στη Δέσποινα Πολυχρονίδου
Ο Τάσος Χαλκιόπουλος έχει μια σπάνια ικανότητα: να συλλαμβάνει την ομορφιά πριν καν εκείνη προλάβει να φανερωθεί. Την ομορφιά της παλιάς Αθήνας – που ζει ακόμα στα ξεχασμένα αρχοντικά, στα καγκελάκια που στολίζουν ταπεινά τα παλιά μπαλκόνια, στα γέρικα δέντρα του κέντρου που κρατούν πείσμα, στις γλάστρες που ακουμπούν σαν μικρές προσευχές στα στενά παράθυρα. Την βρίσκει στα φώτα των δρόμων, στα μικρομάγαζα με τα δικά τους μυστικά, στα φρούτα που λαμπυρίζουν σαν ζωγραφιές στις πρόχειρες προθήκες των μανάβικων.
Είναι, θα έλεγε κανείς, ο παρατηρητής του ανεπαίσθητου. Όλων αυτών που οι περισσότεροι προσπερνούν – ίσως γιατί δεν τα βλέπουν, ίσως γιατί δεν τα νιώθουν. Ο Τάσος (aka Athensville) όμως τα αφουγκράζεται και τα μοιράζεται – πρώτα μέσα από το blogging, και στη συνέχεια μέσα από τα social media, χτίζοντας σιγά-σιγά ένα κοινό που διψάει να δει την πόλη μέσα από τα δικά του μάτια. Μάτια που αγαπούν, που προσέχουν, που επιμένουν. Aυτός ο άνθρωπος θα σε κάνει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα να αγαπήσεις την Αθήνα.
Κι εμείς, Θεσσαλονικείς με ανοιχτή καρδιά, αναγνωρίζουμε σ’ αυτή την ευαισθησία κάτι κοινό – ένα νήμα που ενώνει τις πόλεις μας πέρα από τα χιλιόμετρα. Γι’ αυτό και του μιλήσαμε. Για όλα αυτά που βλέπει εκείνος στην Αθήνα. Και για όλα εκείνα που, ίσως, μπορούμε να δούμε κι εμείς.
Αthensville
Από το 2009 καταγράφεις την πόλη σαν να κρατάς ημερολόγιο σε δημόσια θέα. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να ξεκινήσεις το athensville;
Είχε να κάνει από την μια με την δική μου διάθεση να είμαι δημιουργικός και να παράξω περιεχόμενο όπως αυτό που θα ήθελα να διαβάζω-ήταν και η χρυσή εποχή του μπλογκιν’, και από την άλλη έβλεπα να μην εκτιμάται ο πλούτος της Αθήνας, το κέντρο της να κακολογείται σαν το σκοτεινότερο και πιο επικίνδυνο κομμάτι της πόλης. Ήταν; Ήταν μεν, αλλά όχι στον βαθμό που παρουσιαζόταν.
Γιατί η δυναμική πόλη του ‘60 ήταν εκεί, υπήρχε πίσω από την ολοφάνερη εγκατάλειψη και υποβάθμιση. Αυτήν ήθελα να αναδείξω, το μοναδικό πλούσιο περιβάλλον της. Δεν νομίζω ότι μπορείς να έχεις πιο ενδιαφέροντα περίπατο στο Χαλάνδρι ή την Γλυφάδα, σε σχέση με έναν στο κέντρο της πόλης, με κτίρια διακοσίων ετών να σου διηγούνται την ιστορία της σύγχρονης Αθήνας, αυτής πέρα απ’ τα γνωστά αρχαία της.
Πώς θα περιέγραφες την «ψυχή» της Αθήνας σε κάποιον που δεν την έχει ζήσει ποτέ;
Την ψυχή της Αθήνας θα την περιέγραφα σαν μια καλοκαιρινή της νύχτα, με τα μπαλκόνια γεμάτα μικρή καθημερινή ζωή σε δύο καρέκλες, κουβέντες, τραπεζάκι ποτήρια κι ένα τασάκι, τα μικρά μαγαζιά κλειστά με κιγκλιδωτά ρολά και φώτα κουρασμένα, μια βόλτα με μηχανάκι έτσι γρήγορη ο αέρας να δροσίζει τα ιδρωμένα κορμιά. Και εκεί λίγο πριν, το άρωμα απ’ τις ανθισμένες νεραντζιές και οι περπατησιές στις κουρασμένες πλάκες των πεζοδρομίων. Η Αθήνα είναι αυτό το έξω σίγουρα, όπως λέει και μια φίλη μου αρχιτέκτονας ο «υπαίθριος βίος».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Υπάρχει ένα αγαπημένο σου «μικρό» σημείο στην πόλη – μια στοά, ένα παγκάκι, μια πινακίδα – που επιστρέφεις συχνά;
Υπάρχει αγαπημένη μου συνήθεια, κάθε βράδυ σαν αυτοματισμός η βόλτα μου στην άδεια πόλη, ο άξονας της Αθηνάς από Ομόνοια σε Μοναστηράκι αν θέλω να παρατηρήσω τουρίστες πως χαζεύουν την πόλη και πως αισθάνονται σ’ αυτή, και όταν θέλω κάτι πιο ήσυχο και εσωτερικό βυθίζομαι στο κομμάτι της Σωκράτους απ’ την Πειραιώς μέχρι την Ευριπίδου, ακούς τα βήματά σου, χαζεύω δύο τρία κτίρια που αγαπώ και όλα αυτά μπλέκονται με μνήμες μιας εκεί γύρω ήταν οι εκδόσεις/τυπογραφείο του πατέρα μου, ενός μπον βιβέρ αθηναιολάτρη που από εκεί πήρα νομίζω το χούι.
Τα post σου έχουν ποιητική δύναμη, χωρίς να προσποιούνται. Είναι η Αθήνα μια πόλη που σου επιτρέπει να είσαι ειλικρινής;
Νομίζω είναι η πόλη που σου το επιτρέπει το περισσότερο, είναι μια θάλασσα 4 εκατομμυρίων ανθρώπων με τεράστιο φάσμα καταγωγής που κανείς δεν θα την κρίνει, έχει κατακτηθεί μια κουλτούρα συνύπαρξης. Επίσης η όψη της είναι τόσο ετερόκλητη, ένα ανακαινισμένο νεοκλασικό, δίπλα σε μια εξαόροφη βιοτεχνική πολυκατοίκία, ένα ρημάδι πιο δίπλα, μια αίθουσα τέχνης δίπλα σε ψιλικατζίδικο κι ένα εστιατόριο δίπλα να παίζει πακιστανική μουσική, όλο αυτό το άναρχο περιβάλλον που όλα είναι επιτρεπτά αφήνει απεριόριστη ελευθερία έκφρασης. Αυτό το άναρχο πνεύμα είναι η σύγχρονη Αθήνα, χαρακτήρας και πλεονέκτημά της.
Αν η Αθήνα ήταν άνθρωπος, τι χαρακτήρα θα είχε;
Για το κέντρο της θα μιλήσω ακουμπώντας λίγο το φαντασιακό: από αστική οικογένεια ίσως, αλλά ταξιδεμένη, ουσιαστικά κοσμοπολίτισσα που μπορεί να πιάνει κουβέντα με ολους σε ψιλικατζίδικο, μανάβικο, μιλά για σινεμά και βιβλία, θα πάει θέατρο και μετά για σουβλάκια, θα ψαξει με ενεργή ακόμα νιότη τις συναυλίες του καλοκαιριού, θα εκνευρίζεται σαρδελοποιημένη στα μέσα, και θα φλερτάρει διακριτικά στην λαϊκή με τον ντοματά ακουμπώντας με τα ακροδάχτυλα όταν δίνει κέρματα.
Ποια ήταν η τελευταία φορά που περπάτησες στο κέντρο και ένιωσες κάτι «νέο» να συμβαίνει;
«Νέο» δεν ξέρω αν μπορεί να παραχθεί στην εποχή μας, που όλα είναι στο φως το σόσιαλ και τα φρέσκα καίγονται πριν ακόμα γίνουν ενδιαφέροντα, ή όταν όλοι καταναλώνουμε το ίδιο περιεχόμενο πάνω κάτω πράγμα που παράγει ίδιες προσωπικότητες. Τώρα σαν αλλαγή και διαφοροποίηση στο κέντρο είναι εντυπωσιακή η αλλαγή λόγω του τουρισμού, σε δρόμους που περνούσα μόνος το βράδυ πριν 10 χρόνια τώρα να ανεβοκατεβαίνουν λεφούσια τουριστών, που απολαμβάνουν την πόλη και την αθηναϊκή εμπειρία της χαλαρής βόλτας από μια πόλη που μπορεί να είσαι χαλαρός και ελεύθερος. Προχθές αγαπημένη μου στιγμή δύο Γερμανοί που πέρασαν πεζοί την διάβαση με κόκκινο και είχαν ένα παιδιάστικο χαμόγελο για την αδιανόητη σκανδαλιά που έκαναν. Πάντως η Αθήνα κάτι σίγουρα έχει, και το νιώθω απολαμβάνουν να βρίσκονται εδώ.
Αthensville
Η φωτογραφία στα χέρια σου γίνεται εργαλείο αφήγησης. Τι κοιτάζεις πρώτα σε ένα αστικό τοπίο πριν πατήσεις το κλικ;
Το μάτι λόγω γραφιστικής δουλεύει συνθετικά, κοιτάζω ισορροπίες σχημάτων, χρωματικές συνθέσεις, αφαιρέσεις φυσικά για να φανεί κυρίαρχη η ιστορία του κτιρίου που πρωταγωνιστεί χωρίς οπτικά στοιχεία να το ανταγωνίζονται. Δηλαδή πιστεύω ότι όταν συντρέχουν όλα τα παραπάνω και υπάρχει αισθητικά ένα όμορφο σύνολο πρέπει να σηκώσω κάμερα. Ή να πετύχω την σπάνια στιγμή χωρίς αμάξια μπροστά, να αναδείξω την αξία ενός κτιρίου, έχω στον νου πάντα να το τραβήξω όπως θα ήθελε ο αρχιτέκτονάς του, με καθαρές προοπτικές, γραμμές, να τιμήσω την σχεδιαστική του σκέψη.
Η Θεσσαλονίκη είναι κι αυτή μια πόλη με ιστορία, στρώσεις, επιγραφές, στοές…
Η Θεσσαλονίκη στην πραγματικότητα είναι μια πόλη με περισσότερες στρώσεις από την Αθήνα ούσα μεγάλη πόλη απ’ την ίδρυση μέχρι σήμερα. Είναι η γεωγραφική της θέση πολύ πιο σημαντική, απόληξη και λιμάνι της Βαλκανικής, φύση που ομοιάζει περισσότερο στην ευρωπαϊκή, και όλα αυτά παράγουν μια ζηλευτή θέση και πόλη που πέρασαν πολλοί. Όταν έρχομαι αγαπώ όπως και στην Αθήνα τις υποβαθμισμένες γειτονιές, εκεί που θα βρείς χρώμα του άλλοτε, πχ στον Βαρδάρη, στην τελευταία μου βόλτα χάζευα τις παλιές επιγραφές των λαϊκών καταστημάτων, το φαναρτζίδικα, μαγαζάκια του ράφτη, του μεταφορέα και παραδίπλα το βυζαντινό τείχος, παραπέρα μια οθωμανική κρήνη. Επίσης αγαπώ πάνω στις γραμμές των τρένων κάτι ξεχασμένα, πίσω απ’ τις καλαμιές, βαλκανικής ησυχίας αγροτόσπιτα μιας άλλης εποχής.
Τι θα έλεγες πως ενώνει τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα – πέρα από τα τετριμμένα;
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι δύο πόλεις δεν θα λέγε κάποιος ότι έχουν πολλά κοινά. Η Αθήνα πρωτεύουσα του μικρού ελληνικού κράτους έχει υιοθετήσει τον νεοκλασικισμό, είναι μια ήσυχη πόλη πίσω απ’ τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η Θεσσαλονίκη από την φύση της είναι μια πόλη κοσμοπολίτική, το μεγάλο κέντρο των οθωμανικών Βαλκανίων στην εύφορη και σημαντική γη της Μακεδονίας, λιμάνι σημαντικό που μπαινόβγαινε κόσμος και κοσμάκης, πολύ εγγύτερα στην Ευρώπη και τις επιρροές της πράγμα που αποτυπώνεται στην αρχιτεκτονική της που είναι ξεκάθαρα ευρωπαϊκή.
Αthensville
Το αστικό της περιβάλλον είναι διαφορετικό, και μετά το 1912, την έλευση των προσφύγων, την υπάρχουσα δυναμική παρουσία των Εβραίων η ταυτότητα της διαμορφώνεται συνεχώς. Νομίζω ότι η πορεία των δύο πόλεων ξεκινά απ’ το ‘50 και μετά και είναι η κοινή νεοελληνική αντίληψη της αντιπαροχής που φέρνει το περιβάλλον των δύο πόλεων κοντά, πολυκατοικίες, κτίρια γραφείων με την ίδια σχεδιαστική λογική, και την κερδοσκοπική λογική της αντιπαροχής που παρήξε ψηλά κτίρια σε οικοπεδάκια.
Πραγματικά όταν βρίσκομαι στην Θεσσαλονική αισθάνομαι ότι είμαι Αθήνα, είναι οικείος τόπος αυτές οι είσοδοι, τα μπαλκόνια, τα ψιλικατζίδικα, τα καφέ όσα φτιάχνουν την νεοελληνική εμπειρία, στο κοινό αστικό τοπίο που συναντάς σε όλη την χώρα πια. Όμως το ζηλευτό στην Θεσσαλονίκη σε σχέση με την Αθηνα ειναι η συνύπαρξη κατοικίας και καταστημάτων, οι άνθρωποι ζουν πάνω και κατεβαίνουν και ψωνίζουν τα μαγαζιά από κάτω τους. Στην Αθήνα το ιστορικό κέντρο δεν κατοικείται, είναι έτσι φτιαγμένο να φιλοξενεί μονο εμπορικά καταστήματα, και τα απογεύματα -προ τουρισμού- να ερημώνει, παράγοντας μια παράξενη, άβολη για κέντρο μεγάλης πρωτεύουσας συνθήκη.
Η Αθήνα του 2025 τι έχει από την Αθήνα του 2009 και τι δεν έχει πια;
Έχει το σκηνικό, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει, υπερδόμηση κι ελάχιστοι οι ανοιχτοί χώροι. Έχει την νοοτροπία της ατομικότητας, του μη ενδιαφέροντος για τον δημόσιο χώρο, ούτε καν για την είσοδο της πολυκατοικίας. Η αλλαγή στην πραγματικότητα έχει προέλθει από ξένα κεφάλαια που αγόρασαν κτίρια και τα μετέτρεψαν σε τουριστικές μονάδες, με όλες τις υπηρεσίες και καταστήματα που ανοίγουν για να τα εξυπηρετήσουν.
Το μεγαλύτερο πλήγμα σαφώς στα φθηνά ενοίκια και κατοικίες που επέτρεπαν σε νέους ανθρώπους και καλλιτέχνες να μην δουλεύουν σαν τρελοί για να επιβιώσουν, αλλά είχαν τον χρόνο, την άνεση, την μη πίεση να δημιουργήσουν κάτι διαφορετικό. Συμπερασματικά, αυτό που θα νοιώσει κάποιος περπατώντας στην πόλη στο σήμερα σε σχέση με πριν 16 χρόνια είναι τελείως διαφορετικό, έχει την ενέργεια μιας τουριστικής πόλης, στις βόλτες μου πια είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα συναντήσω κανέναν γνωστό.
Αthensville
Η Αθήνα αλλάζει με ρυθμούς αλλοπρόσαλλους. Τι φοβάσαι ότι μπορεί να χαθεί οριστικά;
Το πνεύμα της, δηλαδή η συνύπαρξη ανθρώπων και χρήσεων. Να στο πω και προσωπικά, Αθενσβιλ έγινα γιατί πάντα πρόσεχα από 13 χρονών τα παλιά νεοκλασικά και έλεγα «τι άδικο να είναι έτσι, μακάρι να το φτιάξουν». Και άρχισαν να φτιάχνουν και αυτά, και μοντερνιστικά, 60ς κτίρια γραφείων κ.α. που εκτίμησα στην πορεία, και ενθουσιαζόμουν, “να συμβαίνει”. Αλλά τώρα βλέπω σε δρόμους να φτιάχτηκαν όλα, να φιλοξενούν του ίδιου τύπου αισθητικής μαγαζιά, καταστήματα εστίασης, σε τιμές τουριστών και λέω το “όπα, μέτρο”, δεν μου αρέσει κάτι σε αυτό το clean cut ινσταγκραμικό περιβάλλον, θέλω να αισθάνομαι ότι είμαι Αθήνα, και παρά την ισχυρή ταυτότητα και ιδιοσυγκρασία της πόλης αυτό αρχίζει και εξαφανίζεται. Τόσο, που αναζητώ το αυθεντικό και το ανέγγιχτο απ’ την λαίλαπα σε γειτονιές πιο έξω στον Κολωνό, στα Κάτω Πατήσια, την Νίκαια.
Αν σου έδιναν την ευκαιρία να επιμεληθείς μια μεγάλη έκθεση με θέμα «η μνήμη της πόλης», τι θα έβαζες μέσα;
Θα έβαζα σίγουρα την Αθήνα πέρα από την αναμενόμενη αρχαιοκεντρική ταυτότητα, λίγο απ’ τον 19ο αιώνα και την προσπάθεια δημιουργίας μιας νεοκλασικής πόλης σε σύνδεση με το αρχαίο κλέος και πως η λαϊκή αρχιτεκτονική ενέταξε στοιχεία της, τον μοντερνισμό του ‘30 και την ουσιαστική επαφή της πόλης με τα τρέχοντα αρχιτεκτονικά ρεύματα της δύσης, και σίγουρα την λαϊκή Αθήνα της καθημερινότητας, του ψιλικατζίδικων, του περιπτέρου, των μικρομάγαζων που μεροκαματιάρηδες φτιάχνανε μια καθημερινή λαϊκή κουλτούρα που είναι στο αίμα μας, τα φέρουμε μέσα μας και μας κάνει να αισθανόμαστε «σπίτι».