O Εξώστης τηλεφωνεί στους φίλους του και ζητά να μάθει κάθε παιδική καλοκαιρινή μνήμη που έχει γεύση αλάτι και μυρωδιά αντηλιακού. Και φέτος, για τρίτη χρονιά, οι Θεσσαλονικείς διηγούνται τις παιδικές τους αναμνήσεις.
Γιάννης Θ. Κεσσόπουλος
Ζίκο, Φαλκάο, Σόκρατες, Πάολο Ισιντόρ, Πάολο Ρόσσι, Τζεντίλε, Αντονιόνι, Ντίνο Τζοφ, Ρουμενίγκε, Μπόνιεκ, Λάτο, Μαραντόνα. Και ποιο μουντιαλικός αστέρας του 1982 και του 1982 δεν είχε περάσει από το γηπεδάκι του «Ποσειδώνα» στην Ασπροβάλτα;
Μέσα από τα δικά μας κορμιά, μέσα από τα δικά μας πόδια που σχεδόν κάθε απόγευμα ιδρώναμε τη φανέλα για μια νίκη εφηβικής περηφάνιας. «Κλέβαμε» από το μεγαλείο τους, παριστάνοντας πως ήμασταν εκείνοι -όπως και να το κάνουμε ήταν οι επιρροές μας. Κάπως έτσι γράφαμε τη δική μας μικροϊστορία απέναντι στις μεγάλες ομάδες της εποχής: «Σερραϊκή Ακτή», «Γλυφάδα», «Ριβιέρα», «Απ’ τα σπιτάκια».
Της ευρύτερης περιοχής εννοώ. Κάθε απόγευμα στις 6.30-7.00 άρχιζε το ματς -είχαμε και κερκίδα. Νωρίς μέσα στη μέρα είχαμε το σχετικό deal, ερχόταν οι «απεσταλμένοι» και κλείναμε το ποδοσφαιρικό ραντεβού. Φάσεις, γκολ, δοκάρια, νίκες, ήττες, το χέρι του θεού, μια υπερβολική χαρά και καμιά φορά μια υπερβολική στεναχώρια -δεν χάναμε δα και το CL… Αήττητοι, τελικά, ακόμη κι αν χάναμε.
Κι άμα δεν είχε ματς, παίζαμε πινγκ πονγκ. Ναι, πινγκ πονγκ. Αυτοδίδακτοι σε φοβερά ντέρμπι.
«Ήρθατε για πάντα;»
Στον «Ποσειδώνα» με τις μπλε τέντες, ζήσαμε τα μεγάλα παιδικά μας καλοκαίρια. Τα ατελείωτα. Τότε που η ερώτηση «ήρθατε για πάντα» είχε καταφατική απάντηση: «ναι, για πάντα» κι εννοούσαμε από τέλη Ιουνίου – αρχές Ιουλίου μέχρι τέλη Αυγούστου.
Αυτά τα παραθεριστικά συγκροτήματα που δημιουργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας, έχουν ίσως έντονο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Μεγαλώνοντας στην ουσία σε ένα block, πλήρες το φάσμα των ηλικιών, γινόμασταν μία μικρή κοινωνία κάθε καλοκαίρι. Ένα χωριό που σκορπιζόταν κάθε Σεπτέμβριο και ξαναβρισκόταν κάθε Ιούλιο. Μεγαλώσαμε μαζί. Τα νέα μας, οι χαρές μας, οι επιτυχίες μας, τα γενέθλιά μας, οι γιορτές μας, τα καλά και τα κακά της ζωής μας όλα στο block. Φλερτ, φιλίες, φωτιές τη νύχτα στην παραλία, ρομαντική αστεράδα, συζητήσεις στο συντριβάνι, τα νέα της χρονιάς που πέρασε, τα σχέδια της χρονιάς που ερχόταν…
από την ομάδα FB Ποσειδών, Γλυφάδα και πέριξ
Πάμε τουλάχιστον για ψάρεμα;
Τα πρωινά μας ήταν συνήθως lazy, των ξενύχτηδων ή των υπναράδων, της πρωινής μελέτης, του διαβάσματος, του ήρεμου πρωινού καφέ. Για τα ψώνια της ημέρας στα «Κουδούνια» πριν τη Σερραϊκή ακτή (ήταν γυράδικο – τοπωνύμιο), στο παντοπωλείο του Τάκη. Παντοπωλείο του Τάκη όμως είχε και στη Ριβιέρα, απέναντι από την είσοδο του κάμπινγκ του ΕΟΤ -ξάδερφος του άλλου Τάκη.
Και στην Ασπροβάλτα στο κρεοπωλείο Μίλτος και στο φούρνο Πάτροκλος, ενώ για κυριακάτικες εφημερίδες ουρές στο πρακτορείο απέναντι μετά την εκκλησία της Κυριακής. Α, και υλικά για μερεμέτι στου Φραντζή, μιας και η συντήρηση των σπιτιών διαρκούσε όλο το καλοκαίρι.
Ορισμένοι από εμάς, πηγαίναμε κάπου κάπου για ψάρεμα, «από μέσα» όπως το λέγαμε ή απ’ έξω. Το «από μέσα» είναι το είδος εκείνο ψαρέματος που μπαίνεις με την πετονιά μέχρι τη μέση και φορώντας μάσκα βλέπεις το βυθό και το τσίμπημα.
Λίγο πριν το ξημέρωμα γινόταν αυτό, εκεί αγάπησα το θαύμα της αυγής, την ανατολή, το χάραμα. Ήρεμα και όμορφα. Όσο για την ψαριά; Σπαράκια, μουρμουράκια και κάτι ψιλά. Σε 2-3 μέρες ψαρέματος βγάζαμε μια τηγανιά. Και για φινάλε πρωινό κολύμπι σε θάλασσα λάδι, πριν πλακώσει ο λαός για τα μπάνια του.
Κατά τις 12 το μεσημέρι συναντιόμασταν στη θάλασσα, που απέχει περίπου 100-150 μέτρα από το block. Συχνά κάναμε το μπάνιο μας όλοι μαζί παρέα. Δεκάδες λέμε. Αυτό μας έδενε τόσο που ούτε εμείς δεν το φανταζόμασταν τόσο. Ήταν μία μορφή κοινωνικοποίησης. Καμιά φορά πηγαίναμε ως τον ΕΟΤ ή στην παραλία του χωριού ή στο Σταυρό, στο beach bar «Ωκεανός», στη άκρη του χωριού ή και πιο πέρα στην Ολυμπιάδα λέγαμε αλλά ήταν πριν το χωριό, η τρίτη ή τέταρτη κρυφή παραλία με το νερού αλά νησιού -Χαλκιδικής, κρύσταλλο.
Ώρες κοινής ανησυχίας
Κατά τις 2 επιστροφή στα σπίτια μας, φαγητό και από 3 ως 5.30 ώρα κοινής ησυχίας. Είχαμε όλες τις ηλικίες, και την τρίτη ηλικία. Ήταν λογικό. Έπρεπε να σεβόμαστε. Κάποιοι έκαναν χρήση της μεσημεριανής σιέστας. Η δική μας ηλικία, έφηβοι μέχρι και φοιτητές, στήναμε αγώνες τάβλι ή μπουρλότ κάτω από τα δέντρα που βρίσκονται δίπλα στο block. Φτέρες, ιτιές και από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 πλατάνια.
Κάποιοι έπλεναν τα αυτοκίνητα των πατεράδων. Ορισμένοι πάτησαν το πρώτο τους γκάζι εκεί -με νεκρά βεβαίως. Στα κασετόφωνα των ΙΧ Στράτος, Πάριος, αλλού Καζαντζίδης, αλλού «ξένα» και συχνά πειρατικό ράδιο Μπίλι. Άλλοι περιεργαζόταν τα πιο εντυπωσιακά από τα αυτοκίνητα, καμιά φορά ερχόταν καινούρια ή ανήκαν σε γκασταρμπάιτερ που κατέβαιναν από τη Γερμανία για τις διακοπές τους. Α και κόμικς. Ανταλλαγές έδιναν κι έπαιρναν: Μίκυ Μάους, Τιραμόλα, Σεραφίνο, αλλά και Μπλεκ, Όμπραξ, Δράση κ.ά. -και κάτι Μανίνες – Κατερίνες έπαιρνε το μάτι μας σε διπλανές παρέες.
Θεματικές συζητήσεων; Μεταγραφική περίοδος, θεωρίες για ΠΑΟΚ, Άρη, Ηρακλή και τους μεγάλους της Αθήνας και φυσικά για τον Πανσερραϊκό -οι πιο πολλοί στο block ήμασταν Σερραίοι, μετά ερχόταν οι Θεσσαλονικείς και μετά οι Δραμινοί. Ήταν η εποχή των πράσινων και μπλε καφενείων, της πόλωσης ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, του Κοσκωτά, της 17 Νοέμβρη του Μομφεράτου και του Μπακογιάννη, του Ανδρέα και του «Ψηλού», η δεκαετία του ΠΑΟΚ και της κυβέρνησης Τζαννετάκη, ενώ το «Κου-Κου-Κούβελας» αντηχούσε μέχρι εκεί… Ήταν η εποχή του Γκάλη, του Γιαννάκη και των άλλων παιδιών, της εθνικής υπερηφάνειας του Ευρωμπάσκετ ’87, του θρυλικού μπασκετικού ντέρμπι Άρη-ΠΑΟΚ.
Από το μπαλκόνι του μικρού διαμερίσματος η θέα του πανέμορφου Στρυμωνικού Κόλπου, στα αριστερά το Παγγαίο και στο βάθος, με καθαρή ατμόσφαιρα, το Άγιον Όρος.
από την ομάδα FB Ποσειδών, Γλυφάδα και πέριξ
Οι Πολωνοί
Ήταν τα χρόνια πριν από τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία (1991), πριν δηλαδή κοπούν οι δρόμοι από και προς τα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Ήταν η δεκαετία του 80. Τα καλοκαίρια η περιοχή πλημμύριζε από βαλκάνιους, κυρίως Γιουγκοσλάβους, Ρουμάνους αλλά και Πολωνούς.
Στην Πολωνία, που ανήκε στο ανατολικό μπλοκ, ο στρατηγός Γιαρουζέλσκι είχε καταλάβει την εξουσία το ’81 και οι άνθρωποι είχαν μάλλον μία περιορισμένη ελευθερία μετακίνησης εκτός της χώρας τους. Ερχόταν, λοιπόν, μέχρι τα Νέα Κερδύλια ή το κάμπινγκ του ΕΟΤ όχι τόσο για ν’ αντικρύσουν τη θάλασσα της Μεσογείου αλλά κυρίως για να πουλήσουν την πραμάτεια τους, ίσως και το νοικοκυριό τους, πάνω στο καπό ή μέσα στο πορτ μπαγκάζ, για να κερδίσουν κανένα ζλότι παραπάνω και να βγάλουν το χειμώνα στην πατρίδα τους.
Στην περιοχή της Κυανής Ακτής, λοιπόν, γινόταν το έλα να δεις. Τα απογεύματα πολύς κόσμος προς τα εκεί για να αγοράσει από μικροαντικείμενα μέχρι… μπανάνες που από το 1981 έως το 1989 απαγορευόταν η εισαγωγή τους στην Ελλάδα. Οι Πολωνοί. Καλοί άνθρωποι. Δεν είχαμε τότε ούτε ρατσισμό, ούτε καχυποψία καν απέναντι στους μικροπωλητές από το βορρά. Χωρίς θεωρίες και μόρφωση. Είχαμε ανθρωπιά, σεβασμό, φιλοξενία.
Ο μαγικός κόσμος του ΕΟΤ
Η βόλτα με τα ποδήλατα μέχρι το χωρίο ήταν must. Από παραδρόμους φυσικά. Ήταν το σινιάλο ότι μεγάλωσες και μπορείς πια. Τις περισσότερες φορές το ποδήλατο έστριβε για το κάμπινγκ του ΕΟΤ -ήταν μία ξεχωριστή εμπειρία. Γίνονταν συνήθως τα μεσημέρια, στην ώρα κοινής ησυχίας, μιας και εκεί δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα ή τα απογεύματα, όταν δεν παίζαμε μπάλα.
Το μεγαλύτερο σε έκταση κάμπινγκ των Βαλκανίων που εδώ και δεκαετίες είναι ένα ερημωμένο πλατανόδασος, τότε έσφυζε από ζωή. Υπήρχαν εβδομάδες που οι κατασκηνωτές καταλάμβαναν όλο το χώρο, από τη μία άκρη έως την άλλη, σε μήκος ενός χιλιομέτρου. Μία ολόκληρη πολιτεία, ένας κόσμος μαγικός! Μια ευκαιρία επαφής με τους ξένους, το πρώτο «ταξίδι», να φλερτάρεις, να αποδείξεις το Lower που μόλις πήρες –«το πήρες το lower???», κλασική ερώτηση της εποχής και της κλάσης μας.
Τι θα πει Bora Bora;
Σαν έπεφτε το βράδυ, ήσυχες συζητήσεις στα παγκάκια της κοινόχρηστης αυλής ή έξοδος στα μπαράκια της Ασπροβάλτας ή, καμιά φορά, του Σταυρού. Ή και τα δυο, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Εναλλακτικά στην «Έλενα», πιτσαρία που άνοιξε γύρω στα τέλη του ’80 δίπλα ακριβώς στον «Ποσειδώνα». Ο Καζίας, εν είδει beach bar στην πλατεία, η ντίσκο Make Up, η Roxy ή στο Σταυρό η Bora Bora που τότε νομίζαμε ότι βγαίνει από τη μπόρα… Ή απ’ την άλλη πλευρά η ντίσκο του ξενοδοχείου Petros Beach. Και πρωί μεσημέρι βράδυ Tango Bar, το απόλυτο στέκι για καφέ και ποτό.
Κομμάτι της ζωής μας
Γράφοντας αυτές τις γραμμές συνειδητοποίησα ότι το φωτογραφικό υλικό από εκείνη την εποχή είναι πενιχρό. Ήμασταν βέβαια η γενιά του ’80, χωρίς τάμπλετ και οθόνη, άρα κατά τι λιγότερο μόνοι.
«Χωρίς σέλφι και ψηφιακές / οι αναμνήσεις καρφωθήκαν / στην ψυχή μας / Οι πολαρόιντ ακριβές / κι όλα τα κλικ δεν προλαβαίναν / τη στιγμή μας».
Όλα στο μυαλό και στην ψυχή μας, λοιπόν. Αλισβερίσια εμπειριών, προβληματισμών, ονείρων. Κάπου εκεί γεννιόταν οι φιλίες, καμιά φορά και οι έρωτες. Σχέσεις που κάποιες εξελίχθηκαν σε σχέσεις ζωής, αλλά κυρίως μας έκαναν αυτό που λέμε «οικογένεια». Ακόμη και σήμερα υπάρχει ένα νοιάξιμο των ανθρώπων μεταξύ μας, μία έγνοια ακόμα κι αν ζούμε μακριά ο ένας από τον άλλον, που έχει αναφορά και βάση στον «Ποσειδώνα».
Κι όταν κάποιος φεύγει από τη ζωή, είναι σαν να χάνουμε ένα κομμάτι και από τη δική μας. Πατρίδα είναι η παιδική ηλικία, τότε που ο χώρος και ο χρόνος έχουν άλλη διάσταση. Ένα μεγάλο κομμάτι της δικής μου παιδικής ηλικίας είναι εκεί, στην Ασπροβάλτα. Το θερινό, το ξέγνοιαστο καλοκαίρι της ζωής μας. Το κατά Αλμπέρ Καμύ «αήττητο καλοκαίρι» μας, που φυλάγαμε μέσα μας κάθε χειμώνα. Μέχρι να ‘ρθει το επόμενο.