
Με αγάπη για τον κινηματογράφο και βαθύ σεβασμό στον Σταύρο Τσιώλη, ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Λάσκαρης επιχειρεί ένα τολμηρό αλλά και τρυφερό εγχείρημα: τη θεατρική μεταφορά της εμβληματικής ταινίας «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες».
Ξεκίνησε ως μια ιδέα-στοίχημα, εξελίχθηκε σε συλλογικό όραμα και τελικά έγινε μια παράσταση που τιμά το χιούμορ, τη φιλοσοφία και τη νοσταλγία του Τσιώλη. Ο Λάσκαρης μάς μιλά για τη διαδικασία, τις δυσκολίες, τη χαρά της συνεργασίας και τη μαγεία του να αναγεννάς μια «cult» ιστορία για μια νέα εποχή.
Μια συνέντευξη γεμάτη συναίσθημα, μουσική, γέλιο και εκείνη την ανδρική «κοπάνα» από την καθημερινότητα που όλοι ονειρευόμαστε.
Τι σας ώθησε να μεταφέρετε το “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” στο θέατρο;
Ήταν ένα προσωπικό στοίχημα, ένας φόρος τιμής στον Σταύρο Τσιώλη ή κάτι διαφορετικό;
Πάντα ξεκινάω με μια ιστορία που θέλω να πω στο κόσμο. Και από την πρώτη στιγμή που είδα την ταινία είχα μπει στο τριπάκι να την μεταφέρω θεατρικά. Το σενάριο του Τσιώλη σου καίει τον εγκέφαλο. Είναι εκπληκτικό. Οι ατάκες διαδέχονται η μια την άλλη σε καταιγιστικούς ρυθμούς. Είναι σχεδόν ιδιοφυές. Δεν είναι τυχαίο που οι ατάκες του έργου αναπαραγονται συνεχώς στο διαδικτυο, σε πολιτικές και αθλητικές συζητήσεις, στο ραδιόφωνο, στη τηλεόραση, στα postcasts. Ούτε τυχαία είναι τα αφιερώματα που γίνονται συνεχώς όλα αυτά τα χρόνια στα φεστιβάλ.
Όταν τελικά πριν από ένα χρόνο άρχισα να δουλεύω συστηματικά την ιδέα κι αποφάσισα πως αυτή θα είναι η επόμενη θεατρική μου δουλειά τότε έγινε και προσωπικό στοίχημα. Οι δυσκολίες ήταν πολλές, οι απογοητεύσεις έρχονταν η μια μετά την άλλη. Οι άνθρωποι που ήταν δίπλα μου στην προσπάθεια να υλοποιήσουμε την ιδέα ήταν ο Τάσος Τζιβίσκος και ο Νικόλας Βασιλειάδης που ερμηνεύουν και δύο από τους τρεις αντρικούς ρόλους του έργου. Δεν ξέρω κι εγώ πόσες πόρτες χτυπήσαμε, τηλέφωνα, emails, ραντεβού, προκειμένου να δουν την πρόταση μας. Μάταια όλα. Δεν το βάλαμε κάτω. Ο ένας στήριζε τον άλλο παρόλο που πια όλοι φοβόμασταν πως δεν θα καταφέρουμε να γίνει μέχρι που γνωρίσαμε τον παραγωγό μας τον Γιάννη Ζαφειρίου, που πίστεψε το project και κάπως όλα πήραν τον δρόμο τους.
Πώς προσεγγίσατε τη θεατρική διασκευή μιας τόσο αγαπημένης και “cult” ταινίας;
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο να μεταφέρετε τον κινηματογραφικό ρυθμό στη σκηνή;
Έχω να σου πω πως η διασκευή έγινε αβίαστα. Το κείμενο του Τσιώλη έχει μεταφερθεί σε ένα ποσοστό 99%. Επίσης και τα τραγούδια της ταινίας μείναν σχεδόν όλα. Επειδή αγαπώ τον κινηματογράφο και δεν είναι η πρώτη φορά που μεταφέρω μια ταινία στη θεατρική σκηνή κάθε πρόβλημα που μπορεί να προέκυπτε φανέρωνε και μια σκηνοθετική πρόταση που έφτιαχνε την θεατρική εκδοχή.
Η βασικότερη πρόκληση είναι η διασκευή και εν τέλει η παράσταση να έχει όλους τους χυμούς, το κέφι, τα συναισθήματα της ταινίας και ταυτόχρονα να μην μπει ο θεατής στην διαδικασία της σύγκρισης. Να τον συνεπάρει όλο αυτό που θα συμβεί στη σκηνή ώστε να ξεχάσει την ταινία και να ξαναδεί το έργο με μια άλλη ματιά που όμως σέβεται και δεν αφαιρεί τίποτα από το σύμπαν του Τσιώλη.
Η γλώσσα του Τσιώλη είναι μοναδική – απλή, καθημερινή, αλλά και βαθιά φιλοσοφική.
Πώς δουλέψατε ώστε να κρατηθεί αυτό το ύφος στο θέατρο χωρίς να χαθεί η αυθεντικότητα;
Αρχικά νομίζω πως αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε από καρδιάς, οι ατάκες φεύγουν δεν περνάνε μέσα από το φιλτράρισμα της σκέψης, θέλω να πω κάτι το λέω, δεν το σκέφτομαι πριν το ξεστομίσω. Άρα αυτό που δούλεψα ήταν οι σχέσεις των τριών ηθοποιών μου. Ήθελα να γίνουν να αποκτήσουν μια τέτοια σχέση, μια φιλία σχεδόν αδελφική για αυτό και επένδυσα μεγάλο μέρος της πρόβας σε αυτό το κομμάτι. Τώρα που βλέπω τις τελευταίες πρόβες βλέπω πως η επιλογή μου αυτή με δικαίωσε.
Ποια στοιχεία της ταινίας επιλέξατε να αλλάξετε ή να τονίσετε διαφορετικά στη σκηνική εκδοχή;
Υπάρχουν νέες σκηνές ή ερμηνείες που “ξαναδιαβάζουν” το πρωτότυπο έργο;
Έ τώρα δεν θέλω να το αποκαλύψω αυτό. Το αφήνω για έκπληξη. Κάποιες πολυπρόσωπες σκηνές έπρεπε να αλλάξουν, κάποιες σκηνές να ενωθούν, καποιες να αφηγηγηθούν. Η σκηνή του θεάτρου είναι περιοριστική αλλά από την άλλη στο θέατρο βάζοντας όρια γίνεσαι και πιο δημιουργικός και εκεί είναι η μαγεία του. Επίλεξαμε μαζί με την σκηνογράφο μου Κατερίνα Παπαγεωργίου ένα κάπως ουτοπικό σκηνικό, που έχει μέσα από τα ρεαλιστικά στοιχεία του το φορτηγό και την όαση, το ταξίδι, την φύση και την ανάγκη μας να ξεφύγουμε, να κάνουμε ένα διάλειμμα, μια παύση από το αστικό τοπίο και την πίεση της πόλης, της καθημερινότητας και της βιοπάλης.
Πώς συνεργαστήκατε με το καστ, ειδικά με ηθοποιούς που έχουν το δικό τους έντονο στίγμα;
Τι ζητήσατε από τους ηθοποιούς σας για να “μπουν” στο πνεύμα του Τσιώλη;
Πέρα από τις σχέσεις για τις οποίες σας είπα πιο πάνω, αυτό που θέλω από τους ηθοποιούς μου αλλά και από τους συνεργάτες μου είναι να νιώσουν συνδημιουργοί, πως η παράσταση είναι δική τους, τους ανήκει, την έχουμε φτιάξει μαζί, έτσι είμαι κι εγώ σίγουρος πως θα την υπερασπίζονται κάθε βράδυ γιατί θα τους αφορά προσωπικά και καλλιτεχνικά πέρα από την πίστη τους σε μένα και την ματιά μου. Έτσι δίνω χώρο να προτείνουν και να φτιάξουμε παρέα την παράσταση μας.
Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην παράσταση.
Πώς προέκυψε η ιδέα της ζωντανής μουσικής επί σκηνής και τι προσφέρει στο συνολικό αποτέλεσμα;
Κέφι προσφέρει. Θέλουμε να είναι ένα λαϊκό πάρτι η παράσταση. Να ξεσηκωθούν οι θεατές, να μην θέλουν να κάτσουν στις θέσεις τους. Να κουνηθεί η πλατεία. Να σπάσει κάπως αυτή η σύμβαση της ακινησίας του κοινού. Ένα τσιφτετέλι περιμένω να το δω στον διάδρομο χαχαχαχα.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως η συνεχής παρουσία της τραγουδίστριας βοηθά και στην δραματουργία. Όταν δείτε την παράσταση θα καταλάβετε τι εννοώ.
Το έργο, πίσω από το χιούμορ, μιλά για την ανδρική φυγή και τη νοσταλγία.
Πώς ερμηνεύετε εσείς αυτό το “ταξίδι” των τριών ανδρών σήμερα, το 2025;
Ως αναγκαίο. Η παύση που αναζητάμε όλοι και συνέχεια στη ζωή μας, μια κοπάνα στο σχολείο, μια ψεύτικη αναρρωτική άδεια στον εργοδότη μας, ένα ξαφνικό ταξίδι μέσα στο χειμώνα, ένα τσιπουράκι με τους κολλητούς Τετάρτη μεσημέρι, ένα μεταμεσονύχτιο ποτό μετά από μια θεατρική παράσταση κι ας πρέπει αύριο να ξυπνήσουμε νωρίς.
Πώς πιστεύετε ότι θα αντιδράσει το νεότερο κοινό, που ίσως δεν έχει δει την ταινία;
Θεωρείτε ότι το χιούμορ και οι αξίες του έργου είναι διαχρονικά;
Νομίζω θα την αγκαλιάσει. Είναι περασμένα ορισμένα πράγματα στο DNA μας κι ας μην τα έχουμε ζήσει. Μένουν ζωντανά από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων. Όσον αφορά την διαχρονικότητα αυτό νομίζω πως το έχει δείξει η ζωή. Τα συνεχή αφιερώματα, οι ατάκες που είναι γεμάτα τα σόσιαλ και το διαδίκτυο φανερώνουν την αγάπη του κόσμου στην ταινία και την διαχρονικότητα της.
Και κάπου εδώ θέλουμε να είναι και η δική μας συμβολή. Πλέον το “Ας περιμένουν οι γυναίκες” να μην είναι μόνο μια αγαπημένη ταινία, με τον Μπουλά, τον Ζουγανέλη και τον Μπακιρτζή, αλλά ένα θεατρικό έργο με ολοκληρωμένους θεατρικούς ρόλους, τον Πάνο, τον Μιχάλη, τον Αντώνη με τους οποίους τα επόμενα χρόνια να δοκιμαστούν κι άλλοι ηθοποιοί σε διαφορετικά ανεβάσματα.
Ποια στιγμή των προβών ή της δημιουργίας σας συγκίνησε περισσότερο;
Υπήρξε κάποιο σημείο όπου νιώσατε ότι “ο Τσιώλης είναι μαζί σας”;
Συγκίνηθηκα σε εκείνα τα μονοήμερα ταξίδια πάνω κάτω Θεσσαλονίκη Αθήνα με τον Τασο συνοδηγό που κλείναμε την συμφωνία και το όνειρο μας το βλέπαμε να παίρνει σάρκα και οστά. Χθες όταν μπήκα στο θέατρο και είδα το σκηνικό της Κατερίνας, όταν ένα βραδυ ο μαέστος μας ο Μιχάλης Χατζηαναστασίου μου έστειλε να ακούσω το κομμάτι της έναρξης, όταν παρέδωσα την διασκευή στον Γιάννη και είδα το χαμόγελο μέσα από το ακουστικό του κινητό μου τηλεφώνου, όταν συμφώνησε ο Πέτρος Λαγούτης να είναι στη παράσταση που του είχα στείλει το κείμενο και μέσα λίγες ώρες με πήρε τηλέφωνο ενώ εγώ ψώνιζα στο σούπερ μάρκετ και γέλαγε σας παιδί από την χαρά του και τον ενθουσιασμό του.
Επίσης συγκινούμαι όταν βλέπω στις πρόβες τον σοσιαλιστή Αντώνη να μιλά για την Ελλάδα που ονειρεύεται, όταν ο τσεχωφικός Μιχάλης μιλά για την ζωή που έρχεται και δεν την φανταζόμαστε και όταν ο μόνιμα γκρινιάρης και νευρικός Πάνος μαλακώνει και συμπαραστέκεται στα μπατζανάκια του αλλά κυρίως στις στιγμές τις απελπισίας του.
Είναι αλήθεια πως νιώθουμε τον Τσιώλη μαζί μας κι αυτό το οφείλουμε στη Κατερίνα, την κόρη του, που τόσο μας έχει στηρίξει και μας έχει σταθεί
Αν ο Σταύρος Τσιώλης μπορούσε να δει την παράστασή σας, τι θα ελπίζατε να σας πει;
Σίγουρα δεν θα ήθελα να μου φωνάξει ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ.

Μία από τις πιο αγαπημένες ελληνικές κωμωδίες των τελευταίων δεκαετιών ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο, στο Artbox Fargani στη Θεσσαλονίκη από τις 31 Οκτωβρίου 2025. Το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη, η θρυλική ταινία του 1998 με τους Γιάννη Ζουγανέλη, Σάκη Μπουλά, Αργύρη Μπακιρτζή, που χάρισε στο ελληνικό κοινό ατάκες- σταθμούς και στιγμές ξεκαρδιστικού σουρεαλισμού, αποκτά νέα θεατρική πνοή με ένα καστ εξαιρετικών ηθοποιών: Πέτρος Λαγούτης, Τάσος Τζιβίσκος, Νικόλας Βασιλειάδης, Νικίτα Ηλιοπούλου και Μαγδαληνή Μπεκρή.
Η παράσταση συνοδεύεται από ζωντανή μουσική με τον μαέστρο Μιχάλη Χατζηαναστασίου επί σκηνής και τα τραγούδια της ταινίας να ερμηνεύονται live από την Αλεξάνδρα Μάγκου δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα άλλοτε τρυφερή κι άλλοτε ξέφρενη γεμάτη ρυθμό και κέφι – όπως ακριβώς επιτάσσει και το έργο του Τσιώλη.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι. Δύο μπατζανάκηδες, ο Πάνος κι ο Μιχάλης, βιοτέχνες στην βιομηχανική ζώνη της Θεσσαλονίκης, ξεκινούν το ταξίδι τους για διακοπές στη Θάσο, όπου τους περιμένουν οι οικογένειές τους. Λίγο έξω από τη λίμνη Βόλβη, ένα απρόσμενο συμβάν σταματά την πορεία τους. Ο τρίτος μπατζανάκης, που ήδη βρίσκεται στη Θάσο και προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σε τρεις οικογένειες, σπεύδει να τους παραλάβει.
Από εκεί ξεκινά ένα οδοιπορικό γεμάτο χιούμορ, αμηχανίες και απρόσμενες αλήθειες – ένα ταξίδι τριών ανδρών που, αποφεύγοντας τη ρουτίνα και τις ευθύνες τους, αναζητούν για λίγο το όνειρο.

Συντελεστές
Κείμενο: Σταύρος Τσιώλης
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Λάσκαρης
Σκηνικά: Κατερίνα Παπαγεωργίου
Μουσική σύνθεση – επιμέλεια: Μιχάλης Χατζηαναστασίου
Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα
Ενδυματολογική επιμέλεια: Μυρτώ Μητσοπούλου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιάννης Κυρατζής
Κατασκευή σκηνικών: Kolossaion Productions, Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης
Μουσική παραγωγή & Programming – Μίξη ήχου: Ironmic_studio
Φωτογράφιση: Καλφαμανώλης Γιώργος
Φωτογραφίες παράστασης: Νάκης Γιώργος
Γραφιστικά – αφίσα: Ναταλία Μπουτάση
Σκηνοθεσία trailer: Παναγιώτης Κουντουράς
Πρόγραμμα παράστασης: Εκδόσεις Πανοπτικόν
Οργάνωση παραγωγής: Παναγιώτης Μητσόπουλος
Παραγωγή: Kolossaion Productions, Artbox Fargani
Παίζουν: Πέτρος Λαγούτης, Τάσος Τζιβίσκος, Νικόλας Βασιλειάδης, Νικίτα Ηλιοπούλου, Μαγδαληνή Μπεκρή.
Μαέστρος επί σκηνής: Μιχάλης Χατζηαναστασίου
Τραγούδι: Αλεξάνδρα Μάγκου
Ευχαριστούμε την Κατερίνα Τσιώλη για την πολύτιμη βοήθεια της.
Εισιτήρια προπωλούνται: στο https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/as-perimenoun-oi-gynaikes/ και στο ταμείο του ΘΕΑΤΡΟ ARTBOX FARGANI.
ΘΕΑΤΡΟ ARTBOX FARGANI Αγίου Παντελεήμονος 10, (Αρχή Ιασωνίδου, Καμάρα) Τηλ.: 2310 208 007, 6987 089778
ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Πρεμιέρα: 31 Οκτωβρίου 2025
Θέατρο: Artbox Fargani, Θεσσαλονίκη
Πρόγραμμα παραστάσεων
Παρασκευή στις 9:00μ.μ.
Σάββατο στις 9:00μ.μ.
Κυριακή στις 8:00μ.μ.


