
Κάθε εβδομάδα ένας συγγραφέας απαντά σε 15 ερωτήσεις. Σήμερα ο Αλέξανδρος Πλατανιώτης
- Γιατί γράφετε;
Η ποιητική λειτουργία είναι σύνθετη και η αιτία της δεν είναι απλή. Γράφω για πολλούς λόγους. Η συγκίνηση είναι ένας από αυτούς, αλλά από μόνη της δεν αρκεί: ό,τι μας συγκινεί, δεν οδηγεί απαραίτητα στη δημιουργία. Ο ίλιγγος των αισθήσεων, η ενόραση και η δημιουργική φαντασία προστίθενται στη δική μου λίστα. Το βίωμα του Υψηλού, η αγωνιώδης εμπειρία του θείου, επίσης. Ύστερα έρχεται η ενεργητική εσωτερικότητα και η αυτογνωσία, η σύνδεση με τον εσώτερο και, κατ’ εμέ, αληθινό εαυτό. Η υψηλή μνήμη, το καταγωγικό όριο του ανθρώπου, το «αρχαίο κάλλος», όπως έγραφε ο Γρηγόριος Νύσσης. Η υψηλή απελπισία, η στοχαστική αδυναμία στο «υπόγειο», στα έγκατα του ανθρώπου. Η πολιτική μου ταυτότητα (η ποίηση είναι, άλλωστε, δημόσιος λόγος). Η θνητότητα, η συναίσθηση ότι είμαι λίγος· μετά η επιθυμία μου να είμαι λίγος, σύμφωνος με τη φύση μου, θνητός. Ο έρωτάς μου προς τον Κόσμο και τον Δημιουργό του. Η ανάγκη μου να γράψω: έχω προσπαθήσει αρκετές φορές να σταματήσω, αλλά δεν μπορώ. Έφτασα στο σημείο να συνειδητοποιήσω ότι χωρίς τη συγγραφή, θα πέθαινα (όσο κοινότυπο κι αν ακούγεται αυτό, είναι αληθινό). Επιδίωξα να ζήσω έξω από την ποίηση, να κερδίσω μιαν άλλη ζωή. Όμως, δεν μπορώ. Με τον καιρό, έμαθα να είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Ίσως ταπεινώθηκα. Συνειδητοποίησα ότι μπορείς να υπηρετήσεις τον Θεό από οποιοδήποτε πόστο, αλλά ότι καθένας έχει ένα μερίδιο στη ζωή, που του χαρίστηκε, αν θέλετε. Είχα διαβάσει ότι ο μεγαλύτερος φόβος κάποιου ραβίνου ήταν ότι, όταν θα εμφανιζόταν μπροστά στον Θεό για να κριθεί, Εκείνος θα τον ρωτούσε: «γιατί δεν ήσουν όπως σε έπλασα;» Μοιράζομαι αυτόν τον φόβο. Η ποίηση είναι η ταυτότητά μου, ο δικός μου δρόμος. Δεν ξέρω πώς να υπάρχω διαφορετικά. Αλλά υπάρχει κ’ ένας ακόμη λόγος για τον οποίο γράφω: σ’ όλα μου τα ποιήματα απευθύνομαι σ’ έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, πολύ αγαπημένο, με τον οποίο δεν μπορώ να επικοινωνήσω έξω από τη λογοτεχνία. Έτσι, η ποίηση είναι κ’ ένας τρόπος να κερδίσω τον άλλο, όταν αυτός απουσιάζει, δηλαδή να κερδίσω τον εαυτό μου μέσα του: μια μετάληψη.
- Τι κάνετε όταν δεν γράφετε;
Αν ήταν δυνατό να μη βγαίνω απ’ το κελί μου, δε θα άφηνα το σπίτι. Είμαι αρκετά εσωστρεφής και αυτάρκης μέσα στη μοναξιά μου. Συνεπώς, περνάω τον ελεύθερο χρόνο μου διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική (αγαπώ πολύ την κλασική μουσική, ιδιαίτερα τον Μπαχ) ή αναζητώντας στο διαδίκτυο πίνακες ζωγράφων, σχέδια εικονογράφων παραμυθιών ή αναγεννησιακά χαρακτικά (στα οποία έχω αδυναμία). Μου αρέσει πολύ να κοιμάμαι: είναι ένα δώρο ο ύπνος. Άλλες φορές κάνω εντελώς ανούσια πράγματα, για να ξεδώσω. Απολαμβάνω πολύ την παρέα της συντρόφου μου, η οποία είναι ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο αισθάνομαι ότι μοιράζομαι κάτι γνήσιο. Επίσης, ο ρεμβασμός είναι μια παρόρμηση στην οποία δύσκολα αντιστέκομαι: είμαι κ’ εγώ ένας αλαφροΐσκιωτος. Οι πιο ηδονικές στιγμές μου, όμως, είναι όταν καταφέρνω να συντονιστώ με τη συχνότητα του στοχασμού: είναι λες και γίνομαι ένα βιβλίο ιστορίας, που περικλείει κάθε στιγμή του ανθρώπου.
- Είστε πρωτίστως αναγνώστης/τρια ή συγγραφέας;
Νομίζω ότι είμαι κυρίως αναγνώστης. Εκπαιδεύεσαι στη σιωπή, πριν μάθεις να μιλάς.
- Τι διαβάζετε αυτό το διάστημα;
Το Ύλη και Μνήμη του Bergson.
- Με ποιες προσωπικότητες της Λογοτεχνίας θα βγαίνατε για ποτό;
Δεν είμαι πολύ κοινωνικός, οπότε μάλλον με κανέναν. Αλλά αν έπρεπε να διαλέξω, θα επέλεγα τον Rimbaud, τον Trakl ή τον Artaud. Αφενός γιατί αγαπώ πολύ τα κείμενά τους, αφετέρου γιατί έχω αρκετές ερωτήσεις σχετικά με τα βιώματά τους.
- Ισχύει ακόμα ο «θάνατος του συγγραφέα» στην εποχή των social media;
Σίγουρα ζούμε σε μια εποχή που το image το οποίο προάγουν τα ΜΚΔ πνίγει την ποιότητα και το περιεχόμενο. Κατακλυζόμαστε από τόση πληροφορία, που πολλές φορές είναι δύσκολο να διακρίνεις το θαύμα. Όμως, όχι, δεν πιστεύω στον «θάνατο του συγγραφέα». Όλους ο χρόνος θα μας κρίνει και η καλή λογοτεχνία θα επιβιώσει, ακόμη κι αν καθυστερήσει η δικαίωσή της.
- Γίνεται να βιοπορίζεσαι στην Ελλάδα μόνο από τη συγγραφή;
Υποθέτω πως όχι, εκτός κι αν συνδυάζεις αυτήν την ασχολία με άλλες, όπως είναι η μετάφραση, η επιμέλεια κειμένου κ.ά.
- Διδάσκεται η γραφή;
Δεν υφίσταται τέχνη δίχως κανόνες, υπάρχει και το θεωρητικό της κομμάτι, το οποίο είναι εξίσου σημαντικό με το πρακτικό (αρκεί να μην εκπίπτει στο επίπεδο μιας ακαδημαϊκής μανιέρας). Συνεπώς, ναι, πιστεύω ότι η γραφή διδάσκεται, αν και οι περισσότεροι είμαστε μάλλον αυτοδίδακτοι.
- Ποιο θα ήταν το δικό σας «γράμμα σ’ ένα νέο ποιητή»;
Δε θα έγραφα ποτέ ένα τέτοιο γράμμα, ούτε έχω διαβάσει αυτά του «κανόνα». Δε με αφορούν. Δεν έχω ν’ αποδείξω τίποτα σε κανέναν. Δε γράφω γι’ αυτόν τον λόγο. Τα «γράμματα προς νέους συγγραφείς» κατά τη γνώμη μου είναι εντελώς άχρηστα. Ο συγγραφέας πρέπει να βιώσει μόνος του την αγωνία της γραφής και να βρει το δικό του ύφος, που θα τον καθιστά μοναδικό.
- Η Λογοτεχνία είναι ενιαία ή επιδέχεται διακρίσεων;
Η λογοτεχνία είναι μια συνέχεια στην οποία, ωστόσο, σημειώνονται κάποιες τομές (κάποια διακριτά και σημαίνοντα έργα). Οι διακρίσεις αφορούν περισσότερο στους φιλολόγους, οι οποίοι πρέπει κάπως να ταξινομήσουν τα κείμενα, προκειμένου να τα μελετήσουν. Όμως, τι έγραφε ο Καρυωτάκης; «Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει/ από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής». Η λογοτεχνία, τόσο στο επίπεδο του ατόμου, όσο και του συνόλου (στις τάξεις της διαχρονίας και της συγχρονίας τής γλώσσας), επαναλαμβάνεται. Η εκφορά αλλάζει, το ύφος, αλλά και το βίωμα: κάθε άτομο είναι μοναδικό, συνεπώς μοναδικές είναι και οι εμπειρίες του και η γλώσσα στην οποία αυτές μετουσιώνονται: από εδώ πηγάζει κυρίως η πρωτοτυπία κατ’ εμέ (από το βίωμα), κι όχι τόσο από το ύφος. Το τέλος, όμως, είναι πάντα το ίδιο: η σιωπή.
- Υπάρχουν must read βιβλία; Ποια είναι για εσάς;
Πιστεύω περισσότερο στο γούστο, στις ατομικές επιλογές που διαμορφώνουν την αναγνωστική ταυτότητα (και κατ’ επέκταση τη συγγραφική). Ωστόσο, θα πρότεινα το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, αυτό το μεγαλειώδες υφαντό της ανακτημένης ταυτότητας.
- Πώς είναι να γράφεις στον καιρό της πολιτικής ορθότητας;
Είναι κάτι που δε με αφορά. Όταν η τέχνη λογοκρίνεται, παύει να είναι τέχνη. Ωστόσο, κάποιος είχε πει ότι «το δύσκολο είναι να χωρέσεις την εποχή σου, δίχως να αλλοτριωθείς μέσα της». Αυτό είναι το στοίχημα. Νομίζω πως ο Ελύτης είχε διατυπώσει αυτήν τη σκέψη σε μία του συνέντευξη, αλλά μπορεί και να τον παραφράζω, μιας και το παραθέτω από μνήμης.
- Γιατί οι Έλληνες γράφουν περισσότερο απ’ ό, τι διαβάζουν;
Φαίνεται πως δεν έχουμε μάθει να σωπαίνουμε και να παρατηρούμε. Ίσως, όμως, κάνω λάθος. Μπορεί να είναι άλλη η αιτία αυτού του φαινομένου. Δε δείχνει πάντως πολιτισμική ωριμότητα. Στο ίδιο σημείο συγκλίνει και η απουσία ουσιαστικού διαλόγου: έχω την αίσθηση ότι καθένας περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, ότι παρακολουθούμε παράλληλους μονολόγους (τόσο σε λογοτεχνικό επίπεδο, όσο και σε γραμματειακό).
- Πώς σας επηρεάζει η πολιτική επικαιρότητα;
Με επηρεάζει αρκετά. Όσα συμβαίνουν στη χώρα μου, αλλά και όσα γίνονται στον υπόλοιπο κόσμο. Προσπαθώ να τα εσωτερικεύσω, να τα μετουσιώσω σε γλώσσα. Η πολιτική πραγματικότητα είναι η κατεξοχήν πραγματικότητα του ατόμου. Προσωπικά, βίωσα πολύ έντονα την οικονομική κρίση: έφτασα στο σημείο να περιμένω σε ουρές συσσιτίων. Στο παρόν, μ’ έχει επηρεάσει πολύ η κατάσταση στη Γάζα και στην Ουκρανία. Προσπαθώ να παρακολουθώ συστηματικά τα γεγονότα, ακόμη περισσότερο να τα μετουσιώνω σε υποκειμενικά βιώματα. Έχει ριζώσει στη μνήμη μου η εικόνα ενός Παλαιστίνιου, τον οποίο πυροβόλησαν, γιατί δεν τους εκχωρούσε τη γη που νόμιμα του ανήκε. Στη σκέψη μου σταθερά μένουν τα λόγια του, μετά την ανάρρωσή του από τον πυροβολισμό: «κανείς δε θα με διώξει από τη γη μου». Αυτό σημαίνει θάρρος.
- Η Λογοτεχνία, τελικά, σας έχει αλλάξει τη ζωή;
Νομίζω πως το συμπέρασμα εδώ συνάγεται εύκολα από τα παραπάνω.
Γεννήθηκε το 1994 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Ποιήματα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο (Άνθη που σκάλισε ο ουρανός) κυκλοφόρησε το 2025 από τις εκδόσεις Νεφέλη.


