Επιμέλεια κειμένου Γεροφώτης Λάζαρος
Ο Νικήτας Πλατής γεννήθηκε το 1912 στην Αμοργό και το 1928 πήγε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε την πορεία του στο θέατρο αρχικά γράφοντας επιθεωρήσεις σε περιπλανώμενους θιάσους και στη συνέχεια του δόθηκε η ευκαιρία να ανέβει στο σανίδι ως ηθοποιός το 1932 στην μουσική παράσταση «Ριρίκα» του θιάσου Ρ. Ρουγγέρη. Στην αρχή εμφανίστηκε σε μικρούς θιάσους και ήταν μέλος σε «μπουλούκια» και στην συνέχεια εμφανίστηκε σε πολλές επιθεωρήσεις, οπερέτες και κωμωδίες, αλλά κάποιες φορές έγινε και θιασάρχης με πρωταγωνιστικούς ρόλους. Έγραψε πάνω από 200 σκετς για επιθεωρήσεις και 5 θεατρικά έργα. Στο ευρύ κοινό έχει μείνει στη μνήμη η εικόνα του ως μεσήλικας, καθώς η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε όταν ήταν ήδη 46 ετών, το 1958 στις ταινίες «Η Κυρά μας η Μαμή» του Αλέκου Σακελλάριου και «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» του Γρηγόρη Γρηγορίου, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη (όπου τα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες της). Δεν ήταν ποτέ πρωταγωνιστής, πάντα έπαιζε δεύτερους και τρίτους ρόλους, όμως κατάφερε να εμφανιστεί σε 112 ταινίες, κάνοντας τον έναν από τους ηθοποιούς με τις περισσότερες συμμετοχές στην ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου. Έπαιξε κυρίως σε κωμωδίες και δίπλα σε όλα τα μεγάλα «αστέρια» της εποχής. Χαρακτηριστικές είναι οι ερμηνείες του στις ταινίες: «Διαβόλου κάλτσα» (1961), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1962), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» (1963), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Τέντυ μπόι αγάπη μου» (1965), «Φωνάζει ο κλέφτης» (1965), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» (1965), «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια» (1966), «Διπλοπενιές» (1966), «Το πιο λαμπρό αστέρι» (1967), «Ο τρελός τα ‘χει 400» (1968), «Ένας τρελός γλεντζές» (1970), «Η ταξιτζού» (1970), «28η Οκτωβρίου ώρα 5:30» (1971), «Αγάπησα μια πολυθρόνα» (1971), «Η εφοπλιστίνα» (1971), «Τα έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971), «Η προεδρίνα» (1972), «Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα» (1972). Τελευταία του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν το 1979 στην ταινία «Μονά, ζυγά, δικά μου», μετά από παύση 7 χρόνων, καθώς είχε μεταπηδήσει στην τηλεόραση, παίζοντας στις σειρές «Μπολσόι Ιβάν και Μπιγκ Τζων» (1972), ενώ λίγο αργότερα έγινε γνωστός στο πλατύ κοινό με τη συμμετοχή του στη σειρά «Μεθοριακός Σταθμός» (1974), στην οποία έπαιζε τον πρόεδρο του χωριού, λέγοντας συχνά την ατάκα «σουρ» που έμεινε ως χαρακτηριστικό του στο ευρύ κοινό, δίνοντας του το όνομα «Ο Κύριος σουρ». Μετά την διακοπή της σειράς, απομονώθηκε και αφοσιώθηκε στη συγγραφή ποιημάτων, εκδίδοντας την ποιητική συλλογή «Τα παραπονεμένα». Το 1980 κάνει την τελευταία του εμφάνιση στην τηλεόραση στη σειρά «Ρομαντικές ιστορίες: Η Ανθούλα», ενώ το 1983 θα εμφανιστεί για τελευταία φορά στο θέατρο, στην επιθεώρηση «Πυρ ΠΑΣΟΚ και θάλασσα», δίπλα στον Διονύση Παπαγιανόπουλο και την Δέσποινα Στυλιανοπούλου.
Για μία περίοδο διατέλεσε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.
Έφυγε από τη ζωή στις 14 Νοεμβρίου 1984 σε ηλικία 72 ετών την ώρα που έβλεπε τηλεόραση.