Η Βιρτζίνια Γουλφ επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1906, σε ένα ταξίδι που έκανε με την αδερφή της Βανέσα Μπελ, και αργότερα το 1932. Οι εντυπώσεις της αποτυπώθηκαν κυρίως στα γράμματα και στα ημερολόγιά της. Αν και δεν άφησε κάποιο εκτενές έργο αποκλειστικά για την Ελλάδα, υπάρχουν διάσπαρτες σκέψεις της που δείχνουν τον θαυμασμό αλλά και την αμηχανία της απέναντι στον ελληνικό πολιτισμό και το τοπίο. Ορίστε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα και ιδέες που έχει εκφράσει:
«Ο ήλιος είναι τόσο καθαρός, που καθιστά το κάθε τι – πέτρα, θάλασσα, πρόσωπο – έντονο, σχεδόν υπερβολικό. Νιώθεις σαν να βλέπεις για πρώτη φορά.»
Η θάλασσα ήταν παρθένα, τα βουνά κατακόκκινα από παπαρούνες και η Αθήνα δεν νυστάζει ποτέ. Η Βιρτζίνια Γουλφ ταξίδεψε στην Ελλάδα και ένιωσε κάτι σπάνιο – μια βαθιά, σχεδόν παιδική αγάπη για έναν τόπο που έμοιαζε να την περίμενε από πάντα.
«Γιατί δεν μου είπες ότι η Ελλάδα είναι τόσο όμορφη;» γράφει σε μια από τις πιο δυνατές της επιστολές. Η Γουλφ, εμβληματική μορφή των γραμμάτων, επισκέφθηκε την Ελλάδα και άφησε πίσω της μερικές από τις πιο ευαίσθητες και ειλικρινείς παρατηρήσεις που έχουν γραφτεί για τη χώρα μας από ξένο βλέμμα. Σαν να την τύλιξε το ελληνικό φως και να της χάιδεψε τις πιο καλά κρυμμένες χορδές.
Η φύση τη συγκλόνισε: κρίνα άγρια, βυσσινιά και μωβ λουλουδάκια, αστεράκια κίτρινα, μαργαρίτες και παπαρούνες. Η Αίγινα, το Σούνιο, τα χιονισμένα βουνά, οι μικροί κόλποι που –όπως φαντάστηκε– η Περσεφόνη λουζόταν στα νερά τους. «Ποτέ μου δεν είδα τόσα πολλά λουλούδια», γράφει και περιγράφει τη θάλασσα που «μπαίνει παντού», ακόμα κι όταν σκαρφαλώνεις στην κορυφή ενός βουνού. Το τοπίο την έκανε να νιώσει “σαν να έξυσε ένα μαχαίρι την ψυχή μου”.
Δεν ήταν μόνο το φυσικό τοπίο. Ήταν και οι άνθρωποι. «Οι πιο συμπαθητικοί που γνώρισα ποτέ. Όλοι χαμογελάνε». Έβλεπε τις γριές με τα κοφίνια, τους χωρικούς με τα φθαρμένα ρούχα, που τα ξεθώριαζε ο ήλιος με “λεπτούς χρωματισμούς”, και καταλάβαινε ότι εδώ υπήρχε κάτι παλιό και πολύτιμο – κάτι ανθρώπινο, καθαρό, απλό. Κι ένιωσε μια “συμπάθεια”, όπως είπε, ανάμεσα σ’ εκείνη και τον τόπο. Μια πραγματική σύνδεση.
Δεν ήθελε να διαβάζει και να γράφει. Ήθελε να ζήσει. Να φάει γιαούρτι και αυγά στην Κρήτη. Να ψηθεί στον ήλιο. Να γίνει «ανεύθυνη, ερωμένη της ζωής». Έβλεπε την Ελλάδα σαν καταφύγιο απ’ τον βαρύ, λογοκρατούμενο κόσμο του Λονδίνου. Ήθελε να γυρίσει πίσω – όχι στην Αγγλία, αλλά εδώ. Εδώ που το σώμα ανασαίνει ελεύθερα και το βλέμμα χορταίνει ομορφιά.
«Ξέρω ότι υπάρχουνε συμπάθειες ανάμεσα σε ανθρώπους και τόπους, όπως ανάμεσα στους ανθρώπους», γράφει. Και ίσως, αν τα πράγματα είχαν πάει αλλιώς, να είχε πράγματι γεράσει στην Ελλάδα, σ’ έναν μικρό κόλπο, κάτω από την κρυστάλλινη θάλασσα του Αιγαίου, με τους ανεμόνες να κυματίζουν στα πόδια της.