Κάθε εβδομάδα ένας συγγραφέας απαντά σε 15 ερωτήσεις.
Γιατί γράφετε;
Το να γράφω αποτελεί για εμένα μια προσπάθεια να αντιληφθώ τον κόσμο γύρω μου, να καταλάβω περισσότερο και βαθύτερα τον εαυτό μου αλλά είναι και μια προσπάθεια να συνδιαλλαχθώ με όσα με περιβάλλουν. Από νεαρή ηλικία ήμουν ένα ιδιαίτερα ομιλητικό πλάσμα. Μεγαλώνοντας, αυτό το χαρακτηριστικό με ακολούθησε. Στην ενήλικη ζωή πια κι έχοντας ανοίξει την πόρτα της γραφής, ανακάλυψα ακόμη έναν τρόπο να επικοινωνώ. Με μια λέξη, αυτός θα έλεγα πως είναι ο λόγος που γράφω, η επικοινωνία. Μια διαδικασία ζωτικής σημασίας για κάθε άνθρωπο, πολυεπίπεδη, πότε πότε περίπλοκη, άλλοτε όχι και τόσο εύκολη αλλά βαθιά αναζωογονητική και δίχως επιστροφή!
Τι κάνετε όταν δεν γράφετε;
Εργάζομαι ως νηπιαγωγός, χτίζω τη ζωή μου στην Ολλανδία, βρίσκομαι με τους φίλους που η ζωή μου έφερε εδώ, περπατώ στο δάσος με τον σκύλο μου, που και που ταξιδεύω, διαβάζω και σχεδόν καθημερινά μιλάω με τα αγαπημένα μου πρόσωπα από την παράλληλη ζωή μου, όπως μου αρέσει να σκέφτομαι ότι συνεχίζει, αυτή στην Ελλάδα. Επιπλέον, όταν δεν γράφω, αφηγούμαι παραμύθια σε μικρούς και μεγάλους.
Είστε πρωτίστως αναγνώστης/τρια ή συγγραφέας;
Ταχύτατα θα απαντήσω και δίχως να το σκεφτώ, πως πρωτίστως είμαι αναγνώστρια. Μάλιστα, το να γίνω αναγνώστρια ήταν κάτι που προσπάθησα για να το αποκτήσω και χαίρομαι που το κατάφερα. Ως παιδί, με θυμάμαι να με γοητεύει η ιδέα του να κρατάω και να διαβάζω ένα βιβλίο, αλλά δεν είχα καταφέρει να ολοκληρώσω παρά δύο ή τρία. Διάβαζα παραμύθια κι ένιωθα πως εγώ δε θα μπορέσω ποτέ να κρατήσω ένα “κανονικό βιβλίο” και να φτάσω στο τέλος του. Ποιος θα μου το έλεγε ότι αργότερα στη ζωή θα μάθαινα πως η επαφή με τα παραμύθια είναι θεμελιώδης και καίρια στην παιδική ηλικία και θεραπευτική και λυτρωτική στην ενήλικη. Χρειάστηκε να φτάσω στη φοιτητική πια ζωή για να μπω στον κόσμο της ανάγνωσης και να τον εξερευνήσω χωρίς τύψεις και ενοχές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να θυμόμαστε πως το να γίνεις αναγνώστης/τρια είναι μια διαδικασία που έχει στάδια. Βιβλία από τα οποία θα μαγευτείς, άλλα που δε θα σου ταιριάξουν στην αισθητική σου, βιβλία που θα τα κουβαλάς από δωμάτιο σε δωμάτιο και από καφέ σε καφέ, βιβλία που ίσως να μην τελειώσεις ποτέ αλλά και άλλα που θα τα διαβάσεις 10 φορές. Θα υπάρξουν εκείνα που θα ανακαλείς πανεύκολα το περιεχόμενό τους με ατελείωτες υπογραμμίσεις και εκείνα που θα αναρωτιέσαι πότε ήρθε στα χέρια σου. Συγγραφείς που θα θέλεις να έχεις οτιδήποτε έχουν δημιουργήσει και άλλοι που ένα γραπτό τους σου είναι αρκετό. Και το πιο σημαντικό κατ’ εμέ, ο ρυθμός και η συχνότητα του αναγνώστη/τριας. Ίσως διαβάζεις γρήγορα, ίσως όχι τόσο. Μπορεί να σου πάρει μια νύχτα ή και μήνες μέχρι να ολοκληρώσεις μια ιστορία. Κι όλα αυτά είναι που δημιουργούν μια σχέση και σε κάνουν αναγνώστη/τρια και είναι εντάξει. Σημασία έχει να απολαμβάνουμε την κάθε ιστορία και να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να συνδεθεί με αυτή.
Τι διαβάζετε αυτό το διάστημα;
Ολοκλήρωσα πρόσφατα βιβλία νέων Ελλήνων και Ελληνίδων συγγραφέων. Τον “Άδειο Τόπο” του Γιάννη Νικολούδη από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, το “My Heroines” της Μαρίας Αμανατίδου από τις εκδόσεις ΝΙΚΑΣ, τις “Ιστορίες της Κ.” της Καλλιόπης Πασιά από τις εκδόσεις ΤΡΙ.ΕΝΑ πολιτισμού. Αυτή την περίοδο διαβάζω τον “Δον Κιχώτη” του Μιγκέλ ντε Θερβάντες από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
Με ποιες προσωπικότητες της Λογοτεχνίας θα βγαίνατε για ποτό;
Με τον Fernando Pessoa, με τον Kobi Yamada, τον Oscar Wilde, τη Μαργαρίτα Καραπάνου, τον Αργύρη Χιόνη, τη Ζωή Βαλάση και άλλους τόσους που θα συναντηθούμε και θα προστεθούν στη λίστα που όλο και μεγαλώνει.
Ισχύει ακόμα ο «θάνατος του συγγραφέα» στην εποχή των social media;
Οι άνθρωποι πολλές φορές έχουν την ανάγκη κάπως να αναλύουν, να κατηγοριοποιούν, να επαναπροσδιορίζουν. Είναι απαραίτητος ο συγγραφέας; Πού βρίσκεται η σημασία ενός έργου, στον αναγνώστη, στον δημιουργό του ή στο κείμενο καθαυτό; Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό ή θετικό, αλλά σίγουρα συμβαίνει και στην εποχή των social media συνεχίζει απλά με περισσότερη ένταση, με μεγαλύτερη ταχύτητα και ευκολότερη λήθη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ίσως στα social γίνεται προσπάθεια αναφοράς των δημιουργών. Ο προβολέας πέφτει πάνω τους. Το αν παραμένει και τι σημασία τού δίνουν σχετίζεται αρκετά με το είδος των έργων, το κοινό που αφορά και πόσο δημοφιλής σε ακόλουθους είναι. Χωρίς πάλι να κρίνουμε κατά πόσο αυτό έχει θετικό ή όχι πρόσημο. Αδιαμφισβήτητα ένα πρόσωπο δημιουργεί ένα βιβλίο και αδιαμφισβήτητα αυτό φεύγει από τον δημιουργό και ξεκινάει ένα ταξίδι. Το τι πορεία έχει το ίδιο το έργο στην εξέλιξη του χρόνου, στις αλλαγές των καιρών, της τεχνολογίας και τι είδους σχέση δημιουργεί εκείνο πια, από “μόνο” του με τους αναγνώστες/τριες του και τι είδους ερμηνείες συμβαίνουν, είναι μια μεγάλη κουβέντα. Αυτή η κουβέντα και ερμηνεία μεταφέρεται όπου συχνάζει ο κόσμος. Σήμερα συχνάζουμε στα social media. Εκεί λοιπόν προσπαθούμε και πάλι να πάρουμε μια θέση σε σχέση με την ισχύ ή όχι της θεωρίας, αλλά πραγματικά είναι δυσδιάκριτο να πούμε τι από τα δύο συμβαίνει, αφού οι παράγοντες είναι πολλοί και πολλές φορές οι απόψεις και τα κίνητρα αυτών άγνωστες. Για έμενα είναι αισιόδοξο το ότι ακόμη παράγουμε έργα, ας κρατήσουμε αυτό.
Γίνεται να βιοπορίζεσαι στην Ελλάδα μόνο από τη συγγραφή;
Για να είμαι ειλικρινής νομίζω πως είναι πολύ δύσκολο. Όπως και για όλα τα είδη τέχνης στην Ελλάδα, δυστυχώς, έτσι και για τη συγγραφή θεωρώ πως για να φτάσει κάποιος να βιοπορίζεται είναι μια κατάσταση που πολλά άστρα πρέπει να συγχρονιστούν. Μακάρι να επενδύαμε στον πολιτισμό. Μακάρι από παιδιά να είχαμε αυτήν την κουλτούρα στη διαπαιδαγώγησή μας. Κι ας απορρίπταμε 10 μέχρι να βρούμε το ένα ή τα δυο ταλέντα μας που θα μπορούσαν να γίνουν και το επάγγελμα από το οποίο θα τρέφεται όχι μόνο το σώμα αλλά και η ψυχή μας. Ίσως τα social media κάπως να φέρουν απολαβές σε δημιουργούς αλλά κρατάω επιφυλάξεις διότι και οι γνώσεις μου είναι ελάχιστες σε σχέση με το πως αυτά λειτουργούν.
Διδάσκεται η γραφή;
Αρχικά πριν γράψεις, όπως ευστοχότατα μου έχει πει ένας εξαιρετικός νέος Έλληνας συγγραφέας ο Γιάννης Νικολούδης, που συμμαθητεύαμε πριν χρόνια σε ένα εργαστήριο δημιουργικής γραφής, πρέπει να διαβάσεις πολύ και πολλούς. Άρα το διάβασμα θα έλεγα είναι σαν προπόνηση για να μπορέσεις να γράψεις. Είναι το πρώτο σκαλοπάτι και έπονται και άλλα. Προσωπικά θεωρώ πως ναι, διδάσκεται. Στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής και στα μεταπτυχιακά, προσφέρεται εξαιρετική γνώση για το τι σημαίνει να γράφει κανείς, με τι εργαλεία, πώς μπορεί να διορθώσει και να εξελίξει το ύφος, τη δομή, το περιεχόμενο, το θέμα, τους χαρακτήρες ενός κειμένου. Επίσης, πριν γράψουμε και πριν διαβάσουμε, ενόσω είμαστε παιδιά, θα έπρεπε να έχουμε ακούσει και να έχουμε δει. Πώς να γράψει κανείς ιστορίες, να αναπτύξει χαρακτήρες εάν δεν έχει ακούσει παραμύθια, εάν δεν του έχουν τραγουδήσει τραγούδια και νανουρίσματα, εάν δεν του συζητούσαν οι γονείς του, εάν δεν είδε θέατρο, παραστάσεις αφήγησης παραμυθιών και αργότερα όταν το ίδιο το παιδί έτοιμο να δοκιμάσει πια να αναπαράγει και να δημιουργήσει να του επιτρέψουν τα λάθη, να αγκαλιάσουν και να επιβραβεύσουν την προσπάθειά του και να του δώσουν πρόσβαση στην τέχνη; Όλα αυτά είναι μέρος της διδασκαλίας της γραφής που ξεκινάει από το σπίτι, συνεχίζεται στο σχολείο και έπειτα είναι προσωπική ευθύνη αυτού που θέλει να δημιουργεί ως ενήλικος πια. Διότι από την προφορική αφήγηση, το θέατρο, τον κινηματογράφο, την ποίηση, το τραγούδι όλα είναι γραφή , όλα είναι φαντασία και εξάσκηση αυτής. Επομένως, ναι διδάσκεται αλλά διδάσκεται από νωρίς και ποικιλοτρόπως.
Ποιο θα ήταν το δικό σας «γράμμα σ’ ένα νέο ποιητή»;
Θα έλεγα βγες, περπάτα, παρατήρησε, ενεργοποίησε το χαρακτηριστικό που έχουμε οι άνθρωποι να είμαστε κοινωνικά όντα και γίνε μέρος συζητήσεων, προσπάθησε να συνδιαλέγεσαι, να διαφωνείς, να ρωτάς, να αναρωτιέσαι και να αμφισβητείς, επέτρεψε στον εαυτό σου τον αυτοσαρκασμό, γέλα, γράψε, σβήσε και γράψε ξανά και ας μην σου αρέσουν όλα, δεν πειράζει, μέχρι να σε βρεις θα σε χάσεις πολλές φορές. Διάβασε άλλους και που και που μείνε στη σιωπή. Μη φοβάσαι τις παύσεις, κάποιες φορές είναι απαραίτητες. Enjoy the ride!
Η Λογοτεχνία είναι ενιαία ή επιδέχεται διακρίσεων;
Η Λογοτεχνία είναι σαν μια τεράστια πλατεία, όπου μαζεύει όλους όσους επιτρέπουν στη φαντασία τους να υπάρξει, όλους εκείνους που βρίσκουν θάρρος να εκφραστούν και έχουν κέφι να συνομιλήσουν. Το πού θα διαλέξει τώρα καθένας από αυτούς να καθίσει σε αυτή την τεράστια πλατεία και με ποιους να βρεθεί, είναι πιστεύω θέμα αισθητικής και οικειότητας. Υπό αυτό το πρίσμα θεωρώ πως είναι μάλλον ενιαία.
Υπάρχουν must read βιβλία; Ποια είναι για εσάς;
Must read βιβλία θα πω είναι όλα αυτά τα βιβλία που ο καθένας αγαπάει. Είναι πολύ προσωπική υπόθεση η επιλογή του βιβλίου, οπότε κάτι που για εμένα είναι διαχρονικό ίσως για κάποιον δεν είναι. Αντιλαμβάνομαι πως τα κλασσικά λογοτεχνικά βιβλία και η ποίηση εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία και όχι άδικα. Θα μοιραστώ αυτά που θα πρότεινα σε φίλες και φίλους. Ο “Ερωτόκριτος” του Βιτσέντζου Κορνάρου, το “Βιβλίο της Ανησυχίας” του Fernando Pessoa, η ποίηση του Καβάφη, η “Φόνισσα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” του Νίκου Καζαντζάκη, Η “Σαλώμη” του Oscar Wilde, “Ο Μικρός Πρίγκηπας” του Αντουάν ντε Σαιντ- Εξυπερύ, ο “Ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία” του Fisher Robert, τα “Ελληνικά παραμύθια” του Γ.Α Μέγα, τα παραμύθια των αδελφών Grimm και άλλα τόσα!
Πώς είναι να γράφεις στον καιρό της πολιτικής ορθότητας;
Προσωπικά δεν με έχει επηρεάσει με κάποιο τρόπο. Καταλαβαίνω πως ανάλογα τι γράφει κανείς και σε ποιο κοινό απευθύνεται ίσως παίζει κάποιο ρόλο. Όπως και σε κάθε αλλαγή , ρεύμα, τάση έτσι και η πολιτική ορθότητα θα αφήσει ένα αποτύπωμα. Μακάρι να μη χρειάζεται να δίνουμε τίτλους και να έχουμε καλλιεργήσει τον αλληλοσεβασμό, την αποδοχή και τη συμπερίληψη. Να εκφραζόμαστε σκεπτόμενα και έχοντας στο νου μας πως υπάρχουμε μαζί με άλλους ανθρώπους. Αρκεί αυτό και να μην ξεχνάμε πως και η γραφή και κάθε μορφή τέχνης εμπεριέχουν ελευθερία έκφρασης, σκέψης, αντίληψης και μας μετακινούν. Διότι εάν αφαιρέσουμε αυτό από την τέχνη τότε η ίδια η πολιτική ορθότητα θα διαπράξει αυτό για το οποίο μάχεται.
Γιατί οι Έλληνες γράφουν περισσότερο απ’ ό, τι διαβάζουν;
Δε γνωρίζω εάν έχει γίνει σχετική έρευνα, θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε και από την πλευρά της επιστήμης το γιατί. Προσωπικά θεωρώ ότι δε διαβάζουμε διότι δεν επενδύουμε σε αυτό ως χώρα. Στα σχολεία μας παπαγαλίζουμε. Έχουμε τόσο πλούσια λογοτεχνία και θα μπορούσε να είναι μέρος της σχολικής ζωής με τόσο ευφάνταστο και δημιουργικό τρόπο, αλλά εάν εξαιρέσουμε τη βαθμίδα της προσχολικής εκπαίδευσης που οι νηπιαγωγοί καθημερινά διαβάζουν στα παιδιά και με τα παιδιά, προσκαλούν συγγραφείς και δημιουργούς, πηγαίνουν σε παραστάσεις, μετά αυτό παύει. Γνωρίζουμε με έρευνες ότι μπορεί να αναπτυχθεί η αναγνωστική ικανότητα αλλά επιλέγουμε ως κράτος να δίνουμε αλλού τα κονδύλια. Επομένως, επαφίεται στην προσωπική προσπάθεια το αν και πόσο θα διαβάζει κανείς. Πώς γίνεται και παρόλα αυτά γράφουμε αρκετά, είναι εύλογο πράγματι. Ίσως λόγω της εξωστρέφειάς μας; Ίσως λόγω της ανάγκης μας να δημιουργούμε; Ίσως στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο να έχει ριζώσει η παρακαταθήκη όσων προηγήθηκαν και αυθόρμητα το συνεχίζουμε γιατί μοιραία αυτό ξέρουμε να κάνουμε; Ίσως γιατί απλά μας αρέσει να λέμε πολλά; Όπως και να έχει είναι ωραίο που η λογοτεχνία συνεχίζει και μακάρι κάποια στιγμή να συνδυαστεί με την καλλιέργεια της αναγνωστικής ικανότητας, διότι ίσως τότε και τα έργα που θα παράγονται να διαμορφωθούν με άλλα εφόδια και σε άλλες βάσεις.
Πώς σας επηρεάζει η πολιτική επικαιρότητα;
Με ανησυχεί ιδιαίτερα. Πολλές φορές τρομάζω με το πώς μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος και ως πού να φτάσει στο όνομα του κέρδους και της εξουσίας, του ελέγχου. Την ίδια στιγμή με ενεργοποιεί κιόλας. Να διαβάσω περισσότερο, να ψάξω τις πηγές, να αμφισβητήσω και κάποιον με τον οποίο ίσως συμφωνήσω σε κάτι. Γενικά να δραστηριοποιηθώ ως πολίτης. Αναρωτιέμαι πώς θα αποτυπωθεί αυτή η επικαιρότητα και πώς 50 ή 100 χρόνια μετά θα έχει γραφτεί στην τέχνη και στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η Λογοτεχνία, τελικά, σας έχει αλλάξει τη ζωή;
Η Λογοτεχνία με βοήθησε να καταλάβω πως η ζωή μπορεί να υπάρξει με πολλούς τρόπους και αυτό είναι μια φοβερή απελευθέρωση αλλά και παρηγοριά. Και βέβαια άλλαξε η ζωή μου. Η λογοτεχνία είναι ένας κόσμος ολόκληρος, πώς να μην επιφέρει ζυμώσεις; Ταξιδεύεις, συνομιλείς, συγκινείσαι, μαθαίνεις, ταυτίζεσαι, μετακινείσαι πνευματικά και συναισθηματικά και όλα αυτά μένοντας φαινομενικά ακίνητος! Αυτό και αν είναι αλλαγή!
Η Γουλτίδου Στέλλα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης της Παιδαγωγικής Σχολής. Από το 2009 μέχρι και σήμερα εργάζεται ως νηπιαγωγός στον ιδιωτικό παιδικό σταθμό – νηπιαγωγείο ΚΑΡΑΜΕΛΕΝΙΑ, στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης. Το 2016 παρακολούθησε το εργαστήριο δημιουργικής γραφής «στο κάτω κάτω της γραφής» – εργαστήριο δημιουργικής γραφής και σχέσης με το παιδικό και νεανικό βιβλίο, με διδάσκουσες τις συγγραφείς Μαρία Αγγελίδου και Ελένη Σβορώνου, μέσω της Αλυσίδας Πολιτισμού ΙΑΝΟΣ. Την ίδια χρονιά συμμετείχε ως συγγραφέας με το διήγημά της « Το κουτί με τις φωτογραφίες», στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Μικρές Ιστορίες Για Μεγάλους» από τις εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΙΣ. Το 2017 παρακολούθησε το εργαστήριο δημιουργικής γραφής «Διήγημα Αρχαρίων» με εισηγητή τον συγγραφέα Μισέλ Φάις, μέσω της Σχολής των εκδόσεων ΠΑΤΑΚΗΣ. Την ίδια χρονιά παρακολούθησε το βιωματικό σεμινάριο «η τέχνη και τεχνική της αφήγησης», το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης με συντονίστρια την αφηγήτρια Ανθή Θάνου. Το Μάιο του 2017 με αφορμή τη Διεθνή Μέρα Μουσείων συμμετείχε μαζί με άλλες 8 αφηγήτριες στην παράσταση « τα παραμύθια πάνε μουσείο ». Η παράσταση πραγματοποιήθηκε στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης και επιμελήθηκε από την αφηγήτρια Ανθή Θάνου. Το 2018 παρακολούθησε το βιωματικό εργαστήριο αφήγησης « παραμυθολογώ» με εισηγήτρια την αφηγήτρια Ανθή Θάνου. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε παραστάσεις αφήγησης λαϊκών παραμυθιών για παιδικό και ενήλικο κοινό και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντύποις το παραμύθι της «Μα, που πήγαν όλοι;». Υπήρξε εισηγήτρια της λέσχης ανάγνωσης, για παιδιά 9 έως 12 ετών, που φιλοξενήθηκε από την Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και από τον πολυχώρο τέχνης «Alte Fablon».Είναι ιδρυτικό μέλος της ομάδας αφήγησης “Ήταν και δεν ήταν” και έχει ξεκινήσει από το 2017 τις παραστάσεις αφήγησης λαϊκών παραμυθιών για παιδικό και ενήλικο κοινό. Από τον Σεπτέμβριο του 2020 ξεκίνησε την πρώτη λέσχη αφήγησης λαϊκών παραμυθιών για παιδιά στο Κ.Δ.Α.Π ΚΑΡΑΜΕΛΕΝΙΑ.