Σκηνοθεσία: Dan Trachtenberg
Ηθοποιοί: John Goodman, Mary Elizabeth Winstead, John Gallagher Jr.
Θα πρέπει ίσως να ξεκαθαριστεί κάτι εξ αρχής: οποίος περιμένει ένα επεξηγηματικό σίκουελ της προ οκταετίας περίπου ομότιτλης δημιουργίας θα απογοητευτεί, μόνο όμως στην αρχή. Με σχεδόν ολόκληρη την ομάδα του Cloverfield στην παραγωγή, η ταινία δίνει την εντύπωση μιας συνέχειας που τελικά περιορίζεται σε ελάχιστες αντιστοιχήσεις, αφού στην πραγματικότητα διηγείται μια εντελώς αυτούσια ιστορία και η σχέση με τον φιλμικό της πρόγονο θα μπορούσε κάλλιστα να μην υφίσταται. Ο παράγωγος Τζ. Τζ. Άμπραχαμς αποτίει ακόμη μια φορά φόρο τιμής στο σασπένς, όχι πια με ένα δήθεν ερασιτεχνικό post–apocalypticφιλμάκι της επιστροφής του Γκοτζίλα, αλλά με ένα κλασικό κλειστοφοβικό θρίλερ που βαθμιαία ανατρέπει ότι χτίζει, μετατοπίζοντας την αφήγηση ανάμεσα στα παραδοσιακά genreτου τρόμου και της αγωνίας. Πλέκοντας το παλιό με το νέο και κρατώντας μια χαλαρή και ειρωνική σύνδεση με το εναρκτήριο φιλμ, καταφέρνει να μεταφέρει το φραντσάιζ σε καινούρια μονοπάτια δημιουργώντας στο τέλος ένα φρέσκο αποτέλεσμα, πιο έξυπνο και ανέλπιστα αποδοτικότερο, κάνοντας την ευρηματική άλλα ελλιπέστατη ταινία καταστροφής του 2008 να μοιάζει μακρινή ανάμνηση.
Ίσως η πιο υποτιμημένη ηθοποιός της γενιάς της, η Μέρι Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ συνθέτει ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον Τζον Γκούντμαν, όντας παγιδευμένη σε ένα υπόγειο καταφύγιο ύστερα από ένα παράξενο αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Οποιοδήποτε αποκάλυψη της συνέχειας της πλοκής θα κατέστρεφε το δαιδάλωδες όραμα του διάσημου παραγωγού, του οποίου η ταινία φέρει ξεκάθαρα και ανεξίτηλα τη σφραγίδα. Η υψηλού επιπέδου δεξιοτεχνία μπροστά και πίσω από την κάμερα πλαισιώνεται από ένα σενάριο (το οποίο συνυπογράφει ο σκηνοθέτης του Χωρίς μέτρο Νταμιέν Σαζέλ) που έχει τις ρίζες του στην ψυχολογική ένταση που χτίζεται σταδιακά μέσα στα συντρίμμια μιας μετα-αποκαλυπτικής πραγματικότητας, προσφέροντας παράλληλα γνώσεις με το σταγονόμετρο και αποκαλύπτοντας πάντοτε τη μισή αλήθεια, κυρίως μέσα από την υποκειμενικότητα των αισθήσεων της κεντρικής πρωταγωνίστριας. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Νταν Τράκτενμπεργκ, από την εναρκτήρια (σε άψογο Χιτσκοκικό στιλ) σεκάνς έως τις βασανιστικές τελικές στιγμές του φιλμ, αμφιταλαντεύεται και αναρωτιέται εάν οι ιδιότητες του σωτήρα και του βασανιστή μπορούν να συνυπάρχουν κάτω από το ίδιο πλαίσιο καθώς η αρρωστημένη προσομοίωση της οικογενειακής θαλπωρής και γαληνής γιγαντώνουν την απειλή, παρότι οι ενδείξεις για την εφιαλτική κατάσταση έξω από τις βαριές μεταλλικές πόρτες του επιμελώς οργανωμένου καταφυγίου παραμένουν πειστικές. Η ημιτελής περιγραφή των γεγονότων δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο από μια σταδιακή κορύφωση της έντασης που αντιλαμβάνεσαι ήδη από την αρχή ότι πρέπει με κάποιον τρόπο να εκτονωθεί. Το θύμα βαθμιαία αρχίζει να μετατρέπεται σε πολυμήχανο επιζήσαντα (με μια μικρή δόση υπερβολής είναι η αλήθεια) και ο απαγωγέας σε πατρική προστατευτική φιγούρα. Η κάμερα ταξιδεύει μέσα στους περίκλειστους και τακτοποιημένους χώρους μετατρέποντας το υπόγειο από φιλόξενο καταφύγιο σε παγίδα (θυμίζοντας κάτι από το Δωμάτιο του Αμπράχαμσον) προσφέροντας απλόχερα μια ανησυχητική αίσθηση παραπλάνησης και εντείνοντας την ανάγκη να δραπετεύσεις ακόμη κι αν πρέπει να αντιμετωπίσεις τον άγνωστο όλεθρο του έξω κόσμου.
Ο Γκούντμαν ενσαρκώνοντας έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους villainτελευταία αποδίδει τα μέγιστα, με τη βαριά αναπνοή του και το τεράστιο παρουσιαστικό θαρρείς να καταναλώνουν όλο το διαθέσιμο χώρο και οξυγόνο του δωματίου. Η δε σκηνή του παιχνιδιού της παντομίμας (ως το δύσκολο καθήκον των επιζώντων να γλυκάνουν και να κάνουν πιο υποφερτή την αποκάλυψη) αποδεικνύεται αν και μικρή, αποκαλυπτικά ανατριχιαστική.
Εκφράζοντας περισσότερο ψυχολογικά το φόβο και λιγότερο απεικονίζοντας τον, το νέο Κλόβερφιλντ κατορθώνει να ξεφύγει από τα φιλμικά στερεότυπα, απλούστατα γιατί αναπαράγει πολλά και διαφορετικά από αυτά. Χωρίς να ανήκει ξεκάθαρα σε μία συγκεκριμένη κινηματογραφική σφαίρα επιρροής, εστιάζει στη νοηματοδότηση των κινήτρων των σωστά αναπτυγμένων χαρακτήρων του (κάτι στο οποίο ο μακρινός συγγενής του απέτυχε παταγωδώς), εμμένοντας εύστοχα σε μια θεμελιώδη νοηματική ερώτηση που έξυπνα διαρκώς τροφοδοτεί: Είναι τελικά ισχυρότερος ο τρόμος εκεί έξω ή εδώ μέσα;
H ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στους εξής κινηματογράφους: Cineplexx One Salonica, Odeon Πλατεία, Village Mediterranean Cosmos και Μακεδονικόν