σας έχει δει, τι θα έλεγες για να τους πείσεις, πως «Ελάτε και ναι, θα γουστάρετε»;
ΣΓ: Αχ, αυτά τα «ελάτε και θα γουστάρετε» είναι πάντα δύσκολα, γιατί πώς να περιγράψεις το χάος σε λίγες λέξεις; Θα έλεγα πως το live μας είναι σαν να παρακολουθείς ένα debate στη Βουλή, αλλά με περισσότερη μουσική, πιο αληθινό χιούμορ και λιγότερη υποκρισία. Είναι μια μίξη τραγουδιών, ιστοριών και αυθόρμητης επικοινωνίας – σαν να μπαίνεις σε ένα πάρτι όπου όλοι είναι καλεσμένοι κι ο οικοδεσπότης δεν σε κοιτάει στραβά αν πιεις το τελευταίο μπουκάλι μπύρας.
Με τον Δημήτρη έχουμε αυτό το υπέροχο πράγμα που λέγεται «χημεία». Ξέρεις, είναι σαν τα κακά νέα στις ειδήσεις: δεν ξέρεις τι θα ακούσεις, αλλά ξέρεις ότι θα σε ταρακουνήσει. Οπότε, αν κάποιος ψάχνει κάτι ανάμεσα σε γέλιο, σκέψη και μουσική που δεν παίρνει τον εαυτό της υπερβολικά στα σοβαρά, τότε ναι, ελάτε. Κι αν δεν γουστάρετε, σας κερνάμε μια φανταστική ιστορία για το πώς έπεσε ο καπιταλισμός σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Ίσως.
ΧΣ: Χρόνια τώρα, όλοι οι καλλιτέχνες, λένε πόσο χαίρονται που έρχονται στη Θεσσαλονίκη, και πόσο ξεχωριστό κοινό είμαστε. Η δική σου άποψη; Έχεις κάποιες ιδιαίτερες αναμνήσεις που σε δένουν με την πόλη μας;
ΣΓ: Ε, καλά, όλοι λένε τα ίδια! Ότι η Θεσσαλονίκη είναι υπέροχη, ότι το κοινό είναι μαγικό, ότι ο Λευκός Πύργος τους εμπνέει, και μετά τρέχουν να προλάβουν το επόμενο live στην Αθήνα. Κι εγώ το ίδιο θα σου πω. Και ο Μητσοτάκης που είναι εδώ δύο μήνες για να προετοιμάσει το live και έχει πάρει δέκα κιλά.
Η Θεσσαλονίκη έχει αυτό το κάτι, που δεν είναι απλώς το καλό φαγητό ή η θάλασσα – ΕIΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΡΟ, είναι οι άνθρωποι. Είναι το χιούμορ τους, το πείσμα τους και η ικανότητά τους να μιλάνε για πολιτική ενώ τρώνε τρίγωνα Πανοράματος.
Αναμνήσεις; Έχω πολλές! Θυμάμαι μια φορά που κάναμε live και το κοινό τραγουδούσε τόσο δυνατά, που σκέφτηκα να κατέβω από τη σκηνή και να τους αφήσω να το συνεχίσουν μόνοι τους. Επίσης, δεν ξεχνάω το βράδυ που ένας τύπος με σταμάτησε στην Αριστοτέλους για να μου πει ότι “μουσική σαν τη δική σου σώζει το σύμπαν”. Μετά μου ζήτησε δύο ευρώ για τυρόπιτα. Δεν είχα. Του ζήτησα το ίδιο και μου έδωσε.
Οπότε ναι, η πόλη σας έχει κάτι ξεχωριστό. Είναι σαν την Ελλάδα σε μικρογραφία: όμορφη, χαοτική, γεμάτη αντιφάσεις, αλλά πάντα με μια καρδιά που χτυπάει δυνατά.
ΧΣ: Αστικός μύθος ή το πιστεύεις κι εσύ, ότι η Θεσσαλονίκη είναι η «ερωτική» πόλη. Προσωπικά δε το νιώθω καθόλου, να είμαι ειλικρινής.
ΣΓ: Η Θεσσαλονίκη έχει κάτι το ερωτικό στο πώς σε τυλίγει. Είναι αυτή η αίσθηση ότι ο χρόνος κυλάει λίγο πιο αργά εδώ, που σου αφήνει χώρο να κάνεις μια βόλτα στην παραλία, να χαθείς στα Λαδάδικα και να σκεφτείς «μήπως να πάω για έναν καφέ ακόμα;». Αν αυτό δεν είναι ερωτικό, τότε τι είναι;
Δεν είναι ρομαντικό να είναι να κολλάς στην κίνηση στην Τσιμισκή. Αν με ρωτάς, το ερωτικό στοιχείο της Θεσσαλονίκης βρίσκεται περισσότερο στα μικρά πράγματα: σε μια κουβέντα με φίλους σε ένα μπαλκόνι ή σε έναν φραπέ που πίνεις βλέποντας τον Θερμαϊκό. Δεν πίνω καφέ, αλλά μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για χάρη της συνέντευξης.
ΧΣ: Μία από τις πρώτες σκέψεις που κάνω, ακούγοντας το όνομα σου, είναι το «ανεξάρτητος». Και ίσως το σκέφτομαι, διότι από το 2010 που κάνεις δισκογραφία, κάνεις τις παραγωγές σου μόνος, δίχως την «προστασία» κάποιας δισκογραφικής εταιρίας.
ΣΓ: Χαίρομαι που σκέφτεσαι το «ανεξάρτητος», γιατί θα μπορούσες να σκέφτεσαι το «απροσάρμοστος» – αν και αυτά τα δύο δεν απέχουν πολύ, αν το καλοσκεφτείς. Είναι αλήθεια ότι από την αρχή διάλεξα αυτόν τον δρόμο, τον ανεξάρτητο, που μοιάζει με εκείνες τις χωμάτινες διαδρομές στα βουνά: δεν είναι εύκολες, αλλά βλέπεις καλύτερη θέα.
Δεν το έκανα από κάποιον ρομαντισμό ή ιδεολογία. Απλώς ήθελα να μπορώ να κάνω τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο, να λέω αυτό που θέλω χωρίς να σκέφτομαι αν «πουλάει». Και, ξέρεις, πολλές φορές η ανεξαρτησία δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη. Όταν το σύστημα σου λέει «δεν μας χωράς», λες κι εσύ «εντάξει, θα φτιάξω δικό μου τραπέζι».
Από την άλλη, δεν είμαι εναντίον των δισκογραφικών εταιριών – είμαι εναντίον του τρόπου που λειτουργούν οι περισσότερες. Αντί να επενδύουν στους καλλιτέχνες, επενδύουν στα trends. Αντί να στηρίζουν το ρίσκο, παίζουν πάντα εκ του ασφαλούς. Κι εγώ, να σου πω την αλήθεια, δεν αντέχω την «ασφάλεια». Προτιμώ να πέσω στα βαθιά και να μάθω κολύμπι, έστω κι αν καμιά φορά χρειάζεται να πιω λίγο νερό.
Η ανεξαρτησία, λοιπόν, δεν είναι εύκολη. Κοστίζει χρόνο, χρήμα και ενέργεια. Αλλά σου δίνει κάτι που κανένα συμβόλαιο δεν μπορεί να σου δώσει: την ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου. Και αυτό, για μένα, είναι ανεκτίμητο.
ΧΣ: Η σχέση σου με τη δισκογραφία από μικρός ποια ήταν; Ήσουν από τα παιδιά, που θα έκανε συλλογή δίσκων ή θα έτρεχε να πάρει το νέο δίσκο του αγαπημένου τους καλλιτέχνη; Αν ναι, τώρα που επί της ουσίας, η παλιά δισκογραφία, που εμείς οι 40άρηδες προλάβαμε, δεν υπάρχει, σου λείπει; Θεωρείς ότι είναι πιο δύσκολα τα πράγματα για εσάς που είστε στο χώρο τώρα;
ΣΓ: Η σχέση μου με τη δισκογραφία όταν ήμουν μικρός ήταν μια σχέση εξ αποστάσεως, αλλά γεμάτη πάθος. Ήμουν από αυτά τα παιδιά που καθόντουσαν μπροστά από το κασετόφωνο για να γράψουν τραγούδια από το ραδιόφωνο – και πάντα ο εκφωνητής μιλούσε πάνω στο καλύτερο σημείο! Δίσκους δεν αγόραζα συχνά, γιατί τα οικονομικά δεν το επέτρεπαν, αλλά όταν έπιανα έναν στα χέρια μου, ήταν σαν να κρατάω κάτι ιερό. Τον ξεφύλλιζα, διάβαζα τους στίχους, χανόμουν στο artwork. Ήταν μια εμπειρία, όχι απλώς μια αγορά.
Τώρα, για το πώς έχουν αλλάξει τα πράγματα… Ναι, μου λείπει εκείνη η εποχή. Όχι από νοσταλγία για το παρελθόν, αλλά γιατί τότε η μουσική είχε ένα άλλο βάρος. Ο δίσκος ήταν μια ολοκληρωμένη πρόταση, μια ιστορία που έπρεπε να ακούσεις από την αρχή ως το τέλος. Σήμερα, με το streaming και τα singles, όλα μοιάζουν λίγο πιο επιφανειακά, πιο γρήγορα. Είναι σαν να τρως fast food αντί για ένα καλομαγειρεμένο γεύμα.
Είναι πιο δύσκολα τα πράγματα τώρα; Ναι και όχι. Από τη μία, έχεις πρόσβαση σε ένα παγκόσμιο κοινό με το πάτημα ενός κουμπιού. Από την άλλη, αυτό σημαίνει ότι το κοινό έχει άπειρες επιλογές και η προσοχή του είναι πιο περιορισμένη από ποτέ. Πρέπει να γίνεις και καλλιτέχνης, και μάνατζερ, και διαφημιστής – όλα μαζί. Κι αυτό είναι εξαντλητικό.
Αλλά, όπως όλα στη ζωή, είναι θέμα προσαρμογής. Ναι, λείπουν οι παλιές εποχές, αλλά κάθε εποχή φέρνει τις δικές της ευκαιρίες. Το μόνο που μένει σταθερό είναι η ανάγκη μας για μουσική που μιλάει στην ψυχή μας. Κι αυτό προσπαθώ να κάνω, είτε με κασέτες, είτε με δίσκους, είτε με streams.
ΧΣ: Το πιο απρόβλεπτο βινύλιο ή cd που έχεις στη δισκοθήκη σου και ίσως να μη περίμενε κανείς να δει;
ΣΓ: Χμμ… Το πιο απρόβλεπτο βινύλιο που έχω στη δισκοθήκη μου είναι πιθανότατα ο **”Best of Julio Iglesias”**. Ναι, καλά διάβασες! Ο Julio, ο άνθρωπος που κάνει όλες τις μαμάδες και τις γιαγιάδες να λιώνουν. Και ξέρεις τι; Είναι δισκάρα! Έχει κάτι το τρομερά νοσταλγικό και χαλαρωτικό – και ας μην καταλαβαίνω πάντα τι λέει.
Πριν αρχίσεις να αναρωτιέσαι πώς κατέληξε στα χέρια μου, να σου πω ότι ήταν ένα δώρο από έναν φίλο που μου είπε: «Σπύρο, αν θες να καταλάβεις τι σημαίνει “γλυκός καημός”, πρέπει να ακούσεις αυτό». Και είχε δίκιο. Είναι τόσο μακριά από τη μουσική που γράφω ή ακούω συνήθως, που καμιά φορά γίνεται το τέλειο break.
Αυτός ο δίσκος είναι σαν να βρίσκεις ένα παλιό σημειωματάριο από το σχολείο: δεν ταιριάζει με την καθημερινότητά σου, αλλά έχει αυτή τη ζεστασιά που δεν μπορείς να αρνηθείς. Κι αν ποτέ καταφέρω να συνδυάσω τον Julio Iglesias με πολιτικό σχολιασμό και καυστική σάτιρα, να ξέρεις ότι θα το κάνω!
ΧΣ: Κάτι ακόμα που εκτιμώ σε σένα. Έχεις social media, αλλά δεν είσαι από τους ανθρώπους που αναρτούν διαρκώς απόψεις κλπ. Αυτά που έχεις να πεις, τα λες μέσω των τεχνών σου. Προσωπικά αισθάνομαι πως έχουν μπερδευτεί οι ρόλοι πια. Σαν να έχουν μεγαλύτερη αξία τα likes, από την τέχνη.
ΣΓ: Η τέχνη είναι εκεί για να σου προκαλέσει σκέψη, συναίσθημα, ίσως και απορία – όχι για να πάρει likes. Είναι εύκολο να μπλέξεις το προσωπικό και το δημόσιο, ειδικά σήμερα που οι πλατφόρμες θέλουν να σε κρατάνε συνεχώς online. Αλλά η δική μου προσέγγιση είναι να διατηρώ κάποια απόσταση. Όταν θέλω να πω κάτι, το κάνω μέσα από τη μουσική ή τις παραστάσεις. Η τέχνη έχει αυτό το υπέροχο χαρακτηριστικό: δεν χρειάζεται να αναλωθείς με τις απόψεις σου κάθε μέρα για να πεις κάτι σημαντικό. Τα «like» μπορεί να πάνε κι έρθουν, η τέχνη μένει – αν έχει κάτι να πει.
Το σημαντικό για μένα είναι ότι η τέχνη δεν είναι για να κάνεις αρεστή τη γνώμη σου. Όταν προσπαθείς να «πουλήσεις» μια άποψη για να πάρεις περισσότερα likes, χάνεις την ουσία. Και δυστυχώς, αυτό το βλέπουμε πολύ συχνά τώρα πια. Το να παραμείνεις πιστός στο να δημιουργείς, χωρίς να έχεις το άγχος του αριθμού των ακολούθων, είναι κάτι που το θεωρώ πολύ πιο υγιές. Αν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας το κάνει για τη μουσική και τα έργα μου, όχι γιατί έβαλα μια ωραία φωτογραφία ή πόσταρα την τελευταία μου σκέψη για το τι παίζει στην κοινωνία.
ΧΣ: Φοβήθηκες ποτέ τη λογοκρισία ή τις αντιδράσεις, για κάποιο τραγούδι σου; Πχ το «Ω να σου».
ΣΓ: Αυτό είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση, γιατί η λογοκρισία και οι αντιδράσεις είναι πάντα κάτι που το έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου, ειδικά όταν κάνεις κάτι που προκαλεί. Όχι, δεν φοβήθηκα ποτέ τις αντιδράσεις από τον κόσμο. Πάντα είχα την αίσθηση ότι η μουσική και η τέχνη πρέπει να είναι ειλικρινείς και να εκφράζουν αυτό που νιώθεις εκείνη τη στιγμή, χωρίς να φιλτράρεις τη σκέψη σου για να αποφύγεις την κριτική. Αν κάνεις τέχνη για να είσαι αρεστός ή για να αποφύγεις αντιδράσεις, χάνεις την ουσία.
Το να φοβάσαι τη λογοκρισία ή τις αντιδράσεις είναι σαν να αυτολογοκρίνεσαι και αυτό δεν είναι κάτι που θέλω να κάνω. Αν υπάρχει κάτι που έχω μάθει από τα χρόνια στη μουσική, είναι ότι το να είσαι αληθινός και να εκφράζεσαι ελεύθερα είναι η μεγαλύτερη δύναμη που έχεις. Αν κάποιος δεν συμφωνεί ή θίγεται, αυτό είναι μέρος του παιχνιδιού.
ΧΣ: Έχει ανοίξει ένα ζήτημα περί λογοκρισίας, των στίχων της trap μουσικής. Ποια είναι η άποψη σου;
ΣΓ: Η λογοκρισία είναι εξίσου καταπιεστική και επικίνδυνη σε όλα τα είδη τέχνης, γιατί περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης και την ικανότητα του καλλιτέχνη να προσεγγίσει την αλήθεια του. Είτε πρόκειται για μουσική, λογοτεχνία, ζωγραφική ή κινηματογράφο, η τέχνη υπάρχει για να εκφράζει σκέψεις, συναισθήματα και κοινωνικές αλήθειες, χωρίς φραγμούς ή περιορισμούς. Όταν η λογοκρισία επεμβαίνει, αφαιρεί την αυθεντικότητα και την ελευθερία που χρειάζεται ο καλλιτέχνης για να επικοινωνήσει με το κοινό του.
Σε κάθε μορφή τέχνης, η λογοκρισία λειτουργεί ως φίμωτρο και δεν αφήνει χώρο για διαφορετικές απόψεις, για πειραματισμούς, για την αμφισβήτηση των κοινωνικών ή πολιτικών καταστάσεων. Στη μουσική, για παράδειγμα, η παρέμβαση της λογοκρισίας μπορεί να διαστρεβλώσει το μήνυμα που θέλει να περάσει ο καλλιτέχνης. Στη λογοτεχνία, μπορεί να αλλοιώσει την ένταση και την αλήθεια μιας ιστορίας. Στην εικόνα και στο θέατρο, η λογοκρισία μπορεί να καταπνίξει την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση και να υπονομεύσει την αποστολή της τέχνης να προκαλεί σκέψεις και να ενθαρρύνει τον διάλογο.
Η λογοκρισία διαφέρει από την κριτική, η οποία είναι ουσιαστική για την εξέλιξη της τέχνης. Η κριτική ενθαρρύνει το διάλογο και βοηθά τον καλλιτέχνη να εξελιχθεί, ενώ η λογοκρισία απλώς αποσιωπά ή περιορίζει την έκφραση. Στην πραγματικότητα, η λογοκρισία είναι μια μορφή εκφοβισμού που εμποδίζει την τέχνη να υπηρετήσει τον ρόλο της – να εξερευνά τις σκοτεινές πλευρές της κοινωνίας, να αμφισβητεί το κατεστημένο και να προσφέρει νέες προοπτικές.
Γι’ αυτό, όπου κι αν εμφανίζεται, η λογοκρισία είναι το ίδιο κακή σε όλα τα είδη τέχνης, γιατί περιορίζει την ελευθερία του καλλιτέχνη και του κοινού να αλληλοεπιδράσουν με αυθεντικότητα και αλήθεια.
Το αν πρέπει να ακουστεί η όχι, θα το κρίνει ο κόσμος, όχι κάποια επιτροπή.
ΧΣ: Δε ξέρω αν σε έχει κουράσει να σε ρωτάνε, για το θέμα «Χιούμορ», μιας και είσαι ταυτισμένος με αυτό, αλλά θέλω να συζητήσουμε για αυτό. Ήσουν πάντα άνθρωπος με χιούμορ; Θυμάμαι, σε μια συνέντευξη ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, είχε πει πως αναγκάστηκε να εφεύρει το χιούμορ στη ζωή του, για να ανταπεξέλθει σε δύσκολες συνθήκες που ζούσε. Και κάπως έτσι συνέβη και με μένα.
ΣΓ: Δεν με κουράζει καθόλου! Αντίθετα, το «χιούμορ» είναι κάτι που με συνοδεύει από μικρό, και έχω την εντύπωση πως είναι κομμάτι της προσωπικότητάς μου, ίσως και της ύπαρξής μου. Από παιδί, έβρισκα πάντα έναν τρόπο να κάνω τους γύρω μου να γελάνε – όχι πάντα για να κλέψω την παράσταση, αλλά γιατί το χιούμορ ήταν για μένα ένας τρόπος να αντιμετωπίζω τις καταστάσεις και να επικοινωνώ με τους άλλους.
Ήμουν πάντα άνθρωπος με χιούμορ, όμως, ας το πούμε, δεν ήταν πάντα το χιούμορ που όλοι περιμέναν. Είχα αυτή την τάση να το χρησιμοποιώ ως αμυντικό μηχανισμό, ειδικά σε δύσκολες ή έντονες καταστάσεις. Πολλές φορές, πίσω από το γέλιο, κρύβεται κάτι πιο σοβαρό, κάτι που λέγεται για να αποκρύψει την ένταση ή τον πόνο. Όμως, το χιούμορ μπορεί να είναι και θεραπευτικό – είτε για τον εαυτό σου, είτε για τους άλλους. Μπορεί να είναι μια γέφυρα για να συνδεθείς με τους ανθρώπους και να σπάσεις τον πάγο, ειδικά σε δύσκολες ή επικίνδυνες καταστάσεις.
Αυτό που με ενδιαφέρει, όμως, είναι το χιούμορ να έχει ουσία και να μην είναι απλώς επιφανειακό ή να προκαλεί μόνο για να προκαλέσει. Το χιούμορ μπορεί να είναι και όπλο και εργαλείο. Χρησιμοποιώντας το με σοβαρότητα, μπορεί να σχολιάσει κοινωνικά ζητήματα, να φωτίσει σκοτεινές πλευρές και να προκαλέσει σκέψη. Το χιούμορ δεν είναι πάντα απλώς για να γελάσεις. Καμιά φορά είναι το πιο έντονο μέσο για να δείξεις την αλήθεια και να ανοίξεις διάλογο.
ΧΣ: «Δε με ρωτήσανε να γεννηθώ αν θέλω». Αν σε ρωτούσαν, τι θα απαντούσες;
ΣΓ: Αυτή η φράση κρύβει μια ενδιαφέρουσα φιλοσοφική διάσταση. Αν με ρωτούσαν αν ήθελα να γεννηθώ, νομίζω ότι θα απαντούσα «ναι», χωρίς δεύτερη σκέψη. Η ζωή, όσο δύσκολη ή περίπλοκη κι αν είναι, έχει αυτή τη μαγευτική ικανότητα να σου προσφέρει στιγμές που σε κάνουν να νιώθεις πως άξιζε να υπάρξεις. Κάθε μέρα είναι μια ευκαιρία για να μάθεις, να εξελιχθείς, να νιώσεις και να δημιουργήσεις.
Αλλά ταυτόχρονα, καταλαβαίνω απόλυτα την άποψη που μπορεί να έχει κάποιος που λέει «δε με ρωτήσανε». Όλη αυτή η σύγκρουση, η προσπάθεια να καταλάβεις τον κόσμο γύρω σου και το μέρος που καταλαμβάνεις σε αυτόν, είναι πολλές φορές συναισθηματικά φορτισμένη και με σκαμπανεβάσματα. Ειδικά σε δύσκολες στιγμές, μπορεί να αναρωτηθείς αν η επιλογή να γεννηθείς θα ήταν κάπως διαφορετική, αν είχες την ευκαιρία να το αποφασίσεις.
Αλλά στο τέλος, η ίδια η ερώτηση για το αν θα ήθελες να γεννηθείς ή όχι, δείχνει τη δύναμη της ανθρώπινης σκέψης – την ικανότητά μας να αμφισβητούμε, να αναρωτιόμαστε, να αναζητούμε νόημα. Και αυτή η δύναμη είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε. Οπότε, ακόμα κι αν η ζωή έχει τα πάνω και τα κάτω της, η απάντησή μου θα είναι «ναι».
ΧΣ: Αν ο Σπύρος των 40 ετών, είχε απέναντι του, τον Σπύρο της εφηβείας, τι συμβουλή θα του έδινε;
ΣΓ: Αν ο Σπύρος των 45 είχε απέναντι του τον Σπύρο της εφηβείας, νομίζω ότι η πιο σημαντική συμβουλή που θα του έδινε θα ήταν: **”Να είσαι πιο υπομονετικός με τον εαυτό σου και να πιστεύεις περισσότερο στις δυνατότητές σου”**.
Στην εφηβεία, πολλές φορές τρέχεις να φτάσεις σε κάτι που θεωρείς ότι θα σε κάνει να νιώσεις ολοκληρωμένος ή επιτυχημένος, και δεν συνειδητοποιείς πόσο σημαντικό είναι να απολαμβάνεις τη διαδικασία, τη μαθητεία, τις αποτυχίες, και τα λάθη. Θα του έλεγα επίσης να μην φοβάται να ακολουθήσει το δικό του δρόμο, ακόμα κι αν φαίνεται διαφορετικός από αυτόν των άλλων. Η ζωή δεν είναι μια ευθεία γραμμή, και το να κυνηγάς το όνειρό σου χωρίς να φοβάσαι τη διαφοροποίηση είναι κάτι που θα τον βοηθήσει πολύ παραπάνω από το να προσπαθεί να ταιριάξει σε κάτι που δεν είναι.
Ο Σπύρος της εφηβείας ίσως ανησυχούσε πολύ για το μέλλον και για το πώς θα τον βλέπουν οι άλλοι, ενώ ο Σπύρος των 45 καταλαβαίνει ότι η αληθινή αξία έρχεται με το να κάνεις ό,τι σε γεμίζει. Η μεγαλύτερη μάθηση με τα χρόνια είναι ότι όλα θα έρθουν όταν είναι η ώρα τους – και ότι δεν χρειάζεται να βιαστείς.
Έτσι, η συμβουλή του Σπύρου των 45 στον Σπύρο της εφηβείας θα ήταν απλή: “Πάρε μια βαθιά ανάσα, μη βιάζεσαι και πίστευε σε σένα, γιατί τα καλύτερα έρχονται όταν αφήνεις τον εαυτό σου να εξελιχθεί χωρίς πίεση.”
ΧΣ: Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη, όταν θα δώσεις συνέντευξη σε έναν άνθρωπο, που τον λένε Χρήστο ΣΑΤΑΝίδη;
ΣΓ: Χριστέ μου!
Δημήτρης Μητσοτάκης και Σπύρος Γραμμένος live την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου στο WE
Ο Δημήτρης Μητσοτάκης γεννήθηκε πιο παλιά και πρόλαβε να φτιάξει τους Ενδελέχεια, να βγάλει δεκατέσσερις δίσκους, να γράψει βιβλία, θεατρικά έργα, να κάνει παιδιά και πριν 13 χρόνια, να γνωρίσει το Σπύρο Γραμμένο που γεννήθηκε αργότερα, πρόλαβε να γίνει κομμωτής αλλά τα παράτησε, να βγάλει έξι δίσκους, δύο βιβλία, να κάνει ραδιόφωνο, θέατρο και τηλεόραση.
Από την “Κυρά Κατίνα”, την “Διαμαντένια προβλήτα” την “Λίστα” μέχρι το “Ω να σου, το “Καμία μόνη” και το “Τι με κοιτάς” ένα “Γουστάρω” δρόμος.
*Παίζουν οι μουσικοί*
Χρήστος Καλκάνης, πλήκτρα – κλαρινέτο
Μιχάλης Γαλάνης, τύμπανα
Παντελής Πέτρου, μπάσο
Οδυσσέας Τζιρίτας, κιθάρα
Info:
Δημήτρης Μητσοτάκης και Σπύρος Γραμμένος
Live στο WE!
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024
Οι πόρτες ανοίγουν στις 21:00 || Η συναυλία ξεκινάει στις 22:00
Εισιτήρια: Προπώληση 13€ || Ταμείο 15€
Ηλεκτρονικά εισιτήρια εδώ: https://www.more.com/