HomeΘέματαDid you know«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος»

«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος»

γράφει ο Κυκλοθυμικός

Ήταν καλοκαίρι του 2004 στο κάμπινγκ του ΟΤΕ στην Τέμενη, ήταν η εποχή που από παιδί γινόμουν έφηβος. Είχα μόλις αρχίσει να εξερευνώ την μουσική με έναν τρόπο που οι σημερινοί έφηβοι δε μπορούν καν να καταλάβουν. Το μοναδικό όπλο μου ήταν ένα walkman που είχα κερδίσει σε μια εκπομπή της ΕΡΤ και μερικά CD που είχα κλέψει από την δισκοθήκη των γονιών μου. Δεν υπήρχε τότε άλλος τρόπος να ακούσεις μουσική, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ψάξεις για τραγούδια. Ακόμα και το να καταφέρεις να ακούσεις ή με κάποιον τρόπο να καταγράψεις ένα τραγούδι σου έδινε περισσότερη χαρά από την ίδια την ακρόαση. Ήταν ένα κυνήγι θησαυρού με στίχους και με νότες.

Επιστροφή στα χώματα του κάμπινγκ. Το αγαπημένο μου CD ήταν με διαφορά η live συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με τον Γιώργο Νταλάρα στο Αττικόν, με επικό μαλλί Νταλάρα, εκείνο το φεγγάρι που το έπαιζε ροκάς. Το είχα λιώσει. Ήξερα σε ποιο σημείο ακριβώς έλεγε το «Έλα Βασίλη» που είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του κουπλέ στο «Πού ναι τα χρόνια».

Ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικά τραγούδια είχα ξεχωρίσει τρία, το «όπου να ναι θα ‘ρθω να σε βρω» που συνδύαζε με έναν λυρικό τρόπο την κυκλοθυμική εναλλάξ απουσία/ παρουσία στη ζωή, τις χαλάστρες ενός αποσυρμένου κοσμοκαλόγερου ονειρευτή στην συμβατική σαπίλα, την πιο σύγχρονη εκδοχή ενός Διογένη κι όλα αυτά με μια μουσική επένδυση που εντείνεται στίχο με στίχο και φτάνει σε κορυφώσεις που σε πείθουν ότι είχε δίκιο, ότι αυτό δεν είναι ένα νοητικό πείραμα, αλλά μια πραγματική ζωή, με σάρκα, αίμα κι οστά. Το άλλο ήταν ένα ρεφρενάκι από το «Αγαπάω κι αδιαφορώ» που ένιωθα ότι αν το άκουγα ολοκληρωμένο, δε θα μου χρειαζόταν άλλο ερωτικό τραγούδι στην φαρέτρα των ανεκπλήρωτων εφηβικών ερώτων και τέλος ήταν η διαολεμένη ενέργεια με τους αλλοπρόσαλλους στίχους του Καταρρέω. Θυμάμαι να γυρίζω πίσω την θήκη του CD και διαπιστώνω ένα όνομα, έναν κοινό παρανομαστή σε αυτά τα τρία χαστούκια, Νικόλας Άσιμος.

Από τότε ξεκινάει μια αναζήτηση που κράτησε μέχρι και το πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, πέρασαν από τα χέρια μου όλα τα CD του, όλα τα τραγούδια του, οι ζωντανές του ηχογραφήσεις, το βιβλίο του για του Κροκανθρώπους, το βιβλίο του Αλλαμανή «Δίχως καβάτζα καμιά», τηλεοπτικά αφιερώματα, ταινίες, τα πάντα. Άλλες φορές τον έβρισκα, άλλες τον έχανα, αλλά αυτό με μάγευε κιόλας. Ήταν αυτό που ψάχνει ένας έφηβος, μόνο ό Νικόλας μπορούσε τότε να με καταλάβει, να με εκφράσει, να δώσει λέξεις σε αυτό που αισθανόταν το μυαλό μου στην εξορία μιας θλιβερής επαρχίας που ένιωθα να μου κρατά τον λαιμό και με τα δυο χέρια.

Ήθελα να γίνω ο Κροκάνθρωπος που έψαχνε ο Νικόλας. Παραπονιάρης σαν παιδί, ξεροκέφαλος όσο δεν πάει, ο πιο τρυφερός στιχουργός που έχω ακούσει ποτέ, απροσδιόριστος μουσικά, βιωματικός μέχρι τελευταίας σταγόνας, πολιτικοποιημένος με έναν τρόπο αναρχικό, χωρίς κομματικές γραμμές και ξύλινο λόγο, επαναστατικός για την ιδέα της επανάστασης, ήθελε να τα γκρεμίσει όλα χωρίς να ξέρει να εξηγήσει πειστικά το πώς και το γιατί ή το μετά, εκνευριστικός κι εριστικός ακόμα και προς τον ακροατή του, γεμάτος αγκάθια κι από μέσα η πιο πληγωμένη καρδιά.

Ακόμα και το γεγονός της αυτοκτονίας του με είχε στιγματίσει, είχε δώσει το χέρι του στον Καρυωτάκη κι είχαν περικυκλώσει την εφηβική μου ματαιότητα σα να μου έδειχναν έναν δρόμο θρησκευτικής, μυσταγωγικής λύτρωσης από τον κόσμο. Ένιωθα να ανήκω σε κάποια αίρεση που στήριζε όλη της την ύπαρξη στην απαξίωση του συμβατικού θανάτου και στον έλεγχο της ζωής μέσω του τερματισμού της. Λιαντίνης πριν τον Λιαντίνη, αυτόν θα τον συναντούσα σε λίγο επόμενη στάση της ζωής μου.

Θυμάμαι κάθε 17 Μαρτίου είχαμε μνημόσυνο στο σπίτι. Και τόσα χρόνια που έφυγε ο Νικόλας και δωσ του να παίζουν τα πιο δύσκολα τραγούδια του στο κασετόφωνο ξανά και ξανά και να γεμίζω τα χαρτιά με σκέψεις, με σχέδια να εκδικηθώ τον κόσμο που τον σκότωσε κι όλο αυτό να τελειώνει με κλάματα κι αβάσταχτο εφηβικό πόνο.

Το βιβλίο του Αλλαμανή με βοήθησε πιο πολύ από όλα να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, έφταιξε κι ότι το διάβασα την εποχή που από έφηβος θα γινόμουν ενήλικος κι ήταν πιο εύκολο να μεταβολίσω την μη μεταφυσική υπόσταση του Διογένη των Εξαρχείων, ήταν η εποχή που τα είδωλα κατέβαιναν στη γη, στα μέτρα μου. Είδα μια ζωή γεμάτη βία και καταπίεση, στο σπίτι από τον πατέρα του, στο στρατό, στα ψυχιατρεία, στις φυλακές, στις συντροφικές συνάξεις, στις συναυλίες, στα κουρελοσπιτά του, στις ερωτικές του σχέσεις. Έβλεπα ένα φοβερό μυαλό, με πρωτόγνωρη συναισθηματική ευφυΐα να ξεφεύγει από τα σύνορα της δικής του επαρχίας, της Κοζάνης, να απλώνεται πρώτα στο ΑΠΘ κι ύστερα στους δρόμους γύρω από την Καλλιδρομίου. Είδα μια πιο ολοκληρωμένη εκδοχή καλλιτέχνη, ηθοποιός, σκηνοθέτης, ζογκλέρ, στανταπάς, ταχυδακτυλουργός, έκανε δρώμενα με τυχαία αντικείμενα ή απλώς ξαπλώνοντας στη μέση του δρόμου να κόβει την κυκλοφορία. One man show.

Είδα, όμως, και την πιο σκοτεινή του πλευρά, ένας άνθρωπος που έπασχε από σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα σε μια εποχή που αυτά ακόμα ήταν άγνωστα νερά για να κολυμπήσεις. Το ιδιαίτερο μυαλό του κατάφερνε να κάνει την ψύχωση να μοιάζει με ένα κομμάτι παζλ στο «αλλόκοτο» κομμάτι της περσόνας του, μπορούσε να δίνει δημιουργικά χαρακτηριστικά στα προψυχωσικά συμπτώματα, να φεύγει και να επιστρέφει από την πραγματικότητα σα να το επιλέγει ο ίδιος, σα να είναι μια μορφή επανάστασης, δεν ήταν έτσι όμως.

Ήταν ένας άνθρωπος που από τα φοιτητικά χρόνια είχε ανάγκη ψυχιατρικής και ψυχολογικής υποστήριξης κι αντ’ αυτού γνώριζε μόνο την άγρια βία, τις σκληρές φαρμακευτικές αγωγές που δίνονταν με το ζόρι, που άρχιζαν και διακόπτονταν χωρίς κανένα πλάνο, τον αποκλεισμό, τον χλευασμό, την εναλλαγή από φυλακή σε ψυχιατρείο που δεν ήξερες σε τι διέφερε το ένα από το άλλο, την εκμετάλλευση. Γινόταν επικίνδυνος κι αυτός σε ένα σχήμα δράσης – αντίδρασης, σε μια κοινωνική εξόντωση με θύμα τόσο τον ίδιο όσο κι ένα πλήθος “άμαχου πληθυσμού”.

Όταν θα έφτανε στην κορυφή της αναγνώρισης, όταν θα έπαιρνε χρήματα από τις κασέτες με τους στίχους του που πια δε πουλιούνταν παράνομα, τότε θα περνούσε και το ισχυρότερο ψυχωσικό επεισόδιο που θα τέλειωνε και τη ζωή του. Έκανε κακό σε ζώα, έγινε πολύ βίαιος σε ανθρώπους, έκανε κακό στον εαυτό του, έχασε την αίσθηση του πόνου, έχασε κάθε επαφή με την πραγματικότητα, χώθηκε σε ψυχωσικές ψευδαισθήσεις που οδήγησαν και μια άλλη κοπέλα, κι αυτή αβοήθητη σε ψυχωσικό επεισόδιο, σε μια «ασυνείδητη» σεξουαλική κακοποίηση.

Όταν κάπως συνήλθε από αυτό το επεισόδιο, με καμένα μαλλιά, τραυματισμένη ηθική, σκοτωμένος από την περσόνα που είχε ο ίδιος πλάσει όλη του τη ζωή, αποφασίζει να κρεμαστεί στο μαγαζί του ένα ανοιξιάτικο ξημέρωμα του 1988 δίνοντας ένα τέλος σε μια ζωή που αφέθηκε αβοήθητη, κακοποιημένη, κακοποιητική, δυστυχισμένη, παρεξηγημένη από την αρχή μέχρι το τέλος της.

Κι αφού ο χρόνος φύσηξε την σκόνη από το τραπέζι, σήμερα πια, ο Νικόλας απαλλαγμένος από τους δαίμονες του μπορεί να μας μιλήσει κοιτώντας μας στα μάτια για όλα αυτά που είχε στο μυαλό και στην καρδιά του και ποιος ξέρει, ίσως να τα καταφέρει να γίνει τελικά αθάνατος μετά τον θάνατό του και να γεμίσει τον κόσμο με Κροκανθρώπους. Τους έχουμε ανάγκη άλλωστε περισσότερο από ποτέ.

Related stories

Netflix: Αυτές τις ταινίες και σειρές βλέπουν όλοι αυτή τη στιγμή

Αυτές είναι οι κορυφαίες επιλογές στο ελληνικό Netflix αυτή...

Μια ζωή σε νότες: Ο Γιώργος Καζαντζής στον Εξώστη με αφορμή τα 40 χρόνια του Σ.Ω.Θ.

Με αφορμή τα 40 χρόνια του Σύγχρονου Ωδείου Θεσσαλονίκης,...

Νίκος Γαλανός: Ο τελευταίος Ζεν πρεμιέ του Ελληνικού Κινηματογράφου

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ο Νίκος Γαλανός, ένας από τους...

Το δεύτερο σκυλοπάρκο της Θεσσαλονίκης είναι γεγονός – Πού βρίσκεται

Το δεύτερο πιστοποιημένο πάρκο σκύλων παραδόθηκε το μεσημέρι της...

Tο διάφανο κινητό που μπέρδεψε το TikTok – Είναι αληθινό;

Ένα μυστηριώδες gadget που μοιάζει με διάφανο κινητό τηλέφωνο...