Ο Ρένος Χαραλαμπίδης, είχε πάντα μέσα του μια καλλιτεχνική φλόγα που ήταν σταθερά αναμμένη. Και ήρθε ο χρόνος να επιβεβαιώσει κάθε όνειρό του, αφού ο ίδιος τα τελευταία χρόνια έχει μια τρομακτική επιτυχία και απόλυτη αποδοχή από το κοινό – και ειδικά, στη νεολαία. Αυτός ο ρομαντικός τύπος καταφέρνει να αιχμαλωτίσει την ψυχή και να χαρίσει στο κοινό του έναν κόσμο γεμάτο συναίσθημα και ομορφιά. Μιλήσαμε μαζί του μια νύχτα στο Ναταλί, όσο οι φίλοι του ετοίμαζαν τούρτα έκπληξη για τα γενέθλιά του, μετά την προβολή της νέας του ταινίας, Νυχτερινός Εκφωνητής.
Συνέντευξη: Γιάννης Παπαδόπουλος / Φωτογραφίες: Nekti
Το Νo budget story σου έδωσε την ταμπέλα του ταλέντου, τα Φθηνά τσιγάρα μετά από χρόνια σε έκαναν διαχρονικό, τι θέλεις να λέγεται για σένα μετά το Nυχτερινό Eκφωνητή;
Θα ήθελα να λέγεται ότι τόλμησα να διαπραγματευτώ το πολύπλοκο θέμα της ωριμότητας και του χρόνου. Θα ήθελα να είναι η πιο στοχαστική μου ταινία.
Το σινεμά είναι για σένα πάθος η ανάγκη;
Μετά από 30 χρόνια στη μεγάλη οθόνη είναι απλά ο τρόπος για να υπάρχω. Είναι κομμάτι της υπόστασης μου. Σαν να με ρωτάς ποια είναι η σχέση μου με την ανάσα.
Περιέγραψε μας τα συναισθήματα όταν κλείνουν τα φώτα και ξεκινάει να προβάλλεται η ταινία σου!
Ακριβώς το ίδιο συναίσθημα που είχα στο δημοτικό όταν έβγαινα να πω ποίημα στις εθνικές εορτές. Μέσα στην αμφιβολία!
Τι σε συνδέει με το κοινό της Θεσσαλονίκης;
Μα με τη Θεσσαλονίκη με συνδέει η έννοια της αρχής. Και με την έννοια ότι εκεί γνωρίστηκαν σαν πρόσφυγες ο παππούς και η γιαγιά μου, το 1920 στις παραγκουπόλεις στις Σαράντα Εκκλησιες. Αλλά και η έννοια της κινηματογραφικής αρχής αφού από εκεί ξεκίνησαν όλα με την παρθενική Προβολή στο Ολύμπιον του ΝΟ ΜΠΑΤΖΕΤ ΣΤΟΡΥ τον Νοέμβριο του 1997. Για πρώτη φορά κινηματογραφικά με είδαν οι Θεσσαλονικείς. Και ξαφνικά έγινα μια ελπίδα για το ελληνικό σινεμά που θέλω να πιστεύω ότι δεν τη διέψευσα. Μα ακόμα και αν τη διέψευσα από ελλείψεις μου, σίγουρα δεν την πρόδωσα.
Ποια είναι η πρώτη ιστορία που έπλασες στο μυαλό σου και δεν έκανες ποτέ ταινία;
Από παιδί ονειρεύομαι ένα φουστανέλα-γουέστερν. Αλλά μάλλον δε θα γίνει ποτέ! Κάτι σαν τους «7 σαμουράι» του Κουροσάβα στην προεπαναστατική Ελλάδα. Μάχες με εξαιρετικό στυλ με φουστανέλες, καριοφίλια, γιαταγάνια, εξαγριωμένα άλογα που καλπάζουν με φουστανελάδες στις αρχές του 19 αιώνα.
Στο Νυχτερινό Εκφωνητή μπορούμε να πούμε πως ο εγωισμός της νεότητας τυφλώνει τον πρωταγωνιστή – Ποια λάθη που έκανες σαν νέος δε μετάνιωσες;
Τα λάθη που ήταν υπόθεση καρδιάς.
Βλέπουμε πως στις ταινίες σου ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι ο πρωταγωνιστής – φοβάσαι τα happy end ή ένας χωρισμός δεν είναι το τέλος;
Ο θεατής παίρνει μαζί του τον προβληματισμό του ανεκπλήρωτου έρωτα της μεγάλης οθόνης. Ο ολοκληρωμένος έρωτας εξατμίζεται με τους τίτλους τέλους.
Η μουσική είναι βασικό συστατικό των ταινιών σου! Αν έπρεπε να ακούς ένα τραγούδι όταν ξυπνάς και ένα πριν πέσεις για ύπνο ποιο θα ήταν αυτό;
Θα ξύπναγα με Lou Reed το “Take a walk on the wild side” Και θα κοιμόμουν με κάτι από Telenova. Οτιδήποτε.
Ποιον αντιήρωα θα ήθελες να έχεις υποδυθεί;
Τον Ιούδα στον κλασσικό Ιησού τoυ Τζεφιρέλι. Οι μπερδεμένοι άνθρωποι που οδηγούνται στην αυτοτιμωρία είναι ένα ψυχικός λαβύρινθος, που πάντα εξιτάρει το καλλιτεχνικό και φιλοσοφικό ενδιαφέρον μου για να τον περπατήσω.
Αν η ζωή είναι διαδρομή, περιέγραψε μου πως θα ήθελες να είναι η τελική ευθεία;
Κατευθείαν προς τα αστέρια. Καθώς θα χάνω τη σωματική μου υπόσταση να γίνω αστερόσκονη. Ή έστω κομφετί αποκριάτικο! Η τελική ευθεία ας είναι μια ασημένια γραμμή σαν το μονοπάτι από το φεγγαρόφως.
Ο σκηνοθέτης χειραγωγεί το κοινό ή το κοινό τον σκηνοθέτη;
Ας είμαστε ειλικρινείς, είναι μια σχέση αμοιβαία. Είμαστε συνένοχοι.
Αν η Θεσσαλονίκη ήταν ερωμένη σου περιέγραψε μου ένα εικοσιτετράωρο μαζί της…
Πολύ νωρίς για καφέ σε υπαίθριο καφενείο στην αγορά, στο λιμάνι. Εσωστρεφείς περίπατοι στην παραλία μέχρι το μεσημέρι αναλύοντας την ταραχή της θάλασσας, το αχνό τοπίο και τα έργα τέχνη. Μεσημέρι ανάπαυλα σε κάποιο ξενοδοχείο προς την Εγνατία, από την εποχή που έκανα περιοδείες σαν πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός. Και η νύχτα θα ανοίξει στις τυχαίες συναντήσεις που η Θεσσαλονίκη εξειδικεύεται. Τόπος μοιραίων συναντήσεων η ημισέληνος που δε δύει ποτέ, και έχει ρίξει άγκυρα στο λιμάνι.
Αν μπορούσες να κάνεις μία μίξη από το σήμερα και το παρελθόν, ποια στοιχεία θα κρατούσες κι από τα δύο;
Τη νεανική ορμή των 90s με την τέχνη να εκμεταλλεύομαι τους ανέμους ανεξάρτητα με το που πνέουν σήμερα. Την παιδική ματιά με τη σημερινή ικανότητα του αναστοχασμού.
Αν έπρεπε να χαθούν οι αναμνήσεις σου ή οι ταινίες σου ποιες θα θυσίαζες;
Τις αναμνήσεις μου. Γιατί αφορούν μόνο εμένα. Οι ταινίες μου είναι το υλικό της επικοινωνίας μου. Το πέρασμα μου στη ζωή που αφορά και άλλους.