θυμάται και γράφει η Μαρία Ράπτη
Άγιος Μάμας, Χαλκιδική, τέλη δεκαετίας ‘80. Η παραλία που τώρα δεν μπορείς ούτε να απλώσεις την πετσέτα σου τα Σαββατοκύριακα, τότε ήταν τελείως άδεια, γεμάτη από κρινάκια της άμμου και θυμάρι, τόσο θυμάρι που όταν ήμουν μικρή νόμιζα πως έτσι μύριζε η θάλασσα. Κολυμπώντας μπορούσες να δεις αστερίες, ιππόκαμπους και όστρακα της θάλασσας να περπατάνε στον πυθμένα. Μερικές φορές έβγαιναν στο κύμα ακόμη και καραβίδες. Πετσέτα στην άμμο, φρούτα πλυμένα στη θάλασσα και ξενοιασιά.
Μετά, το υπόλοιπο καλοκαίρι ήταν το σπίτι της γιαγιάς. Εκεί που φτιάχναμε πίτες από λάσπη και κλέβαμε λαχανικά από τον κήπο της, για να τις διακοσμήσουμε με πιπεριές και πράσινες-ακόμη- ντομάτες, χωρίς να καταλαβαίνουμε γιατί θύμωνε. Στην πίσω αυλή, εκεί όπου μας έφτιαχνε την αυτοσχέδια κούνια με ένα σκοινί και μια κουρελού, ανάμεσα στη συκιά και στην ακακία, μια κούνια που όταν χαλούσε δεν μπορούσε να τη φτιάξει κανείς άλλος από εκείνη. Όπως, άλλωστε και την σκηνή, που μας έφτιαχνε με παρόμοιο τρόπο.
Στην αυλή, εκεί που φτιάχναμε σπίτια και διαδρόμους ανάμεσα στα δέντρα και παίζαμε τις οικογένειες με τους φίλους της γειτονιάς και που στα υπνοδωμάτια είχαμε κασόνια για κομοδίνα και κουρελούδες για κρεβάτια. Η δεύτερη χαρακτηριστική μυρωδιά του καλοκαιριού μου ήταν εκείνη της πολυκαιρισμένης κουρελούς.
Στην αυλή αυτή, ως παιδί του Αυγούστου, έκανα σχεδόν όλα τα γενέθλια των παιδικών μου χρόνων και πάντα με τις τούρτες που έφτιαχνε η μαμά.
Όταν οι γονείς μας έλειπαν, ανεβαίναμε στην καρότσα του θείου Γιώργου για να πάμε στη θάλασσα, εφοδιασμένες με σάντουιτς με τα κεφτεδάκια της γιαγιάς. Έπειτα, όταν μεγαλώσαμε λίγο ακόμη, παίρναμε τα ποδήλατά μας. Και δεν πηγαίναμε μόνο στη θάλασσα. Πηγαίναμε παντού.
Στα μνήματα, για βόλτα και την αίσθηση της περιπέτειας. Στο τοπικό κεραμοποιείο, για να σκαρφαλώσουμε στο «έβερεστ», όπως το λέγαμε, που δεν ήταν τίποτε άλλο από τον σωρό από χώμα που χρησίμευε ως πρώτη ύλη. Στα εκκλησάκια που υπήρχαν περιμετρικά στο χωριό. Στα χωράφια του ανυποψίαστου κόσμου, όπου χωνόμασταν στο πράσινο ακόμη στάρι, κρυβόμασταν και κάναμε πικ νικ με δρακουλίνια και γαριδάκια πίτσα. Ακόμη και τώρα, όταν το σκέφτομαι, αναρωτιέμαι αν τους κάναμε ζημιά. Ή πόσο μεγάλη ήταν η ζημιά που τους κάναμε. Όμως ήταν καλοκαίρι και ήμασταν παιδιά. Και όλα ήταν περιπέτεια.
Τα βράδια πηγαίναμε για βόλτα στον «δημόσιο», που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένας δρόμος όπου περπατούσαν όλοι πάνω κάτω, για να συναντηθούν με τους άλλους. Ή παίζαμε κρυφτό, όλα τα παιδιά του χωριού, σε όλο το χωριό. Μπορούσες κυριολεκτικά να κρυφτείς οπουδήποτε.
Κάποια καλοκαίρια είχαν ταξίδια στην Ελλάδα. Κάποια άλλα μικρές εκδρομές, με σκηνές και ύπνο στην παραλία, φωτιά, ψάρια και φρέσκα μύδια, με την αλμύρα τους να σε ζαλίζει. Αλλά όλα μα όλα είχαν κατασκήνωση. Με σκηνές, όχι σπιτάκια.
Κι εμείς να μετράμε τις μέρες μέχρι να έρθει η στιγμή που θα πάμε, να φτιάχνουμε τη βαλίτσα μας και ταυτόχρονα να έχουμε αγωνία για τα κορίτσια της καινούργιας σκηνής. Να βρίσκουμε το κρεβάτι μας και να κανονίζουμε ποια θα είναι δίπλα μας, έπειτα να φτιάχνουμε την κραυγή μας, για να είναι καλύτερη από τις άλλες. Παιχνίδια, μαλώματα, θάλασσα, ώρες κοινής ησυχίας, ώρες καθαριότητας και επιθεώρηση της σκηνής. Ατέλειωτες ώρες με πρόβες για την παρουσίαση της κάθε βραδιάς, μπας και βγούμε πρώτοι. Και πάντα με το ένα μάτι μας σε ετοιμότητα, μήπως και περάσει εκείνος που μας αρέσει. Μήπως και μας κοιτάξει.
Έπειτα οι βραδιές στη «ντίσκο», τα συνθήματα, οι διαγωνισμοί, ο χορός, η στιγμή που εκείνο το αγόρι ερχόταν πιο κοντά μας και ίσως χόρευε και μαζί μας. Η αγωνία, ο ενθουσιασμός, η έξαψη κι έπειτα το τέλος, η επιστροφή στη σκηνή και η πορεία προς το μπάνιο με τη σαπουνοθήκη και την οδοντόβουρτσα για τη βραδινή υγιεινή. Μετά το σιωπητήριο, η προσπάθεια να μιλήσουμε με τη διπλανή μας, τα πνιχτά γέλια, η Κοινοτάρχισσα που έλυνε το πέτο για να μπει και να μας κάνει παρατήρηση. Λίγο πριν το τέλος της περιόδου, οι μπλούζες που περιφέραμε για τις αφιερώσεις, όπου γράφαμε ο ένας στον άλλον ότι δεν θα τον ξεχάσουμε, και που δεν ξέρω πια ούτε πού βρίσκονται.
Κι έπειτα πίσω στο χωριό για το τέλος του καλοκαιριού, όπου συνέβαιναν πάνω κάτω τα ίδια με την αρχή του, μόνο που τότε τρώγαμε σύκα, πρώιμα ρόδια και περιμέναμε το πανηγύρι. Γιατί ήμασταν στο Άγιο Μάμα και ήμασταν παιδιά. Και το πανηγύρι ήταν -στα μάτια μας- η μεγαλύτερη περιπέτεια από όλες.