Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης
Η ταινία Ο Τελευταίος Πειρασμός του Μάρτιν Σκορσέζε, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη και όχι στα ιερά ευαγγέλια, αποτέλεσε μία από τις πιο αμφιλεγόμενες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου. Με πρωταγωνιστή τον Γουίλεμ Νταφόε στον ρόλο του Ιησού, η ταινία επαναδιατυπώνει το πρόσωπο του Χριστού όχι ως θεϊκό και αψεγάδιαστο, αλλά ως άνθρωπο με σάρκα, αδυναμίες και υπαρξιακά ερωτήματα. Την εποχή της κυκλοφορίας της, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η ταινία χαρακτηρίστηκε από την καθολική εκκλησία «ηθικά προσβλητική και αιρετική», ενώ στην Ελλάδα, στις 13 Οκτωβρίου του 1988 που κυκλοφόρησε, η Ιερά Σύνοδος ζήτησε την απαγόρευση της προβολής της στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, απέρριψε το αίτημα της εκκλησίας και η ταινία προβλήθηκε κανονικά μέχρι την 15η Νοεμβρίου του ίδιου έτους, όπου μετά από σφοδρές αντιδράσεις, πορείες διαμαρτυρίας και βανδαλισμούς σε κινηματογράφους από «πιστούς», το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας, πήρε την απόφαση να σταματήσουν οι προβολές στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας και η οποιαδήποτε διάθεση της στα βίντεο κλάμπ. Βέβαια, υπάρχει η φήμη ότι πολλά βίντεο κλάμπ διέθεταν την ταινία παράνομα. Η ταινία είχε καταφέρει να κόψει πάνω από 160.000 εισιτήρια στο διάστημα που προβλήθηκε στις Ελληνικές αίθουσες. Τον Ιούλιο του 2004, μετά από παρέμβαση του τότε αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας στην τηλεόραση, όπου είχε προγραμματιστεί να προβληθεί από το Star Channel. Το 2008 η εφημερίδα «Το Βήμα» προσέφερε στους αναγνώστες της δωρεάν την ταινία σε DVD την Κυριακή των Βαϊών, χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις (Ο Χριστόδουλος είχε φύγει από την ζωή λίγους μήνες πριν).
Όπως και η ταινία, έτσι και το βιβλίο Ο Τελευταίος Πειρασμός, όπου εκδόθηκε το 1955, αμέσως προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από την Ορθόδοξη Εκκλησία και θρησκευτικούς κύκλους. Ο Καζαντζάκης, με βαθιά υπαρξιακή και φιλοσοφική προσέγγιση, δεν επιχείρησε να «διορθώσει» την Αγία Γραφή, αλλά να ερευνήσει την ψυχολογική και πνευματική πορεία ενός ανθρώπου που καλείται να φτάσει στη θέωση μέσα από την πάλη του με τα ανθρώπινα πάθη.


Ο Ιησούς του Καζαντζάκη δεν είναι έτοιμος να γίνει Μεσσίας από την αρχή. Αντιθέτως, παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό, με την επιθυμία για έρωτα, για ειρήνη, για μια απλή ζωή. Το σημαντικότερο στοιχείο του έργου είναι ότι αποτυπώνει τη σταδιακή μεταμόρφωση του ανθρώπου Ιησού σε Χριστό – δηλαδή σε εκείνον που υπερβαίνει τη σάρκα και αγκαλιάζει την αποστολή του μέσω του πόνου, της θυσίας και τελικά της αποδοχής.
Ο Σκορσέζε, βαθιά επηρεασμένος από τη ρωμαιοκαθολική του ανατροφή αλλά και από το έργο του Καζαντζάκη, παρουσιάζει έναν Ιησού με εσωτερικές συγκρούσεις: θυμό, αμφιβολία, σαρκικές επιθυμίες και αγωνία για το βάρος της θεϊκής αποστολής του. Ο Ιησούς του Νταφόε είναι εξαιρετικά γήινος — ένας άνδρας που παλεύει να συμφιλιώσει την ανθρώπινη φύση με τη θεϊκή αποστολή του. Οι διάλογοι συνδυάζουν την ποιητική γλώσσα των Γραφών με σύγχρονη, καθημερινή φρασεολογία, κάτι που καθιστά τους χαρακτήρες άμεσους και ζωντανούς, αν και σκανδαλωδώς ανορθόδοξους για τα θρησκευτικά δεδομένα.
Ο Ιούδας, ερμηνευμένος από τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, παρουσιάζεται όχι ως ο κακόβουλος προδότης, αλλά ως ιδεολόγος, βαθιά συνδεδεμένος με τον Ιησού. Η σχέση τους είναι σχεδόν φιλοσοφική, ένας διάλογος πάνω στο χρέος, την ελευθερία και τη θυσία. Αυτή η επιλογή, που προέρχεται επίσης από το καζαντζακικό έργο, αποδομεί τη μονοδιάστατη εικόνα του Ιούδα και προσδίδει βάθος στις ιστορικές συγκρούσεις.
Το αποκορύφωμα της ταινίας –όπως και του βιβλίου– έρχεται όταν ο Ιησούς, πάνω στον σταυρό, δέχεται τον «τελευταίο πειρασμό»: ένα όραμα στο οποίο εγκαταλείπει τη θυσία και ζει μια απλή ζωή με τη Μαρία Μαγδαληνή. Σε αυτή τη φανταστική εκδοχή, παντρεύεται, κάνει παιδιά και γερνά. Όταν όμως συνειδητοποιεί πως αυτό το όραμα είναι απάτη του Σατανά, επιστρέφει νοητά στον σταυρό και αποδέχεται το πεπρωμένο του. Η επιστροφή του στη θυσία είναι η στιγμή της αληθινής του μεταμόρφωσης.
Ο Σκορσέζε κινηματογραφεί αυτή τη σκηνή με συγκλονιστικό λυρισμό, μεταφέροντας στο κοινό το βάρος της επιλογής και την υπαρξιακή σημασία της αυταπάρνησης. Είναι μια συγκλονιστική στιγμή όπου η αμαρτία, η συγχώρεση και η λύτρωση συνυπάρχουν σε έναν ενιαίο χρόνο.
Η αισθητική της ταινίας είναι λιτή, σχεδόν θεατρική, χωρίς την εντυπωσιακή αναπαράσταση άλλων βιβλικών παραγωγών. Η κάμερα του Σκορσέζε δεν υμνεί το μεγαλείο, αλλά αναζητά την αλήθεια μέσα στη σκόνη, τον πόνο και τον ιδρώτα. Η φωτογραφία του Μάικλ Μπάλχαους δίνει έμφαση στα χρώματα της γης και του αίματος, ενώ η μουσική του Πίτερ Γκάμπριελ, με έντονα εθνολογικά στοιχεία, προσδίδει έναν σχεδόν υπερβατικό χαρακτήρα στο οπτικοακουστικό σύνολο.
Παρά τις πρωτοφανείς αντιδράσεις, η ταινία έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας 2 υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα (Β’ Γυναικείου ρόλου και Μουσικής) και βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και το πιο προκλητικό έργο μπορεί να αναγνωριστεί ως καλλιτεχνικά σπουδαίο.
Ο Τελευταίος Πειρασμός είναι λιγότερο μια βιογραφία του Ιησού και περισσότερο μια εσωτερική αποτύπωση της πορείας κάθε ανθρώπου που παλεύει ανάμεσα στο “θέλω” και το “πρέπει”, στην επιθυμία και την αποστολή. Ο Σκορσέζε, όπως και ο Καζαντζάκης, δεν προτείνει έτοιμες απαντήσεις, αλλά προσκαλεί τον θεατή και τον αναγνώστη σε μια πορεία εσωτερικής αναζήτησης.
Δεν είναι έργο της βεβαιότητας — είναι έργο της πίστης. Και πίστη, όπως μας λέει ο Ιησούς του Σκορσέζε, είναι να συνεχίζεις να αναρωτιέσαι, ακόμη και όταν δεν έρχεται απάντηση.