Θυμάται και γράφει ο Χρήστος Σατανίδης
Τα παιδικά μου καλοκαίρια, είχαν ένα σταθερό τόπο και ένα όνομα.
Νέα Καλλικράτεια.
«Βρε πασά μου, ας πάρουμε ένα σπιτάκι μικρό, εδώ στην Καλλικράτεια», η μόνιμη ατάκα – παράπονο, της γιαγιάς Δέσποινας προς τον παππού Στάθη. Ανένδοτος ο παππούς. Έτσι από τότε που έχω μνήμες και μέχρι τα πρώτα καλοκαίρια της δεκαετίας 90, η Καλλικράτεια ήταν ο μόνιμος και πιο εύκολος προορισμός. Και πιο συγκεκριμένα, ένα μικρό και ταπεινό σπιτάκι, που νοικιάζαμε κάθε καλοκαίρι, αυτό της κυρίας Κωνσταντίας, μια ανάσα από την παραλία.
Η σταθερή πεντάδα, ήμασταν η μάνα μου, ο (μεγαλύτερος) αδερφός μου, ο παππούς, η γιαγιά μου και εγώ. Ο μπαμπάς, πάντα δούλευε, και τον περιμέναμε, κάθε Σαββατοκύριακο να έρθει μαζί μας.
Στο ακριβώς διπλανό σπίτι, επίσης μια σταθερή παρέα, κάθε καλοκαίρι. Η Μαίρη, μια ξανθιά γυναικάρα, που θα μπορούσε να είναι star πίστας, με τα παιδιά της, την Έλενα και τον Άκη. (Αν τυχόν με διαβάζετε, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου).
Πρωινό ξύπνημα πάντα από πολύ νωρίς. Ραντεβού στις πιο, κλασσικές «αξίες», μέχρι σήμερα της Καλλικράτειας. Τα 2 μαγαζιά, στην αρχή του πεζόδρομου, για μπουγάτσα και Carnation. Έπρεπε πάντα, να περάσει τουλάχιστον ένα δίωρο, μέχρι η μαμά να μας αφήσει να πάμε στη θάλασσα. Ξέρετε, η κλασσική ατάκα, «δεν κάνουμε μπάνιο με γεμάτο στομάχι». Και ύστερα η ώρα της θάλασσας. Κουβαδάκια, φτυαράκια, μπρατσάκια και φύγαμε. Με θυμάμαι να χτίζω πύργους και σπιτάκια στην άμμο, με μόνιμο συνεργάτη, τον ίσως, πιο «τρελαμένο» με τα εγγόνια του, παππού.
Πόσα σπιτάκια άραγε να χτίσαμε μαζί στην άμμο και πόσες φορές μας τα έπνιγε το κύμα;
Και ξαφνικά… λες και είχε σημάνει συναγερμός. Η παραλία άδειαζε σε χρόνο 0. Γιατί; Μα πλησίαζε η ώρα για την «Τόλμη και γοητεία». Ήταν δυνατόν, να χάσουμε τις περιπέτειες της Μπρουκ, του Θορν και της Καρολάιν; Ανήκουστο. Και μετά, όλα τα παιδιά που μέναμε γύρω γύρω, ατέλειωτο παιχνίδι. Αγόρια κορίτσια. Καμία διάκριση. Άλλες φορές να παίζουμε κρυφτό και μήλα και άλλες να ανταλλάσσουμε τα αυτοκόλλητα για τα album που συμπληρώναμε τότε. Από «Χελωνονιντζάκια» και αθλητικά, μέχρι αυτό της «Τόλμης και γοητείας» ή το «Αλέξια» με τους pop stars της εποχής.
Κι ύστερα πάλι θάλασσα, παιδική χαρά με τον παππού και μετά η βραδινή βόλτα.
Πρώτη στάση, «Πίτσα Angelo», για τον αδερφό μου. Ακόμα και εγώ, που δεν υπήρξα ποτέ ιδιαίτερα φίλος της πίτσας, νομίζω πως δεν υπήρξε ποτέ ωραιότερη, και ομολογώ πως λυπάμαι που έχει κλείσει. Δεύτερη στάση, για μένα και για πιτόγυρο. Με το μόνιμο καυγά με τη μαμά. «Ψωμάκι θα πάρεις, οι πίτες ψήνονται σε βρώμικα λάδια». Αυτές τις πίτες, μπορούσα να τις χαρώ, μόνο όταν έρχονταν ο μπαμπάς, που ήταν σύμμαχος της «υγιεινής διατροφής». Ε μετά να μη φάμε και ένα παγωτό μηχανής, από τα δύο μαγαζιά, που προανάφερα;
Η Καλλικράτεια, είχε ένα ακόμα καλό. Λόγω της κοντινής απόστασης από τη Θεσσαλονίκη, ερχόντουσαν συνεχώς οικογενειακοί φίλοι, συγγενείς ή και συμμαθητές. Βόλτες πάνω κάτω στον πεζόδρομο ή στην παραλία. Η νονά μου, η νονά του αδερφού μου, η αγαπημένη ξαδέρφη της μαμάς, η αγαπημένη γειτόνισσα με την κόρη της που μέχρι σήμερα είμαστε σαν αδέρφια.
Το βράδυ οι μεγάλοι λέγανε τα δικά τους και εμείς μαζευόμασταν να δούμε σε επανάληψη «Τρεις Χάριτες, Ρετιρέ, Απαράδεκτους» ή αγαπημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Ναι, το ομολογώ. Από μικρός λάτρευα την Αλίκη Βουγιουκλάκη και δεν υπήρχε περίπτωση, να παίζει ταινία της και να μη τη δω.
Μόνο που εγώ, από μικρός είχα «τρέλα» με τη μουσική. Άρα αυτά τα καλοκαίρια, είχανε το δικό τους soundtrack. Υπάρχουν κάποια τραγούδια, τα οποία ήταν οι μεγάλες επιτυχίες της εποχής και τα έχω ταυτίσει με την Καλλικράτεια. Ακόμα και σήμερα, όταν τα ακούω αισθάνομαι ότι βρίσκομαι εκεί.
Ποια είναι μερικά από αυτά;
Δεν περίμενες, με την Ελένη Δήμου, Πρόβα, με την Καίτη Γαρμπή, Ανατολίτισσα, με την Πωλίνα, Και ζαλίστηκα, με τη Γλυκερία, Στον επόμενο τόνο, με την Κωνσταντίνα, Όπως σε θέλω σ’ ονειρεύομαι, με την Ελπίδα, Χορεύοντας στην άμμο, με τη Λία Βίσση, Τώρα, με την Άννα Βίσση, Έλα Έλα, με την Αλέξια, Αγκαλίτσες και φιλάκια, με τη Μαντώ και φυσικά το αλησμόνητο «Lambada».
Οι πιο αγαπημένες μου μέρες, ήταν πάντα αυτές που έρχονταν ο μπαμπάς μου. Ίσως τότε δεν το καταλάβαινα, αλλά υπήρξε η μεγάλη μου αδυναμία και ήμασταν ίδιοι ψυχικά. Κάθε Σάββατο, μας έπαιρνε βόλτες με το αμάξι και μας πήγαινε σε άλλες παραλίες. Και την Κυριακή πριν φύγει, φαγητό στης κυρίας Λαμπρινής. Άλλο ένα μαγαζί που έκλεισε. Εκεί όμως ανακάλυψα την νοστιμιά της μελιτζάνας. Θυμάμαι ότι το μόνιμο πιάτο που ζητούσα ήταν «Παπουτσάκια».
Τώρα τα κεραμίδια, που αναφέρω στην αρχή που κολλάνε;
Μα είναι απλό. Ως γνήσιος Σατανίδης, τιμούσα το επίθετο και έκανα όλο αταξίες.
Άρα η τιμωρία ήταν, να με παίρνει ο γιος της κυρίας Κωνσταντίας (που τον έχω στη μνήμη μου ως σωσία του Παύλου Ευαγγελόπουλου) και να με ανεβάζει ή να με απειλεί πως θα με ανεβάσει στα κεραμίδια. Βέβαια, για να μην κατηγορήσουμε άδικα τον άνθρωπο, το σπίτι ήταν τόσο χαμηλό, και η «τιμωρία» γινόταν παρουσία κοινού και κυρίως προς χάριν αστεϊσμού.
Την αγαπάω ακόμα πολύ την Καλλικράτεια. Κουβαλάει μνήμες, μουσικές και μυρωδιές, από χρόνια ευτυχισμένα. Την επισκέπτομαι κάθε καλοκαίρι, έστω για μια βουτιά. Λυπάμαι, που ο παππούς δε μας πήρε ποτέ, αυτό το μικρό σπιτάκι, που τόσο έντονα του ζητούσε η γιαγιά. Πιστεύω πως άνετα θα μπορούσα να ζω εκεί. Άλλωστε τις καθημερινές πιο εύκολα έρχεσαι Θεσσαλονίκη από τη Χαλκιδική, παρά διασχίζεις την πόλη.
Δε ξέρω αν το σύνθημα «Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει», για μένα όμως… «Σαν την Καλλικράτεια, δεν έχει»