Ρεπορτάζ: Xρύσα Πλιάκου
“Η ποιότητα ενός θεατρικού έργου είναι η ποιότητα των ιδεών του” σκέφτεται φωναχτά ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω και τείνω να συμφωνήσω, καθώς το θέατρο δεν είναι απλά μια παράσταση με happy end, αλλά η αντανάκλαση της αλήθειας και της καθημερινότητας που ζούμε στο σανίδι.
Τις περισσότερες φορές έχει ποιότητα και ιδέες εκσυγχρονισμένες και σχεδόν πάντα θέλει να μιλήσει στο κοινό και να περάσει κάποιο νόημα βαθύτερο. Το θέατρο είναι πάντα ένας μοναδικός προορισμός, να ανακαλύψεις κρυφά μονοπάτια της πραγματικότητας, μέσα από μια μοναδική παράσταση με αρχή, μέση και -τις περισσότερες φορές- αισιόδοξο τέλος.
Σε ένα στενό στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας, θα βρεις το “Θέατρο Τ” και τις τρεις κυρίες του, να μας μιλούν για την αξία του θεάτρου σήμερα, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει αλλά και τις συνήθειες των Θεσσαλονικιών, που ακόμα μοιάζει να μην το έχουν εντάξει στον τρόπο ζωής τους. Εξακολουθούν να το αντιμετωπίζουν σαν μια ιδιαίτερη και διαφορετική -από την συνηθισμένη- έξοδο.
Το “Θέατρο Τ” δραστηριοποιείται από τον Οκτώβρη του 2014 στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Φλέμινγκ με την πρωτοβουλία τριών κυριών, της Γλυκερίας Καλαϊτζή (σκηνοθέτις και καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου ΑΠΘ), της Μαρίας Καραδελόγλου (σκηνογράφος-ενδυματολόγος) και της Ευαγγελίας Κιρκινέ (σκηνογράφος-ενδυματολόγος και καθηγήτρια σκηνογραφίας στο πανεπιστήμιο Φλώρινας). (Διεύθυνση: Αλεξάνδρου Φλέμιγκ 16)
Οι τρεις τους είχαν συνεργαστεί σε αρκετές δουλειές στο παρελθόν, αλλά η ανάγκη για κάτι πιο σταθερό τις οδήγησε, μέσα στην οικονομική κρίση, στη δημιουργία του Θεάτρου Τ, ενός χώρου, όπου θα μπορούσαν, να προσφέρουν παραστάσεις στο κοινό όλο τον χρόνο, καθώς σύμφωνα με τη Γλυκερία Καλαϊτζή η σποραδικότητα δεν αφήνει κανένα αποτύπωμα. Έτσι λοιπόν, παρότι πολλές οι οικονομικές δυσκολίες και με πλήρη άγνοια κινδύνου, για το τι επιφυλάσσει το μέλλον, το Θέατρο Τ κατάφερε, να είναι εδώ μέχρι και σήμερα.
Αν και χώρος μόλις 76 θέσεων, τις ενδιέφερε το καλλιτεχνικό κομμάτι και όχι το επιχειρηματικό, καθώς ήθελαν μια άνετη σκηνή για παραστάσεις με αξιοπρεπή σκηνογραφία. Το όνομα βγήκε υπό πίεση, αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία για την ομάδα, γιατί τα τρία πρώτα χρόνια λειτουργούσαν ως ομάδα Passatempo και “έκλεψαν” το “Τ” από την λέξη, αλλά χαρακτηρίζει και τα τρία γνωστά Τ του Ελύτη, “Ταλέντο, Τόλμη, Τύχη”.
Παραστάσεις τρέχουν όλο τον χρόνο, με 13 στο σύνολο για φέτος. Συνήθως δύο από αυτές είναι δικές τους παραγωγές, ενώ το υπόλοιπο διάστημα φιλοξενούν ομάδες από την πόλη, αλλά και από την Αθήνα.
“Ένα βασικό πρόβλημα της θεατρικής Θεσσαλονίκης, είναι ότι το θέατρο δεν εντάχτηκε ποτέ στην καθημερινή μας διασκέδαση. Εδώ ο πολύς κόσμος θα πάει θέατρο, μόνο όταν θα έρθει κάποια παράσταση με γνωστούς ηθοποιούς. Οι Θεσσαλονικείς διασκεδάζουν κατά κανόνα στα μπουζούκια, στα μπαρ/club, στις ταβέρνες ή στα καφέ. Βεβαίως υπάρχουν και θεατρόφιλοι και σε αυτή την πόλη, γι’ αυτό και επιβιώσαμε τόσα χρόνια. Φυσικά, ακόμη ένα βασικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει η πόλη είναι, ότι δεν διαθέτει συγκοινωνίες που να ενώνουν την μια άκρη της πόλης με την άλλη. Έτσι, λίγο πολύ όλοι και όλες γυρίζουμε γύρω γύρω από τον Λευκό Πύργο”, λέει η Γλυκερία Καλαϊτζή.
“Έχουμε το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο στα Βαλκάνια και υπάρχουν πολλοί φοιτητές και σπουδαστές θεάτρου, αλλά ελάχιστοι βλέπουν θέατρο. Αυτό είναι πρόβλημα. Εμείς τα τελευταία χρόνια φιλοξενούμε νεανικές παραστάσεις κι έτσι ερχόμαστε σε επαφή με το νεανικό κοινό, αλλά κατά γενική ομολογία, οι νέοι δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται και πολύ για το θέατρο. Να πούμε βέβαια, ότι το θεατρόφιλο κοινό κατά 90% είναι γυναίκες” συμπληρώνει η Μαρία Καραδελόγλου.
Η επιλογή της περιοχής έγινε, γιατί αυτός ο χώρος ήταν διαθέσιμος εκείνη την περίοδο και πιο κατάλληλος, για τις απαιτήσεις που είχαν σαν ομάδα. Ήθελαν έναν ψηλοτάβανο μέρος, για να μπορεί, να λειτουργήσει το θέατρο, ήταν μικρό σε μέγεθος, όπως ακριβώς το είχαν σκεφτεί και δεν ήθελαν υπόγειο, που τότε λειτουργούσαν πολλά στο κέντρο της πόλης και τα περισσότερα χωρίς τις κατάλληλες άδειες. Αν και ρίσκο από την αρχή, καθώς βρίσκεται στα ανατολικά και υπήρχε ο φόβος μήπως ο κόσμος δεν το μάθει εύκολα, εκείνη την περίοδο άνοιξαν τριγύρω και άλλα θέατρα- πράγμα καλό και όχι ανταγωνιστικό – και έγιναν όλα ένα προς ένα γνωστά.
“Η τέχνη πλέον δε γοητεύει τους νέους γενικά, ίσως μόνο λίγο η μουσική. Πιστεύουν ότι είναι κάτι βαρετό και είναι ανυπόφορο. Βέβαια, δεν φταίει πάντα το κοινό, είναι και τι του προσφέρεις. Ο άνθρωπος που θα μπει στη αίθουσα, πρέπει αυτό που θα δει να του μιλήσει, για να νιώσει την ανάγκη, να ξαναπάει στο θέατρο, προκειμένου να ξαναβιώσει το ίδιο συναίσθημα. Αλλιώς δεν έχει λόγο, να πάει. Εμείς στις δικές μας παραστάσεις επιμένουμε στον επαγγελματισμό. Ό,τι ετοιμάζουμε ή φιλοξενούμε, θέλουμε να είναι από επαγγελματίες Μπορεί οι ηθοποιοί να είναι νέοι, αλλά μας ενδιαφέρει να έχουν πίσω τους σχετικές σπουδές. Το δεύτερο είναι, να διαθέτουν οι παραστάσεις μια κάποια αισθητική. Και τρίτο και σπουδαιότερο, θέλουμε, όταν ανεβάζουμε ένα έργο, να έχουμε κάτι να μοιραστούμε με το κοινό, για το ποιοι είμαστε και πώς ζούμε. Αυτό είναι άλλωστε και το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα, το πώς συμβιώνουμε με τους άλλους ανθρώπους. Όταν αυτό δεν το κάνεις με την ειλικρίνεια που πρέπει, αλλά με βάση τα στερεότυπα δεν δείχνεις τίποτα καινούργιο. Αν όμως δεις τις ανθρώπινες σχέσεις λίγο πιο βαθιά, μπορείς να αγγίξεις και να μιλήσεις σε πολλούς ανθρώπους. Προσπαθούμε επίσης, να ανεβάζουμε και έργα, που δεν έχουν ξαναπαιχτεί”.
Επιπλέον προσθέτουν, πώς υπάρχει η εντύπωση στον κόσμο, ότι οι καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης είναι ερασιτέχνες και έχουν συμβάλει σε αυτό πολλοί παράγοντες, για να περάσει αυτή η αντίληψη. Το πρόβλημα προκύπτει και από την εγγύτητα των χώρων. Υπάρχει γενικά μια θολή εντύπωση, για το τι σημαίνει ελεύθερο θέατρο στην Θεσσαλονίκη. Αν υπήρχε ένας σοβαρός κριτικός λόγος, θα μπορούσε με κάποιον τρόπο, να ξεκαθαρίσει το τοπίο, αλλά ο λόγος μόνο μέσα από το facebook και τα άπειρα θετικα σχόλια δεν βοηθάει καθόλου, γιατί κλονίζεται η εμπιστοσύνη του κοινού στο θέατρο. Και αν το κοινό πλήξει, όπως προαναφέρθηκε, δεν θα ξανα πάει.