Πώς ορίζεται η λέξη
Αμερικάνος; Αυτή είναι μια ερώτηση την οποία επιχειρεί αν όχι να απαντήσει, τουλάχιστον
να κατανόηση πλησιάζοντάς την ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παράγωγος του κοφτερού
ντοκιμαντέρ “Καταγεγραμμένος” που προβλήθηκε εχθές το βράδυ σε ένα
κατάμεστο Ολύμπιον. Γεννημένος στις Φιλιππίνες αλλά κάτοικος Ηνωμένων
Πολιτειών από τα 12 του χρόνια, ο διακεκριμένος δημοσιογράφος και νικητής του
βραβείου Πούλιτζερ Χοσέ Αντόνιο Βάργκας, ζώντας μόλις 32 χρονών το
απόλυτο αμερικάνικο όνειρο στημένο όμως πάνω σε ένα ψέμα, αποφασίζει τελικά να
βγει μπροστά, δηλώνοντας ότι ουσιαστικά είναι και αυτός ένας από τους έντεκα
εκατομμύρια (!) μη καταγεγραμμένους (και όχι παράνομους, η λέξη απορρίπτεται
σωστότατα από την αρχή) μετανάστες των ΗΠΑ, που ζουν σχεδόν για όλη τους τη ζωή
κρυμμένοι, ένοχοι, τρομοκρατημένοι από το ενδεχόμενο της απέλασης. Οι
περισσότεροι από αυτούς, είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν άλλη πατρίδα, ζουν
και εκπληρώνουν όλες τις υποχρώσεις τους απέναντι σε ένα κράτος που ουσιαστικά
δεν τους υπολογίζει, που δεν ξέρει τι να κάνει με αυτούς. Ο Βάργκας μέσω
της προσωπικής του εμπειρίας επιχειρεί να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, να
ενημερώσει για ένα δύσκολο θέμα “μια διαρκή άβολη συζήτηση”, άλλα και να
αποδείξει ότι οι μετανάστες δεν αποτελούν στέγνα αντικείμενα αντιπαράθεσης αλλά
ανθρώπους με προσωπικότητες, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν αντικρίσει ή
επικοινωνήσει με τις οικογένειές τους για χρόνια. Κατατρεγμένοι και όχι
παράνομοι (ή ακόμη χειρότερα, όπως είναι και της μόδας στη χωρά μας “λαθραίοι”),
αναγκασμένοι να ζουν ένα διαρκές καθαρτήριο για μια απόφαση που, πολλοί από
αυτούς, δεν έχουν πάρει καν οι ίδιοι. Το φιλμ, κινούμενο στα γνωστά δομικά
μονοπάτια καταγραφής και τεκμηρίωσης, αργεί να συνεπάρει, παρά την δεδομένα
ενδιαφέρουσα ιστορία του, όμως κάποια στιγμή μοιάζει να βρίσκει ρυθμό, εμπλέκοντας
και το συναίσθημα γύρω από μια κατάσταση η οποία αποτελεί θλιβερή
πραγματικότητα κάθε χώρας, και αντικείμενο ιδεολογικών και πολίτικων διαφωνιών.
Η τελική απότομη δραματοποίηση μπορεί να αποπροσανατολίζει ελαφρώς, όμως το
πρόβλημα παραμένει ξεκάθαρο, διαυγές και δυστυχώς ακόμη ανεπίλυτο.
Θα επαναπροβληθεί
το Σάββατο, 21 Μαρτίου, στις 20:30, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα
Νωρίτερα, το
ενδιαφέρον μας κέντρισε το εξίσου αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μάθεσον
Μίλερ, με τον εμφατικό τίτλο “Φτώχεια Α.Ε.”. Το τολμηρό φιλμ, αναφέρεται
στην μεγάλη απάτη της ανθρωπιστικής βοήθειας στις αποκαλούμενες (από τους
ίδιους τους “φιλάνθρωπους”) χώρες του τρίτου κόσμου. Αποπειράται να ξεσκεπάσει
την επίπλαστη εικόνα της άδολης αγάπης και βοήθειας προς αυτούς που έχουν
ανάγκη, αποκαλύπτοντας πολλές φορές το προφανές: τα τεράστια οικονομικά οφέλη
που αποκομίζουν οι κυβερνήσεις, πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις αλλά και
ιδιωτικές πολυεθνικές που εδρεύουν κυρίως στην Αμερική.
Ένας διαρκής φαύλος
κύκλος που έχει ως απώτερο σκοπό την απαξίωση των υποανάπτυκτων χωρών (ιδιαίτερο
ενδιαφέρον είχε η ανάλυση του φαινομενικά αθώου χριστουγεννιάτικου τραγουδιού “Do they know it’s Christmas” που
αναπαράγεται διαρκώς από το 1984), το μπλοκάρισμα της οποιαδήποτε αυτάρκους
ανάπτυξης και τη διαιώνιση της ανάγκης συνεχούς παροχής βοήθειας, ακατάπαυστης
ελεημοσύνης. Πολύ προσεκτικά ο Μίλερ αποφεύγει να πέσει στην παγίδα της
κατάφωρης κατηγορίας απέναντι στην εν γένη βοήθεια και συμπόνια προς τον
πάσχοντα, αλλά προσηλώνεται στην στοιχειοθέτηση μιας εναλλακτικής άποψης με
ουσιαστικά αποτελέσματα, ή οποία έχει να ανταγωνιστεί ένα σύστημα το οποίο δεν
κάνει τίποτε άλλο από το να συντηρεί (αν όχι να δημιουργεί) νέα φτώχια, σχέσεις
εξάρτησης και μια απρόσεχτη, ρομαντικοποιημένη και υποκειμενικότατη οπτική των
δυτικών κυρίως, γύρο από τον όρο “άνθρωποι που έχουν ανάγκη”. Η σκοπιά του φιλμ
πάντως μοιάζει θετική, αφήνοντας ένα δυναμικό, ολοκάθαρο, ληκτικό μήνυμα: Κάνεις
δεν θέλει να ζει ως ζητιάνος για όλη του τη ζωή.
Η βραδιά του Φεστιβάλ
ολοκληρώθηκε με το σίγουρα πιο παράξενο ντοκιμαντέρ του φετινού θεσμού, το “Μέτρο
Πάντων” του Σαμ Γκριν. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο οποίος επέλεξε ίσως
τον πιο πρωτότυπο τρόπο εξιστόρησης απεικόνισης και βίωσης του έργου του, βρέθηκε
στη σκηνή μαζί με τη ζωντανή εξαμελή ορχήστρα Music, συνοδεύοντας
αυτήν την περισσότερο παράσταση, πάρα προβολή. Αντλώντας την έμπνευσή του από
το βιβλίο Γκίνες ο Αμερικανός κινηματογραφιστής παρουσιάζει στοιχεία από τις
προσωπικότητες εφτά κατόχων ρεκόρ, με ματιά που προσηλώνεται κυρίως στον κόσμο
ανθρώπων που ψάχνουν το νόημα της ζωής, μέσω των ιδιαιτεροτήτων τους. Με
χαρακτηριστικό της γνώρισμα τον καλά δουλεμένο συγχρονισμό ανάμεσα στη ζωντανή
αφήγηση από τον ίδιο τον Γκριν, τη μουσική και την παρουσίαση στο πανί, η
ταινία ερευνά τα όρια της ανθρώπινης περιέργειας, μέσω ανούσιων τις
περισσότερες φορές ρεκόρ, ενός βιβλίου (αλήθεια, γνωρίζετε γιατί ονομάζεται
Γκίνες;) που άθελά του ίσως, καταγράφει στιγμιότυπα ενός ταξιδιού χωρίς
προορισμό. Η ταινία αποδεικνύεται ένα όμορφο τρικ, που όμως έχει περιορισμένη
διάρκεια απήχησης, καθώς η επαναληψιμότητα, οι άστοχες πολίτικες αναφορές στο
παρελθόν των δημιουργών και η άτσαλη υπαρξιακή φιλοσοφική του προσέγγιση την
καθιστούν κάπως μονοσήμαντη, παρόλη την απλουστευμένη ευχάριστη διάθεση που
εκπέμπει.