
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μια εποχή γεμάτη αντιφάσεις, λογοκρισία και αναβρασμό, ένας δίσκος ήρθε να αναταράξει τα νερά της ελληνικής μουσικής. Ονομάστηκε «Μπάλλος» — όπως ο παραδοσιακός νησιώτικος χορός που ξεκινά ήρεμα και ύστερα φουντώνει σε μια έκρηξη ρυθμού και πάθους. Ήταν ο τρίτος προσωπικός δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου, και σύντομα θα γινόταν σημείο αναφοράς για το ελληνικό ροκ.
Ο Σαββόπουλος είχε ήδη διαγράψει την πορεία του με το Φορτηγό και τα Περιβόλια του Ουρανού. Όμως ο Μπάλλος δεν ήταν συνέχεια — ήταν ανατροπή. Με τον δίσκο αυτό, ο Σαββόπουλος ένωσε τον ελληνικό λόγο με τον ηλεκτρικό ήχο, το παραδοσιακό βίωμα με τη ροκ ενέργεια, τη λαϊκή ψυχή με τη σύγχρονη καλλιτεχνική αναζήτηση.
Η ηχογράφηση έγινε με το συγκρότημα των Μπουρμπουλιών, μια ομάδα νέων μουσικών που πρόσθεσαν νεύρο, ένταση και αυτοσχεδιασμό. Η μουσική έγινε ένας διάλογος ανάμεσα στο λαούτο και την ηλεκτρική κιθάρα, στο βιολί και στα ντραμς· μια συμφιλίωση της Ελλάδας του ρεμπέτικου με την Ελλάδα του ροκ.
Ο τίτλος, «Μπάλλος», δεν επιλέχθηκε τυχαία. Ο χορός αυτός είναι διπλός: ξεκινά σαν προσέγγιση ανάμεσα στους χορευτές, σαν φλερτ, και καταλήγει σε θύελλα, σε κύκλο που δεν έχει αρχή και τέλος. Έτσι και ο δίσκος — ξεκινά ήπια και καταλήγει σε έκρηξη, σε έναν συμβολικό καταιγισμό μουσικής και νοήματος.

Τα τραγούδια του δίσκου μοιάζουν σαν σκηνές από θεατρική παράσταση.
Η «Σημαία από νάυλον» είναι ένας ύμνος στην απογοήτευση της νεωτερικότητας· μια κραυγή ενάντια στην ψευδαίσθηση της προόδου: Είναι η φωνη μιας γενιας που βλεπει γυρω της τον ψευτικο ενθουσιασμο να υποκαθιστα την ουσια.
Ακολουθούν στιγμές ειρωνείας και αυτοσαρκασμού, όπως το «Σ’ ευχαριστώ ω! εταιρία», όπου ο Σαββόπουλος σχολιάζει, με χιούμορ και πικρία, τη σχέση του καλλιτέχνη με τη δισκογραφία και την εμπορικότητα.
Όμως πέρα από τους στίχους, εκείνο που κάνει τον Μπάλλο ξεχωριστό είναι ο ήχος του. Είναι ένα άλμπουμ που μοιάζει να έχει γεννηθεί πάνω στη σκηνή, ζωντανό, σχεδόν αυθόρμητο, με τις μελωδίες να ξεχειλίζουν από μια ελευθερία που τότε σπάνια άκουγες σε ελληνικό δίσκο. Ο Σαββόπουλος δεν προσπαθεί να μιμηθεί το δυτικό ροκ· το μεταμορφώνει. Το κάνει ελληνικό.
Όταν κυκλοφόρησε, το 1971, ο Μπάλλος δίχασε το κοινό. Για κάποιους, ήταν παράξενος, ακατάληπτος, «δύσκολος». Για άλλους, ήταν αποκάλυψη. Σήμερα, μισό αιώνα αργότερα, ο δίσκος στέκει ακέραιος, σαν τεκμήριο μιας εποχής που ο καλλιτέχνης τόλμησε να χορέψει αντίθετα στον άνεμο.
Ο Μπάλλος είναι κάτι παραπάνω από μουσική.
Είναι μια αφήγηση για τη χώρα, τη γενιά και την ψυχή. Είναι η Ελλάδα που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο νησιώτικο παρελθόν και την αστική της πραγματικότητα, ανάμεσα στο παλιό και στο νέο, στο εθνικό και στο παγκόσμιο. Είναι ένας δίσκος που χορεύει — και μας παρασύρει μαζί του.

Σήμερα, ακούγοντάς τον, έχεις την αίσθηση πως τίποτα δεν έχει παλιώσει. Οι στίχοι του, οι ρυθμοί του, η αλήθεια του, παραμένουν ανατριχιαστικά επίκαιροι.
Και ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Σαββόπουλου: να φτιάξει έναν δίσκο που δεν ανήκει πια μόνο στη δεκαετία του ’70, αλλά σε κάθε εποχή που ψάχνει να ξαναβρεί τη φωνή της.
Γιατί, στο τέλος, ο «Μπάλλος» δεν είναι απλώς ένας δίσκος.
Είναι μια κατάσταση ψυχής.
Ένας χορός μέσα στην καταιγίδα.
Ένα τραγούδι που δεν τελειώνει ποτέ.
Φωτογραφίες από το περιοδικό Lifo


